Γιώργος Μαρκόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951. Σπούδασε Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά. Ζει και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος σε κοινωνικοασφαλιστικό οργανισμό στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το Βραβείο Καβάφη το 1996 και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1999 για την ποιητική συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι. Από το 1982 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι ποιητής της γενιάς του ’70 κι εξέδωσε τις ακόλουθες συλλογές: Έβδομη Συμφωνία (1968), Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου (1973), Η θλίψις του προαστίου (1976), Οι πυροτεχνουργοί (1979), Μικρή Εγνατία (1980), Ποιήματα 1968-1976 (Επιλογή, 1980), Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης (1987), Ποιήματα 1968-1987 (Επιλογή, 1992), Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1999). Ποιήματα (2000). Επίσης τα δοκίμια: Εκδρομή στην άλλη γλώσσα (Α΄ τόμος 1991, Β΄ τόμος 1994) Συνεργάζεται με πολλές ημερήσιες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
Η ποίηση του Μαρκόπουλου είναι αισθαντική και χαμηλόφωνη, τρυφερή και γεμάτη ευγένεια. Αποτυπώνει τη μοναξιά του ανθρώπου της αφιλόξενης μεγαλούπολης, «αλλά κουβαλάει βιώματα και μνήμες από έναν πιο παραδοσιακό κόσμο και προσπαθεί να τα κρατήσει ζωντανά ψηλαφώντας τα ίχνη τους στο συγκεκριμένο τοπίο ενός αστικού κέντρου όπως η Αθήνα. Έτσι κινείται κατά προτίμηση σε λαϊκά προάστια, εμπορικούς δρόμους συνοικίες του λιμανιού, στέκια των περιθωριακών…». Οι ήρωές του είναι πολύπαθες, μοναχικές και τραγικές υπάρξεις. Βασικά μορφικά γνωρίσματα του έργου του είναι η ζωηρή εικονοποιία, ο νευρώδης λόγος, η γλωσσική ενάργεια, η πεζολογική έκφραση και η διάχυτη ειρωνεία.
Η ποιητική συλλογή Μη σκεπάζεις το ποτάμι δημοσιεύτηκε το 1998. Σ’ αυτό το έργο, σύμφωνα με το Τ. Μενδράκο «…ό,τι απασχολεί και βασανίζει τον Γιώργο Μαρκόπουλο είναι η βαριά σκιά που σκοτείνιασε τα οράματα, οι απελθόντες που βυθίζονται στη λήθη, οι χώροι που αλλοιώθηκαν, οι σχεδιασμοί που απόμειναν μόνο στη φαντασία. Γι’ αυτό εκλιπαρεί τη μνήμη να περισώσει, έστω, κάτι από την ανελέητη φθορά…». Το ποίημα «Ε.Μ.,49 ετών» είναι το υπ’ αριθ. 14 της καταληκτικής ενότητας της παραπάνω ποιητικής συλλογής με τίτλο «Διαβάσεις πεζών».
Η κριτική για το έργο του
«Χωρίς να θέλω να ορίσω μια κανονιστική της ποιητικής φαντασίας, νομίζω ότι η πρώτη εκδοχή συνδέεται πολύ περισσότερο λειτουργικά με το από χρόνια ευδιάκριτο σύμπαν του Μαρκόπουλου, αλλά και εκβάλλει εξίσου καρποφόρα στην καταληκτική ενότητα «Διαβάσεις πεζών» του Μη σκεπάζεις το ποτάμι. Η χοϊκή αίσθηση, η αίσθηση του τόπου, διεμβολισμένη συχνά από σπαράγματα μνημονικών αναδρομών και διατυπωμένη μ έναν σπάνιας ισορροπίας γλωσσικό πλούτο, όλα αυτά συγκροτούν εδώ και χρόνια έναν μυθολογικό κύκλο που δεν έχει αποσυνδεθεί ωστόσο - κι αυτό είναι σπουδαίο - από το προσωπικό κέντρο».
(Αλέξης Ζήρας, Διαβάζω, 398, Ιούλιος - Αύγουστος 1999)
«[...] Όπου βέβαια ενεδρεύει ο ρητορικός λόγος και επιπολάζουν τα σκηνοθετικά
τεχνάσματα, η προσπάθεια αποδυναμώνεται· όπου όμως, όπως κυρίως στα μικρά ποιήματα, η γραφή ξαναποκτά τη γνώριμη λιτότητα και πυκνότητα, τότε νιώθουμε σ’ όλη της την ένταση την πικρή ειρωνεία […]».
(Τάκης Καρβέλης, Δεύτερη ανάγνωση, Σοκόλης, Αθήνα, 1991, τ. Β΄, σελ. 232)
«Ολόκληρος ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μαρκόπουλου, όπως έχει διαμορφωθεί εδώ και μια τριακονταετία, είναι βυθισμένος σε μιαν εκ γενετής (αν μπορώ να το πω έτσι) μελαγχολία. Μολονότι η ζωή δεν νοσεί ποτέ στους στίχους του και κάθε της εκδήλωση (παρμένη κατά κανόνα από τα πιο αθώα υλικά του καθημερινού περίγυρου) συμπυκνώνεται ως ένα είδος ιερής τελετής στην ατύπως ρυθμική τους αφήγηση, κάποιο ρήγμα ανοίγει κάθε τόσο κάπου, για να τροφοδοτήσει, ηθελημένα ή όχι, ένα ισχυρό αίσθημα ήττας και ματαίωσης. Ήττα και ματαίωση, που δεν σχηματίζονται γύρω από ένα διαταραγμένο πολιτικό ή ιστορικό κέντρο, όπως στους ποιητές της πρώτης και εν πολλοίς και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά, αντιθέτως, πηγάζουν από μιαν ενδότερη, καθαρώς υπαρξιακού τύπου στρέβλωση: την
αδυναμία της νεότερης (απαλλαγμένης από τις συλλογικές μέριμνες) συνείδησης να παρακολουθήσει μιαν εξορθολογισμένη (απολύτως συμπαγή και ενιαία) κοινωνική, αλλά και ψυχική πραγματικότητα. - Το ποιητικό εγώ του Μαρκόπουλου δεν αγνοεί ούτε παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα - απλώς την κοιτάζει μονίμως μέσα από έναν σπασμένο καθρέφτη, μεταφέροντας δεξιοτεχνικά στη γλώσσα του (χωρίς ούτε έναν παραπανήσιο τόνο) το κομματιασμένο ή παραθλασμένο της είδωλο: είδωλο που αντανακλάται σε μια σειρά αδιόρατα παραμερισμένων και μόνον ύστερα από ακτινογραφική διάγνωση πολύπαθων ηρώων, οι οποίοι, ωστόσο, γρήγορα μεταμορφώνονται (χάρη στην οικονομία της ποιητικής πλοκής, αλλά και τη δραστική υποβολή της σκηνοθεσίας της) σε ατόφια δραματικά πρόσωπα».
(Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία, 29 Ιανουαρίου 1999)
«[…] Ό,τι απασχολεί και βασανίζει τον Γιώργο Μαρκόπουλο είναι η βαριά σκιά που σκοτείνιασε τα οράματα, οι απελθόντες που βυθίζονται στη λήθη, οι χώροι που αλλοιώθηκαν, οι σχεδιασμοί που απόμειναν μόνο στη φαντασία. Γι’ αυτό εκλιπαρεί τη μνήμη να περισώσει, έστω, κάτι από την ανελέητη φθορά».
(Τάκης Μενδράκος, εφ. Η Αυγή, 9 Ιανουαρίου 2000)
Δείτε επίσης:
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951. Σπούδασε Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή του Πειραιά. Ζει και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος σε κοινωνικοασφαλιστικό οργανισμό στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το Βραβείο Καβάφη το 1996 και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1999 για την ποιητική συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι. Από το 1982 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι ποιητής της γενιάς του ’70 κι εξέδωσε τις ακόλουθες συλλογές: Έβδομη Συμφωνία (1968), Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου (1973), Η θλίψις του προαστίου (1976), Οι πυροτεχνουργοί (1979), Μικρή Εγνατία (1980), Ποιήματα 1968-1976 (Επιλογή, 1980), Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης (1987), Ποιήματα 1968-1987 (Επιλογή, 1992), Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1999). Ποιήματα (2000). Επίσης τα δοκίμια: Εκδρομή στην άλλη γλώσσα (Α΄ τόμος 1991, Β΄ τόμος 1994) Συνεργάζεται με πολλές ημερήσιες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
Η ποίηση του Μαρκόπουλου είναι αισθαντική και χαμηλόφωνη, τρυφερή και γεμάτη ευγένεια. Αποτυπώνει τη μοναξιά του ανθρώπου της αφιλόξενης μεγαλούπολης, «αλλά κουβαλάει βιώματα και μνήμες από έναν πιο παραδοσιακό κόσμο και προσπαθεί να τα κρατήσει ζωντανά ψηλαφώντας τα ίχνη τους στο συγκεκριμένο τοπίο ενός αστικού κέντρου όπως η Αθήνα. Έτσι κινείται κατά προτίμηση σε λαϊκά προάστια, εμπορικούς δρόμους συνοικίες του λιμανιού, στέκια των περιθωριακών…». Οι ήρωές του είναι πολύπαθες, μοναχικές και τραγικές υπάρξεις. Βασικά μορφικά γνωρίσματα του έργου του είναι η ζωηρή εικονοποιία, ο νευρώδης λόγος, η γλωσσική ενάργεια, η πεζολογική έκφραση και η διάχυτη ειρωνεία.
Η ποιητική συλλογή Μη σκεπάζεις το ποτάμι δημοσιεύτηκε το 1998. Σ’ αυτό το έργο, σύμφωνα με το Τ. Μενδράκο «…ό,τι απασχολεί και βασανίζει τον Γιώργο Μαρκόπουλο είναι η βαριά σκιά που σκοτείνιασε τα οράματα, οι απελθόντες που βυθίζονται στη λήθη, οι χώροι που αλλοιώθηκαν, οι σχεδιασμοί που απόμειναν μόνο στη φαντασία. Γι’ αυτό εκλιπαρεί τη μνήμη να περισώσει, έστω, κάτι από την ανελέητη φθορά…». Το ποίημα «Ε.Μ.,49 ετών» είναι το υπ’ αριθ. 14 της καταληκτικής ενότητας της παραπάνω ποιητικής συλλογής με τίτλο «Διαβάσεις πεζών».
Η κριτική για το έργο του
«Χωρίς να θέλω να ορίσω μια κανονιστική της ποιητικής φαντασίας, νομίζω ότι η πρώτη εκδοχή συνδέεται πολύ περισσότερο λειτουργικά με το από χρόνια ευδιάκριτο σύμπαν του Μαρκόπουλου, αλλά και εκβάλλει εξίσου καρποφόρα στην καταληκτική ενότητα «Διαβάσεις πεζών» του Μη σκεπάζεις το ποτάμι. Η χοϊκή αίσθηση, η αίσθηση του τόπου, διεμβολισμένη συχνά από σπαράγματα μνημονικών αναδρομών και διατυπωμένη μ έναν σπάνιας ισορροπίας γλωσσικό πλούτο, όλα αυτά συγκροτούν εδώ και χρόνια έναν μυθολογικό κύκλο που δεν έχει αποσυνδεθεί ωστόσο - κι αυτό είναι σπουδαίο - από το προσωπικό κέντρο».
(Αλέξης Ζήρας, Διαβάζω, 398, Ιούλιος - Αύγουστος 1999)
«[...] Όπου βέβαια ενεδρεύει ο ρητορικός λόγος και επιπολάζουν τα σκηνοθετικά
τεχνάσματα, η προσπάθεια αποδυναμώνεται· όπου όμως, όπως κυρίως στα μικρά ποιήματα, η γραφή ξαναποκτά τη γνώριμη λιτότητα και πυκνότητα, τότε νιώθουμε σ’ όλη της την ένταση την πικρή ειρωνεία […]».
(Τάκης Καρβέλης, Δεύτερη ανάγνωση, Σοκόλης, Αθήνα, 1991, τ. Β΄, σελ. 232)
«Ολόκληρος ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μαρκόπουλου, όπως έχει διαμορφωθεί εδώ και μια τριακονταετία, είναι βυθισμένος σε μιαν εκ γενετής (αν μπορώ να το πω έτσι) μελαγχολία. Μολονότι η ζωή δεν νοσεί ποτέ στους στίχους του και κάθε της εκδήλωση (παρμένη κατά κανόνα από τα πιο αθώα υλικά του καθημερινού περίγυρου) συμπυκνώνεται ως ένα είδος ιερής τελετής στην ατύπως ρυθμική τους αφήγηση, κάποιο ρήγμα ανοίγει κάθε τόσο κάπου, για να τροφοδοτήσει, ηθελημένα ή όχι, ένα ισχυρό αίσθημα ήττας και ματαίωσης. Ήττα και ματαίωση, που δεν σχηματίζονται γύρω από ένα διαταραγμένο πολιτικό ή ιστορικό κέντρο, όπως στους ποιητές της πρώτης και εν πολλοίς και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά, αντιθέτως, πηγάζουν από μιαν ενδότερη, καθαρώς υπαρξιακού τύπου στρέβλωση: την
αδυναμία της νεότερης (απαλλαγμένης από τις συλλογικές μέριμνες) συνείδησης να παρακολουθήσει μιαν εξορθολογισμένη (απολύτως συμπαγή και ενιαία) κοινωνική, αλλά και ψυχική πραγματικότητα. - Το ποιητικό εγώ του Μαρκόπουλου δεν αγνοεί ούτε παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα - απλώς την κοιτάζει μονίμως μέσα από έναν σπασμένο καθρέφτη, μεταφέροντας δεξιοτεχνικά στη γλώσσα του (χωρίς ούτε έναν παραπανήσιο τόνο) το κομματιασμένο ή παραθλασμένο της είδωλο: είδωλο που αντανακλάται σε μια σειρά αδιόρατα παραμερισμένων και μόνον ύστερα από ακτινογραφική διάγνωση πολύπαθων ηρώων, οι οποίοι, ωστόσο, γρήγορα μεταμορφώνονται (χάρη στην οικονομία της ποιητικής πλοκής, αλλά και τη δραστική υποβολή της σκηνοθεσίας της) σε ατόφια δραματικά πρόσωπα».
(Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία, 29 Ιανουαρίου 1999)
«[…] Ό,τι απασχολεί και βασανίζει τον Γιώργο Μαρκόπουλο είναι η βαριά σκιά που σκοτείνιασε τα οράματα, οι απελθόντες που βυθίζονται στη λήθη, οι χώροι που αλλοιώθηκαν, οι σχεδιασμοί που απόμειναν μόνο στη φαντασία. Γι’ αυτό εκλιπαρεί τη μνήμη να περισώσει, έστω, κάτι από την ανελέητη φθορά».
(Τάκης Μενδράκος, εφ. Η Αυγή, 9 Ιανουαρίου 2000)
Δείτε επίσης: