Peter Holme III
Γιώργος
Σεφέρης [IZ΄] «Αστυάναξ»
Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το
παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το
πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι
έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’
αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα
ρουθούνια.
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο
χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή
τους.
Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της
πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.
(Μυθιστόρημα, 1935)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. Να
εντοπίσετε στο ποίημα τα στοιχεία που σχετίζονται με το περιβάλλον μέσα στο
οποίο είδε το φως το παιδί.
Η γέννηση του Αστυάνακτα συνδέεται
στενά τόσο με το φυσικό περιβάλλον της Τροίας, όσο και με τους ανθρώπους της,
γεγονός που υποδηλώνει πως το παιδί αυτό έχει άρρητο μα σαφές χρέος να γνωρίσει
σε βάθος τον τόπο του και να τον τιμήσει με τη ζωή του.
«το παιδί / που είδε το φως κάτω από
εκείνο το πλατάνι»
Ο Έκτορας προσδιορίζει τοπικά τη γέννηση
του παιδιού δείχνοντας -νοητά- ένα συγκεκριμένο πλατάνι, κάτω απ’ το οποίο η
Ανδρομάχη το έφερε στο φως. Ο Αστυάνακτας συνδέεται, έτσι, άρρηκτα με τη μοίρα
της Τροίας, όπως ακριβώς και το φυσικό της περιβάλλον, κι όπως αυτό, έτσι κι ο
Αστυάνακτας αποτελεί τη φυσική συνέχεια και το μέλλον της.
«μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι
έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’
αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια»
Η μέρα που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας,
ήταν μέρα πολέμου, και συμμετείχαν σ’ αυτή, όχι μόνο οι άνθρωποι της πόλης, μα
και τα άλογά της, που έχοντας υπομείνει με καρτερία τη δυσκολία της μάχης,
βρέθηκαν τη στιγμή της γέννησης του παιδιού να σκύβουν ιδρωμένα στη γούρνα με
το πράσινο νερό για να ξεδιψάσουν.
«Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας»
Στην πόλη που γεννήθηκε ο Αστυάνακτας
υπάρχουν ακόμη οι ελιές που μετρούν με το μεγάλωμά τους τις ρυτίδες των γονιών
του Έκτορα και των άλλων ανθρώπων της Τροίας, αφού με τις δικές τους φροντίδες
και με τη δική τους έγνοια φυτεύτηκαν, μεγάλωσαν και κάρπισαν. Εκεί είναι και
τα βράχια που κρύβουν τη γνώση των γονιών τους, τη γνώση των προγόνων, αφού
στάθηκαν μάρτυρες της χρόνιας επιμονής τους και της ακούραστης προσπάθειάς τους
να χτίσουν και να δοξάσουν την πόλη τους. Τα βράχια αυτά γνωρίζουν καλά πόσους
αγώνες, πόσα βάσανα και πόσοι κόποι απαιτήθηκαν απ’ τους γονείς του Έκτορα για
να διασφαλιστεί η ύπαρξη της Τροίας και της οικογένειάς τους.
«και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό
στο χώμα»
Το χώμα αυτής της πόλης διατηρεί ακόμη
ζωντανό μέσα του το αίμα του αδερφού μας, το αίμα του κάθε πολίτη της Τροίας
που θυσίασε τη ζωή του για να την προστατέψει. Είναι κι αυτό ένας ακόμη
μάρτυρας του υψηλού φόρου αίματος που απαιτείται για να διατηρεί μια πόλη την
ελευθερία της και το δικαίωμα να υπάρχει.
«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου»
Ο Έκτορας επαναλαμβάνει την αναφορά του
στον πλάτανο, κάτω απ’ τα φύλλα του οποίου γεννήθηκε ο Αστυάνακτας, προκειμένου
να υπενθυμίσει πως το παιδί αυτό αποτελεί αναγκαίο και πολύτιμο μέρος της
Τροίας, αφού είναι μέσω αυτού που θα διασφαλιστεί τόσο η συνέχειά της, όσο και
η διαφύλαξη της μνήμης των προγόνων, αλλά και όσων θυσιάστηκαν για χάρη της
κοινής τους μητρικής πόλης.
α2. Λαμβάνοντας
υπόψη πως στο ποίημα μιλάει ο Έκτορας και ότι απευθύνεται στη γυναίκα του
Ανδρομάχη λίγο πριν από τον βίαιο θάνατό του, να εντοπίσετε στο ποίημα τρεις
(3) λόγους που επιβάλλουν την ανάγκη της αναχώρησης / φυγάδευσης του παιδιού
από τον τόπο του και να τους σχολιάσετε σύντομα, σε μία παράγραφο.
Ο Έκτορας ζητά από τη γυναίκα του, την
Ανδρομάχη, να πάρει μαζί της το παιδί τους, τον Αστυάνακτα, διότι, όπως ο ίδιος
σχολιάζει «η μέρα της πληρωμής / χαράζει», έρχεται, δηλαδή, η μέρα της
ανταπόδοσης και της εκδίκησης∙ σκέψη που προφανώς συνδέεται με το γεγονός ότι ο
ίδιος σκότωσε τον Πάτροκλο, και πως δεν απέχει πολύ η στιγμή κατά την οποία ο
Αχιλλέας θα θελήσει να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αδελφικού του φίλου.
Είναι, άλλωστε, εμφανές ότι οι Αχαιοί έχουν αρχίσει να παίρνουν το πάνω χέρι
και πως ούτως ή άλλως ο Έκτορας θα βρεθεί γρήγορα σε δυσμενή θέση έναντι των
αντιπάλων του.
Ο Έκτορας αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πως ο
πόλεμος έχει περιέλθει σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και πως δύσκολα θα μπορέσει
να επιβιώσει ο ίδιος των ολοένα και πιο έντονων συγκρούσεων, είτε συμμετάσχει
σε αυτές ο Αχιλλέας είτε όχι. Από τα λόγια του στην Ανδρομάχη: «τώρα που κανείς
δεν ξέρει / ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει», είναι εμφανές πως ο ήρωας
των Τρώων φοβάται πως το τέλος του είναι κοντά, αφού τώρα πια μέσα στην ένταση
του εχθρικού μίσους και των συγκρούσεων κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για
το πώς θα επέλθει το τέλος του ή για το ποιον θα αναγκαστεί να σκοτώσει. Με τη
δυσοίωνη σκέψη πως το τέλος του δεν αργεί, ο Έκτορας θέλει να διασφαλίσει πως ο
γιος του θα γλιτώσει της εκδικητικής μανίας των Αχαιών, γι’ αυτό και ζητά από
την Ανδρομάχη να τον φυγαδεύσει.
Η επιθυμία του Έκτορα είναι σαφής: «πάρε
μαζί σου το παιδί που είδε το φως / κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου / και
μάθε του να μελετά τα δέντρα». Ο γιος του θα πρέπει να παραμείνει ζωντανός και
θα πρέπει να μάθει την ιστορία και τα βιώματα των γονιών και των προγόνων του,
ώστε αφενός να αντιληφθεί το μέγεθος των αγώνων που χρειάστηκε να δώσουν εκείνοι
κι αφετέρου ώστε μεγαλώνοντας να έχει κατά νου το δικό τους πρότυπο ανδρείας
και γενναιότητας.
β.1. Να
εντοπίσετε και να σχολιάσετε σύντομα τη μεταφορά του τελευταίου στίχου: «και
μάθε του να μελετά τα δέντρα.»
«πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα»
Ο Έκτορας ζητά από την Ανδρομάχη να
φυγαδεύσει κι έτσι να διασώσει τον μικρό Αστυάνακτα, διότι στην ύπαρξη αυτού
του παιδιού βασίζεται η διατήρηση και η συνέχιση της βασιλικής του οικογένειας.
Ο Αστυάνακτας είναι το μέλλον της Τροίας και η φυσική συνέχεια του Έκτορα, γι’
αυτό ο ήρωας ζητά απ’ τη γυναίκα του να φροντίσει να του «μάθει να μελετά τα
δέντρα», να του μάθει, δηλαδή, να αναγνωρίζει σε κάθε στοιχείο της πόλης του
την προσφορά και τις θυσίες των προγόνων του, ώστε να αντιλαμβάνεται πλήρως το
χρέος του απέναντι στην Τροία και στους ανθρώπους της. Όπως κάθε δέντρο
κατορθώνει να υπάρχει γιατί έχει ρίζες, έτσι και κάθε άνθρωπος ήρθε στον κόσμο
και επιβίωσε χάρη στους αγώνες και στους μόχθους των προγόνων του, τους οποίους
και οφείλει να τιμήσει με τη δική του δράση και με τις δικές του ανάλογες
προσπάθειες διαφύλαξης και διεύρυνσης του έργου τους.
Ο Έκτορας, εφόσον γνωρίζει πως ο ίδιος
δεν θα ζει για να συνεισφέρει στην αγωγή του γιου του, θέλει να είναι βέβαιος
πως το παιδί του θα βρει ένα κατάλληλο πρότυπο ήθους και ανδρείας∙ ένα πρότυπο
που θα το αντλήσει ακριβώς μέσα από τη μελέτη των όσων έχουν κάνει και επιτύχει
οι πρόγονοί του.
β.2. Το
ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Μυθιστόρημα στην οποία ο ποιητής αξιοποιεί
τους αρχαιοελληνικούς μύθους και αναζητεί το τραγικό στοιχείο μέσα σ’ αυτούς.
Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή
λαμβάνοντας υπόψη και την υποσημείωση που σας δόθηκε.
[Ο Αστυάναξ ήταν γιος του Έκτορα και
της Ανδρομάχης. Οι γονείς του τον είχαν ονομάσει Σκαμάνδριο, όμως ο λαός της
Τροίας προς τιμή του ήρωα πατέρα του που σκοτώθηκε με τόση αυτοθυσία για τους
Τρώες, τον ονόμασε Αστυάνακτα που σημαίνει βασιλιάς της πόλης. Η μοίρα για τον
μικρό Αστυάνακτα κατά τις επικρατέστερες παραδόσεις υπήρξε τραγική. Κατά μία παράδοση
τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από τα τείχη της Τροίας, όταν αυτή καταλήφθηκε από
τους Αχαιούς, ή ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα,
εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.]
Το έντονα τραγικό στοιχείο του
ποιήματος προκύπτει από τη γνώση που έχει ο αναγνώστης για την κατάληξη του
μικρού Αστυάνακτα. Έτσι, ενώ ο Έκτορας βλέπει στον Αστυάνακτα το μέλλον και την
ελπίδα της Τροίας, και νουθετεί την Ανδρομάχη κατάλληλα, ώστε το παιδί του να
μεγαλώσει με τις σωστές αρχές και τα σωστά πρότυπα, ο αναγνώστης γνωρίζει ήδη
πως το παιδί αυτό δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Η παρηγοριά που
λαμβάνει ο Έκτορας από τη σκέψη πως ο γιος του μεγαλώνοντας θα μπορέσει να
συνεχίσει το δικό του έργο, όπως και το έργο των κοινών τους προγόνων, είναι
επί της ουσίας μάταιη, εφόσον οι Αχαιοί δεν πρόκειται να δείξουν κανένα έλεος
στο μικρό αυτό παιδί. Με την ίδια σκληρότητα που θα σκοτώσουν τον Έκτορα, θα
σκοτώσουν κι εκείνο, τερματίζοντας άδοξα κάθε ελπίδα συνέχισης για την
οικογένεια του Έκτορα.
Συνάντηση
Έκτορα – Ανδρομάχης, Ιλιάδα, Ζ΄ [390-493]
Έτσι είπε η κελάρισσα∙ κι αυτός γοργά απ’ το σπίτι
τον ίδιο δρόμο τράβηξε στις καλόχτιστες
στράτες.
Μέσα απ’ την πόλη βγαίνοντας σαν έφτασε
στις πύλες
τις Σκαιές, απ’ όπου ήταν πια να βγει
στην πεδιάδα,
εκεί μπροστά τρέχοντας ήρθε η
Ανδρομάχη,
του αντρείου Ηετίωνα η ακριβή η κόρη,
που ήταν Κιλίκων ρήγας στη δασωμένη
Πλάκο
στην υποπλάκια Θήβα και είχε τότε δώσει
στον Έκτορα το δυνατό την κόρη του
γυναίκα.
Στάθηκε αντίκρυ του λοιπόν κι η βάγια
από κοντά της,
τ’
αθώο μωρό παιδί τους στην αγκαλιά κρατώντας,
του Έκτορα ακριβό γιο, τον όμοιο μ’ αστέρι∙
Σκαμάντριο ο Έκτορας, Αστυάνακτα οι
άλλοι
τον έλεγαν, γιατί έσωζε ο Έκτορας την
Τροία.
Σιωπηλά αχνογέλασε βλέποντας το παιδί
του∙
η Ανδρομάχη στάθηκε κοντά του
δακρυσμένη,
το χέρι του τού έσφιξε, του μίλησε και
είπε:
«Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα
σου φέρει∙
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη
εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω∙ όλοι γοργά
ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν∙ αν στερηθώ
εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα
για μένα.
Δε
θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα συ πεθάνεις,
μα
βάσανα∙ και δεν μου ζουν
πατέρας και μητέρα.
Σκότωσε τον πατέρα μου ο άξιος Αχιλλέας
και την καλόχτιστη πόλη κούρσεψε των
Κιλίκων,
τη Θήβα την ψηλόπορτη∙ δεν έγδυσε
εκείνον
ωστόσο, σαν τον σκότωσε, σεβάστηκε η
ψυχή του∙
με τα λαμπρά τα όπλα του τού έκαψε το
σώμα,
τάφο σ’ εκείνον έστησε∙ φτελιές φύτεψαν
γύρω
νύμφες των βουνών, οι κόρες του
ασπιδοφόρου Δία.
Εφτά στο σπίτι αδερφούς είχα∙ την ίδια
μέρα
όλοι στον Άδη τράβηξαν∙ ο άξιος
Αχιλλέας
ο γρήγορος τους σκότωσε όλους, καθώς
βοσκούσαν
τα βόδια τα στριφτόποδα και τ’ άσπρα
πρόβατά μας.
Τη μάνα που βασίλευε στη δασωμένη
Πλάκο,
αφού την έφερε εδώ με τ’ άλλα λάφυρά
του,
τη λευτέρωσε παίρνοντας λύτρα πολλά για
εκείνη,
μα η τοξεύτρα Άρτεμη τη σκότωσε στο
σπίτι.
Για
μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και
αδερφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου.
Έλα τώρα, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ
στον πύργο,
το
γιο μην κάνεις ορφανό και χήρα τη γυναίκα.
Δίπλα στην άγρια συκιά το στρατό στήσε,
όπου
η πόλη ευκολοπαίρνεται, το τείχος της
πατιέται.
Τρεις φορές οι καλύτεροι δοκίμασαν ν’
ανέβουν,
όσοι ήταν με τους Αίαντες, τον άξιο
Ιδομενέα,
κι όσοι ήταν με τους Ατρείδες, το
δυνατό Διομήδη∙
ή κάποιος τους συμβούλεψε που από
μαντείες ξέρει
ή και η ίδια τους ψυχή αυτούς κινεί και
σπρώχνει.»
Ο λοφοσείστης Έκτορας της μίλησε έτσι τότε:
«Για όλα τούτα νοιάζομαι, γυναίκα, μα
τους Τρώες,
τις μακρόπεπλες ντρέπομαι της χώρας μας
γυναίκες
μακριά από τον πόλεμο σαν το δειλό να
φύγω∙
και δεν το θέλει η καρδιά, γιατί έμαθα
να είμαι
αντρείος και να πολεμώ ανάμεσα στους
πρώτους
τη φήμη του πατέρα μου κρατώντας, τη
δική μου.
Μες στην ψυχή και μες στο νου αυτό το
καλοξέρω:
θα
έρθει η μοίρα να χαθεί η ιερή μας Τροία
κι ο Πρίαμος ο δυνατός και όλος ο λαός
του.
Κι όμως τόσο δε νοιάζομαι για τον καημό
των Τρώων,
για της Εκάβης τον καημό, του Πρίαμου
του ρήγα,
ούτε των αδερφών μου καν, που και
πολλοί και αντρείοι
από τα χέρια των εχθρών θα κυλιστούν
στη σκόνη,
όσο για σένα, σαν κάποιος
χαλκοαρματωμένος
σκλαβώνοντάς σε πίσω του σε σέρνει
δακρυσμένη∙
στο Άργος όντας σ’ αργαλειό μιας ξένης
θα υφαίνεις,
άθελα απ’ την Υπέρεια ή απ’ τη Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις, δυνατή θα σε βαραίνει
ανάγκη∙
και θα πει κάποιος βλέποντας να χύνεις
μαύρο δάκρυ:
- Του Έκτορα η γυναίκα να, στον πόλεμο της Τροίας
που ήταν στη μάχη πρώτος ανάμεσα στους
Τρώες.
Έτσι θα πει∙ και μέσα σου θα ξανανάψει ο πόνος,
που
θα σου λείπει ο άντρας σου να διώξει τη σκλαβιά σου.
Μα
ας πεθάνω, να μη ζω, η γη να με σκεπάσει,
το σύρσιμό σου κι οι φωνές πριν στα
αυτιά μου να φτάσουν!»
Είπε κι αμέσως άνοιξε τα χέρια
στο παιδί του∙
στης βάγιας της καλόζωστης τον κόρφο
εκείνο όμως
ξανάγειρε με κλάματα∙ τρόμαξε απ’ του
πατέρα,
τα χάλκινα τα όπλα του, την αλογίσια
φούντα,
σαν είδε πως του σάλευε κατάκορφα στο
κράνος.
Με την καρδιά τους γέλασαν πατέρας και
μητέρα∙
τότε ο λαμπρός ο Έκτορας έβγαλε απ’ το
κεφάλι
το κράνος και ολόλαμπρο το άφησε στο
χώμα.
Το γιο του πήρε, φίλησε, τον έπαιξε στα
χέρια
κι έτσι τότε στους θεούς, στο Δία
προσευχόταν:
«Δία κι οι υπόλοιποι θεοί, δώστε
να γίνει ο γιος μου,
όπως
κι εγώ, ξεχωριστός ανάμεσα στους Τρώες,
άντρας τρανός και δυνατά στην Τροία ν’
αρχηγέψει∙
και κάποτε κάποιος να πει: - Πιο καλός
είναι τούτος
απ’ το γονιό του-, σαν τον δει να γυρνά
απ’ τη μάχη
με κούρσα σκοτωμένου εχθρού, και να
χαρεί η μάνα.»
Έδωσε στη γυναίκα του έπειτα το παιδί τους∙
στο μυρωδάτο κόρφο της το δέχτηκε
εκείνη
δακρυογελώντας∙ πόνεσε, καθώς την είδε εκείνος,
με
το χέρι τη χάιδεψε, της μίλησε και είπε:
«Άμοιρη, μην πικραίνεσαι μες στην ψυχή σου τόσο∙
κανείς, πέρα απ’ τη μοίρα μου, στον Άδη
δεν με στέλνει∙
μα
λέω πως τη μοίρα του κανείς μας δεν ξεφεύγει,
ούτε καλός ούτε κακός, σαν γεννηθεί
στον κόσμο.
Πάνε τώρα στο σπίτι μας, κοίταξε τις
δουλειές σου,
τη ρόκα και τον αργαλειό, και πρόσταξε
τις βάγιες
να ασχολούνται με δουλειές∙ ο πόλεμος
για όλους
τους Τρώες θα είναι έγνοια και πιο πολύ
για μένα.»
[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]