Mia Tavonatti
Προτεινόμενο
θέμα για το Όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της
σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος
πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ
καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους
της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε
κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ’ εκινείτο εδώ κ’ εκεί προσπαίζουσα
και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να
πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν
θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς
τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ’ η στιγμή καθ’ ην θα διηρχόμην διά της
κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη
έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν
στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί
η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο·
θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους,
και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της
δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!...
φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και
άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου.
Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ’ επερίμενα.
“Αυτή δεν θ’ αργήση, έλεγα μέσα μου·
τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ
εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον
πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον
συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν
άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν’ αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα
ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς
διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η
νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το
διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και
κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του
θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ’ άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα,
εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την
άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων
άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι
πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω
την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν’
αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν,
θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον.
Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να
περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την
παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η
περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και
εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την
κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν
απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς
ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως
χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως
γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και
ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα
ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις
το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας,
δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή,
ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα,
ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν
επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν
βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν’ αποχωρήσω εν τάξει.
Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η
σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ’ ανατολικά, θα
έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ’ εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν
εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
** *
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον
πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. “Να
εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα,
τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!...”
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να
βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως,
μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον
μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και
να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το
όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή
της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει.
Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις
την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα,
επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος
εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και
την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον
περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το
ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την
κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος
να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να
προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ’ εκυρίευσε και φόβος από
την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το
όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην
“εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος
να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
** *
Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την
θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον;
Ποίος φόβος ήτον; Το ν’ ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει
ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ’ όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα
πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε
όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την
κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν
μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην
κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις,
λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν’
αρθρώσω φωνήν, κ’ έκραξα:
— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε...
δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν
έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή
να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον
η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι
παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους
αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν
μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του
κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η
εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας
αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα
εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ
απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν,
πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο
αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος
βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις
τον αφρόν του κύματος.
Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς
από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις
τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την
ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών
ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων
στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη
κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον
του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και
ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον
αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις
την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε
σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να
δυνηθή ν’ αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με
την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι
δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα
επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής
λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο
πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο
το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’
ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και
οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας
και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος
εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν
ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο...
Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν
όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
** *
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως
την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της
Εύας, όπως όλαι.
Αλλ’ εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν
της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της,
πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα
δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και
ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς
σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η
ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός;
Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν
ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το
μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα
κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν
εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου,
και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο
σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν
μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι’ εμέ, όπως η
Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα
όρη!..."
(Διά την αντιγραφήν)
Ερωτήσεις
1.
Το «Όνειρο στο κύμα» έχει γραφτεί κάτω από την επίδραση κυρίως του ρομαντισμού.
Τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ρεύματος αυτού είναι ο «προέχων ρόλος» της
φύσης, ο ανέφικτος έρωτας και το μαγικό-ονειρικό στοιχείο. Για το καθένα από τα
παραπάνω γνωρίσματα να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα από το κείμενο που σας
δόθηκε.
[Μονάδες 15]
2α.
Ποιος είναι ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας στο διήγηµα; Τι συµβολίζει το
«σχοίνιασµα» της; (Μονάδες
10)
2β.
Ταυτίζεται ο αφηγητής µε το συγγραφέα στο διήγηµα αυτό; Στην απάντησή σας να
σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήµατος (∆ια την αντιγραφήν).
(Μονάδες 10) [Μονάδες 20]
3. Με ποια εκφραστικά µέσα µεταδίδει ο
συγγραφέας - αφηγητής τα συναισθήµατα θαυµασµού και την έκσταση που νιώθει ο
βοσκός στη θέα της «λουοµένης» Μοσχούλας;
[Μονάδες 20]
4.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε
να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν
τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα
ήσαν και πολλά!...
Να
σχολιάσετε το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις.
[Μονάδες 25]
5.
Αφού διαβάσετε προσεκτικά το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη
«Η Παναγιά η Γοργόνα» να το συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο με το απόσπασμα
από το «Όνειρο στο κύμα» που σας δόθηκε.
[Μονάδες 20]
Στρατής
Μυριβήλης «Η Παναγιά η Γοργόνα» (απόσπασμα)
Προχωρούσε με απλωτές κι ένιωθε
ευτυχισμένη. Κολυμπούσε ήρεμα, ξεκούραστα, χωρίς να νιώθει πια το βάρος του
κορμιού. Όλα ήταν τόσο ανάλαφρα και δροσερά, σα να πετούσε στον αέρα. Κάποτε
σταματούσε, γύριζε στη ράχη, κι άφηνε την ανάσα της θάλασσας να την ανασηκώνει
και να την κουναρίζει αβρά. Έδινε μια μικρή μπάτσα στο κύμα να δει τα
φεγγαρόκρινα να πετιούνται από παντού. Κολυμπούσε με το πρόσωπο κοντά στο νερό,
κ’ η θάλασσα τής φιλούσε όλο το μάγουλο, της άγγιζε τ’ αυτί. Και σαν έσκυβε να
δει στα βαθιά, έβλεπε μεγάλες κουλούρες σα χρυσά σωσίβια να βγαίνουν από το
σκοτεινό βυθό αμέτρητες, η μια ύστερ’ από την άλλη, ατελείωτη αλυσίδα.
Ξεκινούσαν μικρές ίσαμε πιάτα, και σαν ανέβαιναν ως την απανωσιά, φάρδαιναν σαν
πανέρια. Εκεί παίζαν ελαστικά τον κύκλο τους, λύγιζαν με χίλια μαλακά σχήματα.
Από τον ένα μεγάλο κύκλο, ξεχώριζαν ένα, δύο, τρεις, δέκα δίσκοι ολόχρυσοι,
μακρουλοί, στρογγυλοί. Ύστερα έλυναν τη χρυσή κορδέλα τους και σάλευαν να σκεδιάσουν
φανταστικά κεφαλαία, ρευστά και σερπετά, μιας άγνωστης γλώσσας. Εκεί, προς τη
μεριά των βράχων ήταν τόσο πολλά... Ένα πλήθος χρυσά πελώρια μάτια γιόμισε η
θάλασσα. Ήταν του φεγγαριού τα μάτια, και τα κατρέφτιζε η θάλασσα, ή μήπως ήταν
της θάλασσας τα μάτια, που άνοιγαν μονάχα τη νύχτα;
Της ερχόταν να ξεφωνίσει από χαρά, να
πάει η φωνή της ως το φεγγάρι, να πάει ακόμα πιο μακριά, ως το Χριστό, εκεί που
κάθεται ο καημένος και περιμένει να ξαναγίνουν καλοί οι ψαράδες της Σκάλας, να
πάρει πάλι την άγια στράτα του, να πάει να τους έβρει στ’ ανοιχτά την ώρα που
καλάρουν. Να βλογήσει τα δίχτυα τους, να πέσει πολύ ψάρι. Να φάει ο
φτωχόκοσμος, να περσέψει και για το ρακί τους, να περσέψει και για το σπίτι, να
μη γρινιάζουν οι γυναίκες τους, και να πάψουν να τις χτυπάνε κλωτσιές μέσα στα
λαγόνια.
Και κει που τ’ ανάδευε ο νους της όλ’
αυτά με τόσο κέφι, πάνω στ’ ανεγάλλιασμα που τη γιόμιζε σύγκορμη, ήρθε το
ξαφνικό και τ’ αναπάντεχο.
Κοιτώντας τα παιχνίδια που ‘κανε το φως
μέσα στο νερό, της φάνηκε πως είδε από κάτω της, καμιάν οργιά μόλις βαθιά, ένα
μεγάλο σκοτεινόν ίσκιο, μακρύ και γρήγορο, που έφευγε με ορμή κάτω από το κορμί
της.
Πάγωσε η καρδιά της, μεμιάς της ήρθε
στο νου η χηνόγατα που χάλασε τα δίχτυα του Λαθιού, μαζί και το θεριόψαρο που
κατάπιε τον Αντώνη το Ψαροξέρασμα. Η τρομάρα χύθηκε μέσα της υγρό και κρύο
φίδι. Έκανε μια κίνηση, να γυρίσει τα πίσω μπρος, κατά την ακρογιαλιά. Δε
μπορούσε, ένιωθε τα μέλη να μην την ακούν, όπως μέσα σε βραχνά. Οι κίνησές της
έγιναν άταχτες, χτυπούσε σαν τρελή τα νερά.
Πάσχισε να βγάλει μια φωνή, να πατήσει
μια τσιριξιά. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαρύγγι και δεν μπόρεσε. Άρχισε να
παλεύει με τα νερά χωρίς να βλέπει, απελπισμένη. Γεμάτη φρίκη, σπάραζε με τα
χέρια και με τα πόδια. Κείνη τη στιγμή ένιωσε κάτουθέ της κάτι σκληρό και
παγωμένο να περνά κατάσαρκα, ν’ αγγίζει την κοιλιά της ξυστά.
Τότες τινάχτηκε, έβαλε τα δυνατά της
και πάτησε μια τσιριξιά, τρελή από φρίκη:
—
Φτάξτε! Γλυτώστε με!
Της φάνηκε πως βούλιαζε ο νους της, πως
ένα φωσάκι έλιωνε σιγά, πως έχανε τον κόσμο για πάντα.
Την ίδια στιγμή ο διακαμός ενός
ανθρώπου τινάχτηκε από ψηλά μες από τα σκίνα της ράχης κι έπεσε με χλαπαταγή
στα νερά. Χάθηκε με τη βουτιά, και σαν ξενέρισε, κολυμπούσε με μεγάλες απλωτές
προς τη Σμαραγδή. Την πρόφτασε να χτυπιέται ζαλισμένη και να καταπίνει
θάλασσες. Την άρπαξε από τα μαλλιά, και πλέβοντας με τα πόδια και με το ‘να
χέρι, την έσυρε στα ρηχά, κατά τη βάρκα. Τότες, λαχανιασμένος από τον αγώνα,
στάθηκε όρθιος στη ρηχοπατιά. Έσκυψε και πήρε στην αγκαλιά τη γυμνή κοπέλα να
την αποθέσει στη βάρκα. Δε φορούσε άλλο από ένα πανταλόνι δεμένο με λουρί.
Αυτό το σφιχτό άγγιγμα της γύμνιας της
πάνω στην ξένη σάρκα την έφερε στα συγκαλά της με τον πιο άσκημο τρόπο. Ήταν
κάτι τόσο σιχαμερό, ολότελα το ίδιο σαν το ξύπνημα που έκανε μιαν άλλη φεγγαροβραδιά
μέσα στην αγκαλιά του Βαρούχου. Σε μια στιγμή ξανάζησε όλη τη νύχτα της
ντροπής.
Μεμιάς της πέρασε η λιγοψυχιά.
Τινάχτηκε πίσω, και τράβηξε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο του ανθρώπου που τη
γλύτωσε. Όλ’ αυτά έγιναν ξαφνικά, μ’ ένα ακαταδάμαστο ψυχόρμητο που τη
ζωντάνεψε και κυβέρνησε τις κίνησές της. Πιάστηκε από το σκοινί της βάρκας,
χώθηκε στο νερό, πολεμούσε να κρύψει πίσ’ από το τιμόνι τους κόρφους της που
γυάλιζαν στο φως. Φούχτιασε ένα στρογγυλό βότσαλο για όπλο.
—
Φύγε! είπε πνιχτά στον άνθρωπο που στεκόταν εκεί και δεν ήξερε τι να
κάνει. Φύγε να μη σε σκοτώσω.
Mia Tavonatti
Απαντήσεις
1.
- «Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως
της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του
γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα.»
Η ομορφιά της φύσης δημιουργεί το
θελκτικό σκηνικό στο οποίο θα διαδραματιστεί η καθοριστική για τον ήρωα πράξη
της διάσωσης, και λειτουργεί έτσι σχεδόν ως πρόσωπο της ιστορίας, αφού με το
κάλλος της επηρεάζει τις πράξεις των ηρώων.
- «Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν
ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε
αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!»
Η Μοσχούλα, ανιψιά του πλούσιου κυρ
Μόσχου, βρίσκεται σ’ ένα κοινωνικό επίπεδο απρόσιτο για τον φτωχό βοσκό, ο
οποίος γνωρίζει σαφώς πως δεν θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει την προσοχή και
τον έρωτα μιας τόσο πλούσιας κοπέλας. Έτσι, παρά την ένταση της επιθυμίας του
δεν λησμονεί ποτέ το γεγονός πως ο ίδιος είναι κοινωνικά και οικονομικά
υποδεέστερος της κοπέλας.
- «Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον,
όνειρον επιπλέον εις το κύμα∙ ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς
μαγική, η ναυς των ονείρων...»
Στο πλαίσιο του διηγήματος πέραν από
την εξιδανίκευση της φύσης, εντοπίζεται και η εξιδανίκευση της νεαρής κοπέλας,
η ομορφιά της οποίας αποδίδεται με τρόπο που την τοποθετεί στη σφαίρα του
ονείρου. Ο ήρωας παρασύρεται σε τέτοιο βαθμό από την γοητεία που του ασκεί η
κοπέλα, ώστε μοιάζει να μαγεύεται από αυτή και εύλογα της αποδίδει ιδιότητες
που ξεπερνούν τα όρια της πραγματικής εμπειρίας.
2α.
- Η Μοσχούλα-κατσίκα υποκαθιστά ως ένα
σημείο στο διήγημα τη Μοσχούλα-κοπέλα, μιας κι ο αφηγητής δεν έχει το θάρρος να
προσεγγίσει την κοπέλα, ούτε βέβαια το θάρρος να παραδεχτεί τα αισθήματα που
έχει γι’ αυτή, οπότε μεταφέρει τα θετικά του συναισθήματα στη μικρή κατσίκα.
- Στην κορύφωση του διηγήματος, το
βέλασμα της κατσίκας προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, καθώς ο νεαρός που ξεκινά
για να τη σώσει, γίνεται αντιληπτός από την κοπέλα, η οποία πανικοβάλλεται, με
συνέπεια να κινδυνέψει η ζωή της. Η απειλή για τη ζωή της κατσίκας-Μοσχούλας,
επομένως, συμβάλει στην πρόκληση απειλής για τη ζωή της κοπέλας-Μοσχούλας, κι
αυτό επισφραγίζει το τέλος της κατσίκας, μιας και ο νεαρός που καλείται να
επιλέξει ανάμεσα στις δύο, επιλέγει τελικά την κοπέλα.
- Το πνίξιμο της κατσίκας με το κοντό
σχοινί που την είχε δέσει ο αφηγητής, συμβολίζει τελικά τα στενά όρια στα οποία
κινείται το όνειρο του νεαρού. Η διάσωση της κοπέλας, το όνειρο στο κύμα, δε
διαρκεί παρά ελάχιστες στιγμές κι αμέσως τελειώνει. Μαζί, με το τέλος της
κατσίκας έρχεται και το τέλος του ονείρου, καθώς ο αφηγητής έχασε σταδιακά κάθε
επαφή με την κοπέλα και εν τέλει κάθε ενδιαφέρον για εκείνη.
- Η παγίδευση της μικρής κατσίκας
οδηγεί και στην παγίδευση του ήρωα, καθώς εξαιτίας του βελάσματός της
αποκαλύπτεται στην κοπέλα η εκεί παρουσία του, κι ο ίδιος περιέρχεται σε
δύσκολη θέση.
- Τα στενά όρια ελευθερίας που άφησε ο
αφηγητής στην κατσίκα του, με το κοντό σχοινί που την έδεσε, επανέρχονται
διαρκώς στο διήγημα, καθώς ο ίδιος ο αφηγητής σύντομα θα βρεθεί περιορισμένος
στα στενά όρια που θα του επιβάλλει το αφεντικό του κι αυτή η σκέψη θα
διατυπωθεί τόσο στην αρχή του διηγήματος όσο και στο κλείσιμό του. Ο αφηγητής
αισθάνεται να πνίγεται πλέον, μιας και η ελευθερία που είχε όταν ήταν ακόμη
έφηβος αποτελεί πια μακρινό παρελθόν.
Εκφράζει, άλλωστε, στο κλείσιμο του
κειμένου, την άποψη πως η όλη αυτή κατάσταση ανελευθερίας ενδεχομένως να είναι
κι ο κλήρος, το μερίδιο που του αναλογεί σ’ αυτή τη ζωή («σχοίνισμα
κληρονομίας»).
2β.
- Ο Παπαδιαμάντης, όπως και κάθε
συγγραφέας, σύμφωνα με τις θεωρίες αφηγηματολογίας δεν ταυτίζεται με τον
αφηγητή του διηγήματος. Ο αφηγητής, όπως και κάθε στοιχείο του διηγήματος,
είναι ένα δημιούργημα του συγγραφέα αλλά δεν πρέπει για κανένα λόγο να
ταυτίζεται με τον ίδιο το συγγραφέα. Μπορεί, βέβαια, ο συγγραφέας να εντάσσει
στις ιστορίες του προσωπικές του σκέψεις ή και εμπειρίες, αλλά αυτό δε σημαίνει
πως έχει ο ίδιος ζήσει καθετί που περιλαμβάνει στις ιστορίες του.
- Ιδιαίτερα, μάλιστα, στο συγκεκριμένο
διήγημα υπάρχουν αρκετά στοιχεία της ζωής του συγγραφέα που μοιάζουν με τη ζωή
του κεντρικού ήρωα (κοινή καταγωγή, αγάπη για τη φύση, φτώχεια, σύνδεση με την
εκκλησία, επιθυμία επιστροφής στο νησί), χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει
ταύτιση μεταξύ τους.
- Παλιότερα οι συγγραφείς ήταν πάντοτε
αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο οι αναγνώστες να τους ταυτίσουν με τους αφηγητές
τους, γι’ αυτό και επιχειρούσαν με διάφορους τρόπους να αποστασιοποιηθούν από
τους αφηγητές των ιστοριών τους. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, στο Όνειρο
στο κύμα κλείνει το διήγημα του, δηλώνοντας πως ο ίδιος υπήρξε μόνο ο
αντιγραφέας της ιστορίας. Σα να βρήκε δηλαδή κάπου την ιστορία αυτή γραμμένη
από κάποιον άλλον, από τον ήρωα της ιστορίας, και ο ίδιος απλώς την αντέγραψε,
τη μετέφερε στο χαρτί. Με τον τρόπο αυτό ο Παπαδιαμάντης δηλώνει στους
αναγνώστες της εποχής του πως παρά τις τυχόν ομοιότητες που υπάρχουν με τη δική
του ζωή, η ιστορία αυτή δεν είναι δική του.
3.
- ...από τους βοστρύχους της οποίας ως
ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν: Εντοπίζουμε μια παρομοίωση (ως
ποταμός από μαργαρίτας).
- Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα: Με τριμερές
ασύνδετο σχήμα μας εκφράζει κλιμακωτά την εντύπωση που του προκαλούσε το
θέαμα της γυμνής κοπέλας, ξεκινώντας από το ουσιαστικό που δηλώνει ηπιότερη
αίσθηση και φτάνει στο ουσιαστικό που δηλώνει κάτι το πραγματικά ανέλπιστο,
ήταν ένα θαύμα. Τόσο η λέξη όνειρο, όσο και η λέξη θαύμα, χρησιμοποιούνται
βέβαια μεταφορικά.
- Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν
αμυδρώς κόμην της: Μια αντίθεση και συνάμα οξύμωρο σχήμα που
εκφράζει πως κάθε χαρακτηριστικό της κοπέλας ήταν ιδιαίτερο και σχεδόν
μοναδικό.
- τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας
λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς: Με ασύνδετο σχήμα
μας δίνει ο αφηγητής τα μέλη του σώματος που μπορεί να δει, εντάσσοντας
παράλληλα μια παρομοίωση (λευκή σαν γάλα ωμοπλάτη) και μια μεταφορά
όταν χαρακτηρίζει τους βραχίονες τορνευτούς.
- Καθώς ο αφηγητής μας περιγράφει το
σώμα της κοπέλας περνά κλιμακωτά από τα σημεία του σώματος που έβλεπε,
σε αυτά που διέβλεπε (βλέπω κάτι που δεν είναι εύκολα αντιληπτό) και τέλος σε
αυτά που μάντευε: Ἔβλεπα
– Διέβλεπα - Ἐμάντευα.
- Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον,
τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της: Με ασύνδετο σχήμα μας δίνει ο
αφηγητής τα σημεία του σώματος που βλέπει με κάποια δυσκολία καθώς εναλλάσσεται
το φως και η σκιά. Το κάτω μέρος της πλάτης, οι γοφοί, το μέρος του ποδιού από
τον αστράγαλο ως τον μηρό κι εν γένει τα πόδια της κοπέλας, είναι όσα βλέπει με
κάποια δυσκολία ο αφηγητής, καθώς μία βρίσκονται στο φως μία στη σκιά -αντίθεση-
και παράλληλα καθώς βαφτίζονται στο κύμα -μεταφορά.
- Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους
της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης
το θείον άρωμα: Με ασύνδετο σχήμα μας δίνει τα μέλη του σώματος που δεν
μπορούσε να δει αλλά μάντευε και κυρίως βέβαια η φαντασία του εστιάζεται στο
στήθος της κοπέλας το οποίο δέχεται τις αύρες, τις ριπές και το άρωμα της
θάλασσας, τριμερής η αποτύπωση όσων γίνεται αποδέκτης το στήθος της
κοπέλας. Σαν απαλά χάδια της θάλασσας αντιλαμβάνεται ο αφηγητής το άγγιγμα του
νερού και του αέρα στο στήθος της Μοσχούλας. Με τρεις λέξεις, που επίσης
δίνονται με ασύνδετο σχήμα, αναφέρεται στο στήθος της: γλαφυρούς,
προέχοντας, δεχομένους. Στην περίοδο αυτή εντοπίζουμε και μία μεταφορά:
θείον άρωμα.
- Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον
επιπλέον εις το κύμα∙ ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η
ναυς των ονείρων...: Ο αφηγητής επιχειρεί να περιγράψει τη συνολική εντύπωση
που του προκαλούσε το γυμνό σώμα της κοπέλας και μας δίνει με τριμερές ασύνδετο
σχήμα μια κλιμακωτή παρουσίαση τριών χαρακτηρισμών: πνοή, ίνδαλμα,
όνειρο. Αμέσως μετά, επανέρχεται με ένα ακόμη ασύνδετο και δύο επιπλέον
χαρακτηρισμούς: Νηρηίδα, σειρήνα –μεταφορική χρήση των λέξεων. Ήταν σαν
μια σειρήνα των παραμυθιών, η οποία έπλεε σαν ένα μαγικό πλοίο -παρομοίωση-,
το πλοίο των ονείρων -μεταφορά.
Η περιγραφή της Μοσχούλας δίνεται από
τον αφηγητή με ιδιαίτερο λυρισμό που εκφράζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την
ονειρική διάσταση του θεάματος και εξηγεί την αναστάτωση που είχε προκληθεί
στον αφηγητή, ο οποίος δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από το υπέροχο αυτό θέαμα.
- Προσέχουμε πως στο πλαίσιο της
περιγραφής ο αφηγητής δημιουργεί διακριτές εικόνες του σώματος της
Μοσχούλας, καθώς και του τοπίου που πλαισιώνει και εν τέλει αναδεικνύει το
σωματικό κάλλος της κοπέλας.
4.
- Η γνωριμία του νεαρού αφηγητή με τη
Μοσχούλα αποτέλεσε για εκείνον ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθειά του να
αφοσιωθεί στο Θεό, καθώς είχε πλησιάσει την ομορφιά της ζωής και δεν μπορούσε
πια να αποκλείσει τον εαυτό του από την ευκαιρία να γνωρίσει την ευτυχία του
έρωτα.
- Η διάψευση των προσδοκιών του και η
απογοήτευση του από την πραγματικότητα της ζωής, επαναφέρουν στη μνήμη του τη
συμβουλή του πατέρα Σισώη, ο οποίος έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει
καλόγερος είναι να μην τον αφήσουν να βγει έξω από το μοναστήρι.
- Ο Σισώης είχε γνωρίσει τη δύναμη του
έρωτα στην προσωπική του ζωή γι’ αυτό και ήξερε ότι αν ο νεαρός βρεθεί εκτός
μοναστηριού το πιθανότερο είναι να έρθει αντιμέτωπος με τους εγκόσμιους
πειρασμούς και να παραστρατήσει. Τώρα, λοιπόν, που ο ενήλικας αφηγητής είχε
γνωρίσει τους πικρούς συμβιβασμούς της ζωής σκέφτεται ότι μάταια μπήκε στη
διαδικασία και συνέχισε της σπουδές του. Αν είχε παραμείνει στα λίγα γράμματα,
στις βασικές γνώσεις δηλαδή, θα ακολουθούσε μια απλούστερη μορφή ζωής, κοντά
στη φύση και στο Θεό και θα ήταν σαφώς πιο ευτυχισμένος.
- Εμφανής εδώ η σύνδεση της μόρφωσης με
τους πειρασμούς και την ηθική πτώση της κοσμικής ζωής.
5.
Ομοιότητες
μεταξύ των δύο κειμένων
- Οι ηρωίδες που απολαμβάνουν το
νυχτερινό κολύμπι υπό το φως του φεγγαριού.
- Η ανάδειξη της ομορφιάς του φυσικού
χώρου.
- Η γύμνια των ηρωίδων, που ενισχύει
τον ερωτισμό των κειμένων.
- Η έντονη αντίδραση των δύο ηρωίδων
(οι κραυγές), τη στιγμή που αισθάνονται πως απειλείται η ζωή τους.
- Η εν αγνοία τους παρουσία ενός νέου
άνδρα, που παρεμβαίνει σωτήρια την ώρα του κινδύνου.
- Τα δραματικά απρόοπτα που διαλύουν τη
γαλήνη των ηρωίδων και θέτουν τη ζωή τους σε άμεσο και σημαντικό κίνδυνο.
Ας προσεχθεί πως στο μυθιστόρημα του
Μυριβήλη το δραματικό απρόοπτο είναι η εμφάνιση ενός απροσδιόριστου ψαριού, που
τρομάζει την ηρωίδα, όπως το «εύχεται» ο ήρωας στο διήγημα Όνειρο στο κύμα.
Πρόκειται, πιθανώς, για διακειμενική αναφορά.
- Το θρησκευτικό στοιχείο που είναι
πρόδηλο στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, εντοπίζεται και στο κείμενο του Μυριβήλη
(να πάει ακόμα πιο μακριά, ως το Χριστό).
Διαφορές
μεταξύ των δύο κειμένων
- Τα γεγονότα στο διήγημα του
Παπαδιαμάντη δίνονται μέσα από την οπτική του νεαρού βοσκού, ο οποίος
παρακολουθεί την κοπέλα και έχει ήδη σκεφτεί πως η αποκάλυψη της παρουσίας του
ενδεχομένως να τρομάξει την κοπέλα. Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα του Μυριβήλη,
όπου η παρουσία του νεαρού δεν έχει δηλωθεί κι η εμφάνισή του λειτουργεί ως
στοιχείο έκπληξης για τον αναγνώστη.
- Τα γεγονότα στο μυθιστόρημα του
Μυριβήλη δίνονται με ιδιαίτερη έμφαση στα συναισθήματα και τις σκέψεις της
ηρωίδας, ώστε ο φόβος που την καταλαμβάνει και οι αντιδράσεις της να φωτίζονται
σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, όπου οι αντιδράσεις
της ηρωίδας δίνονται όπως τις αντιλαμβάνεται ο νέος που την παρακολουθεί από
απόσταση.
- Ο νεαρός βοσκός επεμβαίνει για να
σώσει την κοπέλα που αγαπά κι έτσι οι στιγμές που περνά έχοντας στα χέρια του
τη Μοσχούλα αποκτούν τη σημασία και τη χροιά μιας ονειρώδους εμπειρίας, σε
αντίθεση με τον ήρωα του Μυριβήλη που δεν φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο
διασώζει την κοπέλα να έχει κάποια ιδιαίτερα συναισθήματα για εκείνη.
- Ο Μυριβήλης φροντίζει να παρουσιάσει
την αντίδραση της κοπέλας απέναντι στον νεαρό που την έσωσε, σε αντίθεση με τον
Παπαδιαμάντη που αποσιωπά πλήρως αυτό το σημείο.
- Η Μοσχούλα κατά τη διάρκεια της
διάσωσής της εμφανίζεται να προσκολλάται στο σώμα του νεαρού, στοιχείο που
υποδηλώνει την επιθυμία της να ζήσει. Αντίθετα, η Σμαραγδή δηλώνει πως θα
προτιμούσε να έχει πνιγεί από το να βιώσει αυτή την εμπειρία, να αγγίξει δηλαδή
ένας άνδρας το γυμνό της σώμα χωρίς τη δική της θέληση.