Θανάσης Βαλτινός
Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Καράτουλα της Κυνουρίας (Ν. Αρκαδίας). Από το 1950 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Σπούδασε σε σχολή κινηματογράφου στην Αθήνα. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό (Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α.). Το 1990 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο για το βιβλίο του “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60”. Για το βιβλίο του “Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - ’22” προτάθηκε από την επιτροπή επιλογής για το βραβείο λογοτεχνίας του 2001. Παράλληλα έχει μεταφράσει τις Τρωάδες του Ευριπίδη και την Ορέστεια του Αισχύλου, που παίχτηκαν από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν το 1979 και το1980 αντίστοιχα. Έγραψε επίσης το σενάριο της ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, για το οποίο βραβεύθηκε στο φεστιβάλ Κανών το 1984. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις βιβλίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχουν κυκλοφορήσει στη Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ολλανδία, Τουρκία, Αμερική κ.α..
Έγραψε: Η Κάθοδος των εννιά (1963), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική (1964), Τρία Ελληνικά μονόπρακτα, (1978), Εθισμός στη νικοτίνη [διήγημα, στο τομίδιο Τρία διηγήματα, Θανάσης Βαλτινός, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Νόλλας] (1984), Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1985), Στοιχεία για την δεκαετία του ’60 (1989), Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν (1992), Φτερά Μπεκάτσας (1993), Ορθοκωστά (1994), Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βαλκανικοί- ’22 (2000), Ημερολόγιο 1836-2011, (2001), Περί σχεδίου ο λόγος (συλλογικό έργο 2006).
Ο Θανάσης Βαλτινός, ως πεζογράφος, ανήκει στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Το γράψιμό του, το χαρακτηρίζει λιτός, μικροπερίοδος λόγος και πρωτοτυπία του ύφους, με όσα η έννοια “λογοτεχνικό ύφος” μπορεί να σημαίνει. Σε γενικές γραμμές αποκλίνει από τον κανόνα και δημιουργεί ένα δικό του τρόπο εκφοράς του λόγου, με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την ασχολίαστη παρουσίαση των ηρώων του και των πράξεών τους.
Η κριτική για το έργο του
«Αν ο Βαλτινός έγραφε ποίηση, γραμματολογικώς θα ανήκε στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Η γραμματολογία μας δεν έχει αναγνωρίσει στη μεταπολεμική πεζογραφία διακρίσεις ανάλογες με εκείνες της μεταπολεμικής ποίησης […]. Η παιδική ηλικία και η εφηβεία όλων αυτών των συγγραφέων (ο Βαλτινός είναι μόλις οκτώ ετών όταν αρχίζει ο πόλεμος) σημαδεύεται από τα γεγονότα και τις δύσκολες συνθήκες της εποχής και στη συνέχεια δοκιμάζεται από τον εμφύλιο. Τις εμπειρίες αυτές εισπράττουν και γεύονται όλοι οι συνομήλικοι ή περίπου συνομήλικοι του Βαλτινού, αντλούν από ίδια ή παραπλήσια ερεθίσματα, εμπνέονται από την ίδια πραγματικότητα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ίδιου μωσαϊκού, που δεν είναι άλλο από το μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας.…. Είναι, επομένως, αναπόφευκτη η οδυνηρή σύγκρουση των συγγραφέων αυτών με την ιστορική στιγμή, η προσπάθειά τους να καταμετρήσουν τις πληγές και τα τραύματα, ο διάλογός τους με τα γεγονότα του τότε μέσω του σήμερα της γραφής, η επιθυμία τους να ανιχνεύσουν τα αίτια και να συνειδητοποιήσουν τα αποτελέσματα [.....].
Ο ιδιότυπος τρόπος, με τον οποίον ο Βαλτινός επανέρχεται και ανακυκλώνει τη σχέση του με την Ιστορία είναι εύγλωττος και στον τίτλο του πιο πρόσφατου βιβλίου του (Ημερολόγιο 1836-2011). Με σύντομες ετεροχρονισμένες και ασυνεπείς στη χρονολογική τους σειρά ημερολογιακές εγγραφές, καταγράφονται μικρά γεγονότα, εντυπώσεις, ερωτικές στιγμές... Εδώ υπάρχει μια υπεροπτικά ανατρεπτική στάση απέναντι στον συμβατικό χρόνο, ένα γύρισμα της πλάτης στα συμβατικά και πεπερασμένα όρια του χρόνου και της ανθρώπινης ζωής. Και κατά κανόνα σύντομες και λιτές εγγραφές μοιάζουν με επιτύμβια σε ανώνυμα, ή σε χωρίς ιδιαίτερη μορφή επώνυμα πρόσωπα και σε φευγαλέες καταστάσεις. Η γλώσσα του Βαλτινού αποβάλλει εδώ τον συνήθως λαϊκότροπο χαρακτήρα της, διατηρώντας όμως τον υπαινικτικό και υποβλητικό φόρτο της. Οι σχέσεις του Βαλτινού με τη γλώσσα έχουν σχολιαστεί κατά καιρούς και είναι ένα θέμα που θα χρειαζόταν ξεχωριστή διαπραγμάτευση. Περιορίζομαι εδώ να θυμίσω τη φράση που εκφέρει η ηρωίδα του στο Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο: Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω μ’ αυτές. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει ό,τι κι αν λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Η αποφθεγματική αυτή φράση είναι, πιστεύω, η περιοχή όπου δοκιμάζεται, αλλά και δοκιμάζει τις δυνάμεις του, όχι μόνον ο Βαλτινός, μα και κάθε άξιος του ονόματός του συγγραφέας».
(Δημ. Δασκαλόπουλος, “Ανακύκληση και ανακύκλωση της Ιστορίας η περίπτωση του Θανάση Βαλτινού”, Πόρφυρας, 103, 2002, σελ. 21-22)
«Ο Βαλτινός πρέπει να είναι επίμονος και σταθερός λάτρης της μικρής, της σύντομης αφηγηματικής φόρμας. Αυτό τουλάχιστον βεβαιώνει, στη μεγαλύτερή του έκταση, το έργο του. Παράλληλα, είναι και ο πρώτος ίσως πεζογράφος που, ακόμα και στις τυπικά εκτενείς συνθέσεις του, εισήγαγε και συσσωμάτωσε, με ευρηματικό και πρωτότυπο τρόπο, τη λειτουργία της σύντομης και περιεκτικής φόρμας. Η ευστοχία και η ευρηματικότητα αυτή της συσσωμάτωσης στο Βαλτινό λειτουργεί με τον εξής τρόπο: ο αφηγηματικός ιστός μιας ευρύτερης κειμενικά σύνθεσης μπορεί να συντίθεται και να συγκροτείται από μια σειρά μικροκειμένων, που όμως οργανώνονται σε ενιαίο και συμπαγές σύνολο. Τα μικρο-κείμενα αυτά, ενώ μπορούν, το καθένα χωριστά, να διατηρούν την κειμενική τους αυτοτέλεια, ταυτόχρονα συνθέτουν τη ροή και διασφαλίζουν τη θεματική συνοχή της ευρύτερης αφήγησης… Συγκεκριμένα, σε ορισμένα έργα του Βαλτινού, ο αφηγηματικός ιστός ή το νήμα της αφήγησης διαρθρώνεται και ξετυλίγεται σταδιακά όχι ως μια αδιάκοπη ροή περιστατικών και γεγονότων αλλά ως μια παρατακτική παράθεση ή σπονδύλωση και οργάνωση διαδοχικών μικρο-κειμένων. Μέσα, όμως, από το σύνολο αυτών των αφηγηματικών ψηφίδων αναδεικνύεται, ως ενιαία ολότητα, η ευρύτερη συγγραφική πρόθεση και η θεματική συνοχή του έργου».
(Νικήτας Παρίσης, “Η λειτουργία της μικρής αφηγηματικής φόρμας στο έργο του Θανάση Βαλτινού”, Πόρφυρας, 103, 2002, σελ. 25-26)
«... στον Βαλτινό το χαρακτηριστικό στοιχείο που διαμορφώνει αυτό το ύφος είναι η ολοσχερής απάλειψη του αφηγητή, η ασχολίαστη παρουσίαση δρώντων και δρωμένων, που έτσι αποκτούν το χαρακτήρα της μαρτυρίας. Ο χαρακτήρας αυτός ενισχύεται βέβαια από τον λαϊκότροπο λόγο των προσώπων, που συνήθως - αλλά όπως θα δούμε, όχι αποκλειστικά- αναπαράγεται στο κείμενο. Η απάλειψη του αφηγητή, όπως την ασκεί ο Βαλτινός, αποτελεί μια εξαιρετική καινοτομία στη λογοτεχνική πρακτική όχι μόνο των ελληνικών γραμμάτων. Η ύπαρξη ενός αυθύπαρκτου, προσωπικού αφηγητή, ο οποίος δεν ταυτίζεται με το συγγραφέα, θεωρήθηκε το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του γένους της αφήγησης, αυτό που σηματοδοτεί το διαμεσολαβητικό της χαρακτήρα: “όπου μεταβιβάζεται μια είδηση, όπου αναφέρουν ή αφηγούνται κάτι, γίνεται αισθητή η φωνή ενός διαμεσολαβητή, ενός αφηγητή […] χαρακτηριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί την αφήγηση από το δράμα” (F. Stanzel). Ο Βαλτινός ανατρέπει το θεμελιακό αυτό γεγονός και αφηγείται χωρίς διαμεσολάβηση, αφού βέβαια δε γράφει θεατρικά έργα, αλλά όπως και ο ίδιος γράφει στους υποτίτλους του, μυθιστορήματα».
(Κ. Χρυσομάλλη-Henrich, “Το ύφος της αμεσότητας, αρμονία λόγου και περιεχομένων - Στοιχεία της ποιητικής του Θανάση Βαλτινού”, Πόρφυρας, 103, 2002, σελ.29-30)
«Εκείνο που χαρίζει διαστάσεις και λειτουργικότητα ζωντανού οργανισμού σ’ αυτό το αφήγημα (Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη) είναι κατά βάση η γραφή του. Γραφή στο έπακρο λιτή, γυμνή, μικροπερίοδη που σκοπεύει ευθύβολα το αντικείμενο, σπάνια προσφεύγοντας στο επίθετο και το επιχείρημα, με αποτέλεσμα να αναδείχνεται με την ανυπέρβλητη δύναμή του το ουσιαστικό και το ρήμα, και δημιουργείται μια αίσθηση άμεσης επαφής με τον κόσμο -μια χοϊκή πάντως αμεσότητα που ταυτόχρονα περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πράγματα χειροπιαστά, σε καταστάσεις χοντρικά ξεκαθαρισμένες, αρχαϊκές».
(Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι: Θανάσης Βαλτινός Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ.211)
Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Καράτουλα της Κυνουρίας (Ν. Αρκαδίας). Από το 1950 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Σπούδασε σε σχολή κινηματογράφου στην Αθήνα. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό (Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α.). Το 1990 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο για το βιβλίο του “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60”. Για το βιβλίο του “Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - ’22” προτάθηκε από την επιτροπή επιλογής για το βραβείο λογοτεχνίας του 2001. Παράλληλα έχει μεταφράσει τις Τρωάδες του Ευριπίδη και την Ορέστεια του Αισχύλου, που παίχτηκαν από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν το 1979 και το1980 αντίστοιχα. Έγραψε επίσης το σενάριο της ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, για το οποίο βραβεύθηκε στο φεστιβάλ Κανών το 1984. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις βιβλίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχουν κυκλοφορήσει στη Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ολλανδία, Τουρκία, Αμερική κ.α..
Έγραψε: Η Κάθοδος των εννιά (1963), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική (1964), Τρία Ελληνικά μονόπρακτα, (1978), Εθισμός στη νικοτίνη [διήγημα, στο τομίδιο Τρία διηγήματα, Θανάσης Βαλτινός, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Νόλλας] (1984), Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1985), Στοιχεία για την δεκαετία του ’60 (1989), Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν (1992), Φτερά Μπεκάτσας (1993), Ορθοκωστά (1994), Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βαλκανικοί- ’22 (2000), Ημερολόγιο 1836-2011, (2001), Περί σχεδίου ο λόγος (συλλογικό έργο 2006).
Ο Θανάσης Βαλτινός, ως πεζογράφος, ανήκει στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Το γράψιμό του, το χαρακτηρίζει λιτός, μικροπερίοδος λόγος και πρωτοτυπία του ύφους, με όσα η έννοια “λογοτεχνικό ύφος” μπορεί να σημαίνει. Σε γενικές γραμμές αποκλίνει από τον κανόνα και δημιουργεί ένα δικό του τρόπο εκφοράς του λόγου, με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την ασχολίαστη παρουσίαση των ηρώων του και των πράξεών τους.
Η κριτική για το έργο του
«Αν ο Βαλτινός έγραφε ποίηση, γραμματολογικώς θα ανήκε στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Η γραμματολογία μας δεν έχει αναγνωρίσει στη μεταπολεμική πεζογραφία διακρίσεις ανάλογες με εκείνες της μεταπολεμικής ποίησης […]. Η παιδική ηλικία και η εφηβεία όλων αυτών των συγγραφέων (ο Βαλτινός είναι μόλις οκτώ ετών όταν αρχίζει ο πόλεμος) σημαδεύεται από τα γεγονότα και τις δύσκολες συνθήκες της εποχής και στη συνέχεια δοκιμάζεται από τον εμφύλιο. Τις εμπειρίες αυτές εισπράττουν και γεύονται όλοι οι συνομήλικοι ή περίπου συνομήλικοι του Βαλτινού, αντλούν από ίδια ή παραπλήσια ερεθίσματα, εμπνέονται από την ίδια πραγματικότητα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ίδιου μωσαϊκού, που δεν είναι άλλο από το μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας.…. Είναι, επομένως, αναπόφευκτη η οδυνηρή σύγκρουση των συγγραφέων αυτών με την ιστορική στιγμή, η προσπάθειά τους να καταμετρήσουν τις πληγές και τα τραύματα, ο διάλογός τους με τα γεγονότα του τότε μέσω του σήμερα της γραφής, η επιθυμία τους να ανιχνεύσουν τα αίτια και να συνειδητοποιήσουν τα αποτελέσματα [.....].
Ο ιδιότυπος τρόπος, με τον οποίον ο Βαλτινός επανέρχεται και ανακυκλώνει τη σχέση του με την Ιστορία είναι εύγλωττος και στον τίτλο του πιο πρόσφατου βιβλίου του (Ημερολόγιο 1836-2011). Με σύντομες ετεροχρονισμένες και ασυνεπείς στη χρονολογική τους σειρά ημερολογιακές εγγραφές, καταγράφονται μικρά γεγονότα, εντυπώσεις, ερωτικές στιγμές... Εδώ υπάρχει μια υπεροπτικά ανατρεπτική στάση απέναντι στον συμβατικό χρόνο, ένα γύρισμα της πλάτης στα συμβατικά και πεπερασμένα όρια του χρόνου και της ανθρώπινης ζωής. Και κατά κανόνα σύντομες και λιτές εγγραφές μοιάζουν με επιτύμβια σε ανώνυμα, ή σε χωρίς ιδιαίτερη μορφή επώνυμα πρόσωπα και σε φευγαλέες καταστάσεις. Η γλώσσα του Βαλτινού αποβάλλει εδώ τον συνήθως λαϊκότροπο χαρακτήρα της, διατηρώντας όμως τον υπαινικτικό και υποβλητικό φόρτο της. Οι σχέσεις του Βαλτινού με τη γλώσσα έχουν σχολιαστεί κατά καιρούς και είναι ένα θέμα που θα χρειαζόταν ξεχωριστή διαπραγμάτευση. Περιορίζομαι εδώ να θυμίσω τη φράση που εκφέρει η ηρωίδα του στο Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο: Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω μ’ αυτές. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει ό,τι κι αν λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Η αποφθεγματική αυτή φράση είναι, πιστεύω, η περιοχή όπου δοκιμάζεται, αλλά και δοκιμάζει τις δυνάμεις του, όχι μόνον ο Βαλτινός, μα και κάθε άξιος του ονόματός του συγγραφέας».
(Δημ. Δασκαλόπουλος, “Ανακύκληση και ανακύκλωση της Ιστορίας η περίπτωση του Θανάση Βαλτινού”, Πόρφυρας, 103, 2002, σελ. 21-22)
«Ο Βαλτινός πρέπει να είναι επίμονος και σταθερός λάτρης της μικρής, της σύντομης αφηγηματικής φόρμας. Αυτό τουλάχιστον βεβαιώνει, στη μεγαλύτερή του έκταση, το έργο του. Παράλληλα, είναι και ο πρώτος ίσως πεζογράφος που, ακόμα και στις τυπικά εκτενείς συνθέσεις του, εισήγαγε και συσσωμάτωσε, με ευρηματικό και πρωτότυπο τρόπο, τη λειτουργία της σύντομης και περιεκτικής φόρμας. Η ευστοχία και η ευρηματικότητα αυτή της συσσωμάτωσης στο Βαλτινό λειτουργεί με τον εξής τρόπο: ο αφηγηματικός ιστός μιας ευρύτερης κειμενικά σύνθεσης μπορεί να συντίθεται και να συγκροτείται από μια σειρά μικροκειμένων, που όμως οργανώνονται σε ενιαίο και συμπαγές σύνολο. Τα μικρο-κείμενα αυτά, ενώ μπορούν, το καθένα χωριστά, να διατηρούν την κειμενική τους αυτοτέλεια, ταυτόχρονα συνθέτουν τη ροή και διασφαλίζουν τη θεματική συνοχή της ευρύτερης αφήγησης… Συγκεκριμένα, σε ορισμένα έργα του Βαλτινού, ο αφηγηματικός ιστός ή το νήμα της αφήγησης διαρθρώνεται και ξετυλίγεται σταδιακά όχι ως μια αδιάκοπη ροή περιστατικών και γεγονότων αλλά ως μια παρατακτική παράθεση ή σπονδύλωση και οργάνωση διαδοχικών μικρο-κειμένων. Μέσα, όμως, από το σύνολο αυτών των αφηγηματικών ψηφίδων αναδεικνύεται, ως ενιαία ολότητα, η ευρύτερη συγγραφική πρόθεση και η θεματική συνοχή του έργου».
(Νικήτας Παρίσης, “Η λειτουργία της μικρής αφηγηματικής φόρμας στο έργο του Θανάση Βαλτινού”, Πόρφυρας, 103, 2002, σελ. 25-26)
«... στον Βαλτινό το χαρακτηριστικό στοιχείο που διαμορφώνει αυτό το ύφος είναι η ολοσχερής απάλειψη του αφηγητή, η ασχολίαστη παρουσίαση δρώντων και δρωμένων, που έτσι αποκτούν το χαρακτήρα της μαρτυρίας. Ο χαρακτήρας αυτός ενισχύεται βέβαια από τον λαϊκότροπο λόγο των προσώπων, που συνήθως - αλλά όπως θα δούμε, όχι αποκλειστικά- αναπαράγεται στο κείμενο. Η απάλειψη του αφηγητή, όπως την ασκεί ο Βαλτινός, αποτελεί μια εξαιρετική καινοτομία στη λογοτεχνική πρακτική όχι μόνο των ελληνικών γραμμάτων. Η ύπαρξη ενός αυθύπαρκτου, προσωπικού αφηγητή, ο οποίος δεν ταυτίζεται με το συγγραφέα, θεωρήθηκε το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του γένους της αφήγησης, αυτό που σηματοδοτεί το διαμεσολαβητικό της χαρακτήρα: “όπου μεταβιβάζεται μια είδηση, όπου αναφέρουν ή αφηγούνται κάτι, γίνεται αισθητή η φωνή ενός διαμεσολαβητή, ενός αφηγητή […] χαρακτηριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί την αφήγηση από το δράμα” (F. Stanzel). Ο Βαλτινός ανατρέπει το θεμελιακό αυτό γεγονός και αφηγείται χωρίς διαμεσολάβηση, αφού βέβαια δε γράφει θεατρικά έργα, αλλά όπως και ο ίδιος γράφει στους υποτίτλους του, μυθιστορήματα».
(Κ. Χρυσομάλλη-Henrich, “Το ύφος της αμεσότητας, αρμονία λόγου και περιεχομένων - Στοιχεία της ποιητικής του Θανάση Βαλτινού”, Πόρφυρας, 103, 2002, σελ.29-30)
«Εκείνο που χαρίζει διαστάσεις και λειτουργικότητα ζωντανού οργανισμού σ’ αυτό το αφήγημα (Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη) είναι κατά βάση η γραφή του. Γραφή στο έπακρο λιτή, γυμνή, μικροπερίοδη που σκοπεύει ευθύβολα το αντικείμενο, σπάνια προσφεύγοντας στο επίθετο και το επιχείρημα, με αποτέλεσμα να αναδείχνεται με την ανυπέρβλητη δύναμή του το ουσιαστικό και το ρήμα, και δημιουργείται μια αίσθηση άμεσης επαφής με τον κόσμο -μια χοϊκή πάντως αμεσότητα που ταυτόχρονα περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πράγματα χειροπιαστά, σε καταστάσεις χοντρικά ξεκαθαρισμένες, αρχαϊκές».
(Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι: Θανάσης Βαλτινός Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ.211)