Vincent Brady
Λογοτεχνία Κατεύθυνσης Διαγώνισμα
Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»
4 [21.]
Ἐκοίταξε τ’ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ’ ἀνάστημα σηκώνει,
5
Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ’ ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,
10
Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ
πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ’ ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ’ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό
περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
15 Κάν τ’
ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ’ ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν’ ἀναβρύζει
20 Ξάφνου
ὀχ τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ’ ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·
25 Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ’ ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ’ ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν
οἱ πόνοι
..........................................................................
...........................................................................
30 Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ’ ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.
35 Στήν
Κρήτη......................................................
Μακριά ‘πό κεῖθ’ ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά
‘χω·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Στις ποιητικές συνθέσεις της Επτανησιακής Σχολής η
γυναίκα προβάλλεται εξιδανικευμένη, ως πηγή ενός αγνού, συχνά πνευματικού,
έρωτα. Να επιβεβαιώσετε τη διαπίστωση αυτή με στοιχεία του κειμένου.
(Μονάδες 15)
Ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτοντας τη
θεϊκή μορφή της Φεγγαροντυμένης φροντίζει να της αποδώσει μια σειρά από
ιδιότητες που καθιστούν σαφή την εξιδανίκευσή της, και κατ’ επέκταση την
εξιδανίκευση της γυναικείας παρουσίας στην ποίησή του. Η υπερβατική αυτή μορφή
ασκεί μια πρωτόφαντη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον (Ἐκοίταξε τ’ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν), αψηφά με το αιθέριο της
υπόστασής της τους φυσικούς νόμους (Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει) κι είναι φορέας
μιας δύναμης που ξεπερνά πλήρως τα ανθρώπινα μέτρα (Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει). Στοιχεία που ωθούν
τον ήρωα να αναγνωρίσει τη θεϊκή της φύση και να την προσφωνήσει ανάλογα:
Βόηθα, Θεά.
Συνάμα, ο ποιητής φροντίζει να τονίσει
τόσο την εξωτερική ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, όσο -και κυρίως- την αρτιότητα
του ήθους της, που θα λειτουργήσει εν τέλει ως πρότυπο καλοσύνης για τον ήρωα
(Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη). Η θεϊκή
γυναίκα, παρά τη σαφή υπεροχή της έναντι των στοιχείων του φυσικού χώρου που
την περιβάλλουν, δείχνει προς αυτά έρωτα, μα και ταπεινοσύνη, υποδηλώνοντας
έτσι το βαθύ σεβασμό που αισθάνεται προς τη ζωοδόχο φύση. Με τη συνδρομή,
μάλιστα, του φωτός η Φεγγαροντυμένη γίνεται το μέσο για να τονιστεί η
θρησκευτικότητα του ποιητή, υποβάλλοντας την κυρίαρχη αντίληψη του χριστιανικού
ανιμισμού (Κι ἡ
χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει).
Σε πλήρη σύνδεση με τη φύση, αλλά και
φορέας του χριστιανικού πνεύματος της καλοσύνης, της αγάπης και της
ταπεινοσύνης, η Φεγγαροντυμένη συνιστά μιαν εξαίρετη αισθητοποίηση του
αρχαιοελληνικού προτύπου του καλοῦ κἀγαθοῦ, διηθημένου βέβαια μέσα από την
ηθικότητα της χριστιανικής σημασίας των όρων.
Η Φεγγαροντυμένη κοσμημένη με όλες
αυτές τις αρετές καθίσταται για τον ήρωα η ιδανική έκφανση της γυναίκας, που
έρχεται να εκπληρώσει κάθε πιθανή αναζήτηση της βασανισμένης ψυχής του, είτε
πρόκειται για την ανάγκη της πίστης είτε για την ερωτική έλξη είτε και για τη
βαθύτερη εκείνη ανάγκη της μητρικής παρουσίας. Η δυνατότητά της, άλλωστε, να
διαβάζει, να κατανοεί και να συναισθάνεται τους πιο μύχιους καημούς της ψυχής του
(Γιατί ἄκουγα τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου)
φέρνουν τη μεταξύ τους επικοινωνία στο ιδανικά προσδοκώμενο επίπεδο της πλήρους
κατανόησης και αποδοχής, που θα χαρακτήριζε μιαν αμφίδρομη επαφή στον
πληρέστερο βαθμό της.
Θα πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, πως η
έλξη που προκύπτει ανάμεσα στον ήρωα και τη θεϊκή μορφή (Καταπώς στέκει στό
Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα), είναι το πρώτο
φανέρωμα μιας βαθιάς ψυχικής σύνδεσης, η οποία παρά την ερωτική χροιά που
λαμβάνει στη σκέψη του ήρωα (Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου), βασίζεται πρωτίστως και
κυρίως στην πνευματική επικοινωνία μεταξύ τους. Ο ήρωας θέλγεται απ’ τη μορφή
της Φεγγαροντυμένης, μα δε λησμονεί την αγαπημένη του, ενώ συνάμα η υπερβατική
παρουσία είναι εξ ορισμού απρόσιτη για τη θνητή υπόσταση του Κρητικού.
Β1. Να εντοπίσετε τέσσερα σχήματα
λόγου και να εξηγήσετε τη λειτουργία τους.
(Μονάδες 20)
Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα: Με την παρομοίωση του στίχου αυτού αξιοποιείται το φαινόμενο του μαγνητισμού για να τονιστεί η έλξη ανάμεσα στον ήρωα και τη Φεγγαροντυμένη.
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ’ ἐκοίταζε κι ἐκείνη: Η επανάληψη του ρήματος «κοιτάζω» δηλώνει εμφατικά την αμοιβαιότητα της έλξης ανάμεσα στα δύο πρόσωπα.
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν’ ἀναβρύζει: Με την παρομοίωση αυτή επιχειρείται να αποδοθεί
παραστατικότερα η ένταση με την οποία ξυπνούν και αναδύονται οι λησμονημένες
αναμνήσεις του ήρωα.
Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι: Η μεταφορά «φύτρωσαν οι πόνοι» έρχεται να αποδώσει την ένταση του πόνου που βιώνει ο ήρωας λόγω των πολλών δεινών
του εμπειριών. Εμφανές εδώ το μοτίβο της δοκιμασίας.
Β2. Ο ήρωας, έχοντας αντικρίσει τη «φεγγαροντυμένη»
θεϊκή μορφή, ανατρέχει σε μνήμες και βιώματα του παρελθόντος. Σε ποια σημεία
του κειμένου εντοπίζονται αυτές οι αναδρομές και ποια η λειτουργία τους; (Μονάδες
20)
Η πρώτη αναδρομή της ενότητας
εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στους στίχους 13-16 όπου ο ήρωας αισθανόμενος πως η
Φεγγαροντυμένη του είναι ιδιαιτέρως οικεία ανατρέχει σε μνήμες του παρελθόντος,
επιχειρώντας να θυμηθεί που έχει δει ξανά τη μορφή της. Με τρεις διαφορετικές
επιλογές που τονίζουν αντίστοιχα τρεις ξεχωριστές -μα εξίσου σημαντικές- πτυχές
της εμπειρίας που βιώνει, ο ήρωας προχωρά στην εξιδανίκευση της
Φεγγαροντυμένης. Ίσως την έχει θαυμάσει σε κάποιο ναό, όπου η μορφή της είχε
αποτυπωθεί σε κάποια αγιογραφία (θρησκευτικό στοιχείο), ίσως υπήρξε δημιούργημα
ερωτικών συλλογισμών (ερωτικό στοιχείο), κι ίσως τέλος να ήταν μια βρεφική
μνήμη από τότε ακόμη που η μητέρα του τον θήλαζε (στοιχείο μητρικής αγάπης και
ασφάλειας). Στους στίχους αυτούς ανιχνεύονται απηχήσεις πλατωνικών και
αριστοτελικών απόψεων για την αναγνώριση, στα πράγματα του κόσμου τούτου, ιδεών
(προτύπων) που η ψυχή μας είχε αντικρίσει σ’ ένα προσωματικό στάδιο. Η
εξιδανίκευση της Φεγγαροντυμένης που προκύπτει μέσα από τη σύνδεσή της με τις
πλατωνικές Ιδέες, μπορεί συνάμα να θεωρηθεί και αποτέλεσμα ρομαντικών επιρροών.
Η δεύτερη αναδρομή που μας περνά στις
πρόσφατες επώδυνες εμπειρίες του ήρωα εντοπίζεται στους στίχους 31-36. Στο
πλαίσιο αυτής της αναδρομής δίνονται καίρια στοιχεία για το παρελθόν του ήρωα,
γίνεται αντιληπτή η αιτία της ψυχικής του οδύνης, αλλά και τονίζεται η ερημία
του. Οι Τούρκοι πήραν (και αργότερα πιθανώς σκότωσαν) τα δυνατά και γενναία
αδέρφια του, βίασαν κι έσφαξαν την αδερφή του, έκαψαν το βράδυ ζωντανό τον
πατέρα του και πέταξαν τα ξημερώματα στο πηγάδι τη μητέρα του. Η διαφορετική ως
προς την εκτέλεση, αλλά εν τέλει κοινή μοίρα των δικών του ανθρώπων, έρχεται
εμμέσως να υπενθυμίσει τα πλείστα δεινά που υπέφεραν οι υπόδουλοι Έλληνες από
τους Τούρκους. Η απώλεια των μελών της οικογένειάς του αιτιολογεί την απολύτως
σημαντική θέση που έχει πια στη ζωή του η αγαπημένη γυναίκα, μιας κι είναι ο
μόνος δικός του άνθρωπος που του έχει απομείνει. Ενώ, η αθέλητη απομάκρυνσή του
από την ιερή πατρίδα, με μόνο συμβολικό ενθύμιο λίγο χώμα που κράτησε στα χέρια
του, υποδηλώνουν τη σαφή επιθυμία του ήρωα να μη λησμονήσει ποτέ την Κρήτη, κι
ίσως ακόμη την άσβεστη επιθυμία της επιστροφής.
Η αναφορά στη βίαιη θανάτωση των μελών
της οικογένειας του ήρωα ενισχύει συνάμα το ρεαλιστικό υπόβαθρο του ποιήματος,
συνδέοντάς το με γεγονότα της άμεσης εμπειρίας των Ελλήνων εκείνης της εποχής.
Γ. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους:
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν
καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα
πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε
λαμπυρίζει.
(σε μία παράγραφο 100 – 120 λέξεων)
(Μονάδες 25)
Η απόλυτη ομορφιά και καλοσύνη που
επιδεικνύει η Φεγγαροντυμένη μας παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό ιδεώδες του
καλοῦ κἀγαθοῦ, το οποίο είναι ωστόσο ιδωμένο με τη
χριστιανική σημασία των όρων, καθώς το εσωτερικό και εξωτερικό κάλλος
συνδέονται με την ηθικότητα. Ενώ, το αδιανόητο καθ’ υπερβολή που προκύπτει απ’
το πλημμύρισμα της νύχτας με φως μεσημεριού, και η ανιούσα κλιμάκωση της
φωτοχυσίας με την πλάση να τρέπεται αίφνης σε λαμπυρίζοντα ναό, τονίζουν τις
υπερβατικές ιδιότητες της θεϊκής μορφής, καθιστώντας συνάμα αισθητό το
χριστιανικό ανιμισμό που διέπει τη σολωμική σκέψη και αντίληψη. Το φως που
είναι στενά συνδεδεμένο με την υπόσταση της Φεγγαροντυμένης λειτουργεί ως
στοιχείο ελπίδας, ως μέσο προς την αυτογνωσία, αλλά και ως φανέρωμα της ισχυρής
επίδρασης που ασκεί σε όλο το φυσικό χώρο γύρω της.
[Λέξεις 125]
Δ. Στο παρακάτω απόσπασμα από τη Θεία
Κωμωδία ο Δάντης αντικρίζει τη Βεατρίκη. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο
το απόσπασμα αυτό του Δάντη με το κείμενο του «Κρητικού» που σας δόθηκε. (Μονάδες 20)
Δάντης, Θεία Κωμωδία, Καθαρτήριο, Άσμα
ΧΧΧ
Τότε μέσα από σύννεφο λουλούδια
που αγγελικά χέρια τα ρίχναν γύρω,
και μέσα κ’ έξω πέφτανε στο αμάξι,
είδα κυρά με πράσινο μανδύα
και πέπλο αστραφτερό αγριελιά ζωσμένο,
με φλόγας ζωντανής χρώμα ντυμένη.
Κ’ έξαφνα ο νους μου που είχε τόσα
χρόνια
να νιώσει το θάμβος ή τον τρόμο,
τρέμει απ’ τη θεϊκή της παρουσία,
κι από το σάστισμα συνεπαρμένος,
χωρίς καν να τη δουν τα μάτια, νιώθει,
απ’ την κρυμμένη ορμή που αυτή
σκορπούσε,
αβάσταχτο καημό παλιάς αγάπης.
Η δύναμη ως μου χτύπησε τα μάτια,
που με είχε πληγωμένο πριν ακόμη
τα παιδικά μου να περάσουν χρόνια.
Γυρίζω αριστερά μ’ εμπιστοσύνη καθώς
στη μάνα τρέχει το παιδάκι
σαν το τρομάξει φόβος ή θλίψη,
Και στο Βιργίλιο κάνω: «Ούτε μια στάλα
δε μου έμεινε αίμα πια που να μην τρέμει- Γνωρίζω της παλιάς φλόγας τ’
αχνάρια».
[Μετάφραση: Γιωργής Κότσιρας]
Το παράλληλο κείμενο έχει αντληθεί από
το ιστολόγιο Φωτόδεντρο της
συναδέλφου Πολίνας Μοίρα.
Στο επίκεντρο και των δύο ποιητικών
συνθέσεων βρίσκεται η έντονη επίδραση που ασκείται στην ψυχή των ηρώων από την
παρουσία μιας ξεχωριστής, εξιδανικευμένης γυναικείας μορφής. Στο ποίημα του
Σολωμού η γυναικεία αυτή μορφή είναι η θεϊκή Φεγγαροντυμένη, ενώ στο ποίημα του
Δάντη η Βεατρίκη, μια νεαρή γυναίκα που ο ποιητής είχε συναντήσει ήδη από τα
παιδικά του χρόνια κι είχε αργότερα αγαπήσει βαθιά.
Οι δύο ποιητές φροντίζουν να προσδώσουν
ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση των γυναικείων μορφών, επιχειρώντας μάλιστα
μια σύνδεση με το στοιχείο της θειότητας. Παρατηρούμε, έτσι, την εμφάνιση της
Βεατρίκης να συνοδεύεται από πληθώρα λουλουδιών που ρίχνουν χέρια αγγέλλων, ενώ
ο ποιητής χαρακτηρίζει την παρουσία της θεϊκή, έστω κι αν επί της ουσίας πρόκειται
για μια θνητή γυναίκα. Στο ποίημα, ωστόσο, του Σολωμού η Φεγγαροντυμένη συνιστά
μια πραγματικά θεϊκή μορφή που έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να πατά πάνω στο
νερό της θάλασσας, αλλά και να φωτίζει τη νύχτα με φως μεσημεριού.
Το αστραφτερό πέπλο και το χρώμα της
φλόγας στο ένδυμα της Βεατρίκης δημιουργούν μια σύνδεση με το φως, που αποτελεί
άλλωστε το μόνο που καλύπτει την παρουσία της Φεγγαροντυμένης. Η αξιοποίηση του
φωτός –πιο εμφανής στο ποίημα του Σολωμού- δημιουργεί εύλογες συσχετίσεις με
την έννοια της αγνότητας, που χαρακτηρίζει τις δύο γυναίκες.
Ο Δάντης μόλις αντιλαμβάνεται την
παρουσία της Βεατρίκης μένει έκθαμβος, σαστίζει και τρέμει, προτού μάλιστα
μπορέσει να τη δει πραγματικά, κάτι που μας παραπέμπει στο συναισθηματικό
ξέσπασμα του Κρητικού, όπου ακόμη και χωρίς να βλέπει πια τη Φεγγαροντυμένη
λόγω των δακρύων του, ένιωθε έντονη την επίδρασή της στην ψυχή του. Βεβαία, ενώ
για τον Δάντη η συγκίνηση προκύπτει από την αναζωπύρωση της αγάπης που ένιωθε
από παλιά για τη Βεατρίκη, για τον Κρητικό η συγκίνηση προέρχεται από τα
τραγικά βιώματα του πρόσφατου παρελθόντος του.
Η θέαση της Βεατρίκης γυρνά το ποιητικό
υποκείμενο σε μνήμες της παιδικής του ηλικίας, όταν την είχε αντικρίσει για
πρώτη φορά, και του προκαλεί τέτοια συναισθηματική ένταση, ώστε αισθάνεται
ακόμη και το αίμα του να τρέμει. Η νοητή αυτή επιστροφή στο παρελθόν
εντοπίζεται και στο ποίημα του Σολωμού, όπου ο ήρωας επιχειρεί να θυμηθεί που
έχει δει ξανά τη μορφή της Φεγγαροντυμένης και του είναι τόσο οικεία. Στο
πλαίσιο, μάλιστα, αυτής της αναδρομής γίνεται αισθητή η εξιδανίκευση της
γυναικείας μορφής και η σύνδεσή της με ψυχικές και συναισθηματικές του ανάγκες.
Ενώ, τα δάκρυά του στη συνέχεια φανερώνουν το βαθμό στον οποίο συγκινείται και
επηρεάζεται από την παρουσία της θεϊκής αυτής γυναίκας.
Αν και στα δύο ποιήματα οι γυναικείες
αυτές παρουσίες εξιδανικεύονται και ασκούν ισχυρή επίδραση στους ήρωες, υπάρχει
μια ουσιαστική διαφορά. Η Βεατρίκη είναι για τον Δάντη η γυναίκα που αγαπά από
πολύ νέος και όλη του η ταραχή αντλείται απ’ την ανάμνηση αυτής της αγάπης.
Αντιθέτως, ο Κρητικός βιώνει πολύ δυνατά συναισθήματα κυρίως γιατί στο πρόσωπο
της Φεγγαροντυμένης βρίσκει κατανόηση και συμπόνια για τα βάσανά του (Τ’ ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν...), αλλά και μιαν ελπίδα
σωτηρίας για την αγαπημένη του (Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά ‘χω).
Συνάμα, ας προσεχθεί πως ενώ η
Φεγγαροντυμένη στρέφεται μαγνητικά προς τον ήρωα και δημιουργείται γοργά μεταξύ
τους μια ισχυρή πνευματική σύνδεση που βασίζεται στην οπτική επαφή, ο Δάντης
δεν κερδίζει -στο συγκεκριμένο απόσπασμα- την προσοχή της Βεατρίκης.
Ένα επιμέρους κοινό στοιχείο ανάμεσα
στα κείμενα είναι πως οι ήρωες δεν είναι μόνοι τους τη στιγμή που βιώνουν την
έντονη επίδραση από την παρουσία των γυναικείων μορφών. Ο Δάντης έχει κοντά
του, ως καθοδηγητή, τον γνωστό ποιητή Βιργίλιο, ενώ ο Κρητικός κρατά στα χέρια
του την αγαπημένη του.
Τέλος, παρατηρούμε πως η αναφορά του
Δάντη στην εμπιστοσύνη με την οποία στρέφεται προς τον Βιργίλιο «καθώς στη μάνα
τρέχει το παιδάκι» εμπεριέχει την αναφορά στη μητρική παρουσία, και τη
συνεπαγόμενη αίσθηση ασφάλειας, που συναντάμε και στο ποίημα του Σολωμού «Κάν
τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου