Faraz Khan
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920 και πέθανε το 2005. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και ασχολήθηκε συστηματικά με το τραγούδι τελειώνοντας το Εθνικό Ωδείο. Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο φιλόλογο και νεοελληνιστή Ροζέ Μιλλιέξ, τον οποίο ακολούθησε σε όλες τις υπηρεσιακές μετακινήσεις του. Στην περίοδο της Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (με το ΕΑΜ) και εργάστηκε ως εθελόντρια στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Την ίδια περίοδο (1943) μετέφρασε στα ελληνικά τη Σιωπή της θάλασσας του Βερκόρ, που κυκλοφόρησε το 1945, τη χρονιά που δημοσιεύτηκαν στα Ελεύθερα Γράμματα δυο δικά της διηγήματα. Το διάστημα 1945-1946 το ζεύγος Μιλλιέξ παρέμεινε στη Γαλλία, όπου ανέπτυξε φιλελληνική δράση, ενώ την περίοδο 1946-1959 ζει στην Ελλάδα, όπου ο Ροζέ αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Γαλλικού Ινστιτούτου και η Τατιάνα εργάζεται στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Από το 1959 ως το 1971 ζουν και εργάζονται στην Κύπρο και στη συνέχεια, ως το 1974, στη Γένοβα. Στην Ελλάδα επέστρεψαν μετά τη μεταπολίτευση, εφόσον το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου είχε χαρακτηρίσει το ζεύγος Μιλλιέξ ανεπιθύμητο και επιπλέον είχε αφαιρέσει την ελληνική υπηκοότητα από την Τατιάνα κατάσχοντας παράλληλα και το προσωπικό της αρχείο, με τέσσερα μυθιστορήματα, αλληλογραφία κ.ά. Κατά καιρούς η Τατιάνα Μιλλιέξ εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δημοσιεύοντας σε εφημερίδες (ελλαδικές και κυπριακές) και σε περιοδικά χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, κείμενα κριτικής λογοτεχνικών και εικαστικών έργων. Επίσης συνεργάστηκε με την Ελληνική Ραδιοφωνία (1964-1965 και 1974-1975) και με την ΕΡΤ 2 (1984-1985). Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Racine του Παρισιού, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.), της Εταιρείας Κριτικών Εικαστικών Τεχνών και πρόεδρος της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων. Κατά καιρούς χρησιμοποίησε διάφορα ψευδώνυμα (Τσιγγανούλα, Comtesse de Noailles, Φωτεινή Δαφνομήλη, Τίτος Γραικός).
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1945, με δυο διηγήματα. Ακολούθησαν τα έργα Πλατεία Θησείου (νουβέλα, 1947), Στο δρόμο των αγγέλων (μυθιστόρημα, 1950), Κοπιώντες και πεφορτισμένοι (διηγήματα, 1951), Ημερολόγιο (1951), Αλλάζουμε (μυθιστόρημα που της χάρισε το Κρατικό Βραβείο, 1957) Σε πρώτο πρόσωπο (διηγήματα, 1958), Και ιδού ίππος χλωρός (μυθιστόρημα που της χάρισε το βραβείο της «Ομάδας των 12»), 1+1=1(επανέκδοση σε κοινό τόμο της Πλατείας Θησείου και της συλλογής διηγημάτων Σε πρώτο πρόσωπο), Σπαράγματα (σελίδες που διασώθηκαν από διάφορα γραπτά της τα οποία καταστράφηκαν, όταν κατασχέθηκε το αρχείο της από τη δικτατορία (1973), και που της χάρισαν το βραβείο μυθιστορήματος), Βυθοσκοπήσεις (διηγήματα, 1978), Το παραμύθι του Κάσιαλου (ιστορικό παραμύθι, 1981), Αναδρομές (διηγήματα, Κρατικό Βραβείο 1983), Στη σκάλα του Ουρανού (διηγήματα, 1988), Από την άλλη όχθη του Χρόνου (μυθιστόρημα, 1988), Ονειρικά (διηγήματα, 1991), Το αλώνι της Εκάτης (διηγήματα,
1993). Αρκετά έργα της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες (τουρκικά, ρουμανικά, γαλλικά γερμανικά). Επίσης δημοσίευσε δύο μελέτες: Κριτική Κυπριακής Λογοτεχνίας (1970) και Η Τρίπολη του Πόντου (1976, Bραβείο της Ακαδημίας Αθηνών). Μετέφρασε στα ελληνικά ξένα λογοτεχνικά έργα (πεζά και θεατρικά) καθώς και μελέτες. (Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα: Εγώ και αυτό και Πίσω στις ρίζες μου της Μ. Καρντινάλ, και Το αυγό του Φ. Μαρσό).
Το πεζογραφικό έργο της Μιλλιέξ στο σύνολό του σχεδόν στηρίζεται στη μνήμη αποτυπώνοντας γεγονότα της κατοχικής και της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας και τον αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη ψυχή. Στην αρχή κινήθηκε, όπως σημειώνει ο Λ. Πολίτης, «στα πλαίσια της αντιστασιακής λογοτεχνίας, με διηγήματα και μυθιστορήματα που έδειχναν λογοτεχνική συνείδηση και αναμφισβήτητο τάλαντο. Η συγγραφέας διαθέτει μια ιδιοσυγκρασία ποιητική και μια ευαισθησία απέναντι στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, καθώς και πλούσιο απόθεμα ψυχικό. Στο Και ιδού ίππος χλωρός ... (1963) γίνεται φανερή μια καινούργια πνοή και μια τόλμη που σπάζει τα καθιερωμένα εκφραστικά καλούπια και οφείλεται ίσως σε μετουσιωμένες επιδράσεις από το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα».
Η κριτική για το έργο της
«Ένα πρώτο και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που είναι ευδιάκριτο στα πεζά της Μιλλιέξ είναι το ποιητικό ύφος. Τα κείμενά της, διάστικτα από συνειρμούς, απεικονίζουν μια πραγματικότητα που είναι μάλλον χαλαρά εξαρτημένη από το συμβατικό κόσμο και περισσότερο δεμένη με τους ψυχολογικούς αντίκτυπους που έχει μια συλλογική κατάσταση πάνω στη ζωή του κάθε ανθρώπου χωριστά. Έτσι τις περισσότερες φορές υποχωρούν σε σημασία τα επικαιρικά στοιχεία και εστιάζεται η αφήγηση στο πώς εισπράττονται υποκειμενικά, δηλαδή ανθρώπινα, οι γενικότερες αλλαγές.
Αυτή η προτίμηση της Μ. να εντοπίζει και να ανατέμνει τα σημεία των δραματικών συγκρούσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όχι όμως από τη θεατή μεριά της ζωής αλλά από την εσωτερική και αθέατη, συντείνει ώστε τα πεζογραφήματά της ν’ αποκαλύπτουν έναν κόσμο φτιαγμένο σε απολύτως ανθρώπινα μέτρα [...]. Από την άλλη μεριά ο σημαντικός ρόλος που επιφυλάσσεται στη μνήμη και, κατά προέκταση, στη φαντασία μεταφέρει στον αναγνώστη τη γοητεία του μαιανδρικού και εσωτερικά εξελίξιμου χρόνου της αφήγησης».
(Αλεξ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 6, Εκδοτική Αθηνών, λ. Μιλλιέξ Τατιάνα, σελ. 187-188)
«Απ’ όλους τους πεζογράφους της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ είναι ίσως εκείνη που αφομοίωσε με τον δημιουργικότερο τρόπο τον γαλλικό μοντερνισμό και ορισμένα στοιχεία του αντιμυθιστορήματος. Τα λογοτεχνικά της χαρίσματα - η οξεία αίσθηση για λεπτομέρειες που παράγουν υποβλητική ατμόσφαιρα, η εξαιρετική ενάργεια στην απεικόνιση σύνθετων εσωτερικών βιωμάτων και η πειστική σύζευξή τους με το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι - είναι εμφανή ήδη στα πρώτα βιβλία της [...]».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 61)
«Χωρίς η γλώσσα της να διαθέτει την αυστηρότητα και τις συνακόλουθες δυνατότητες του ποιητικού λόγου, η Μ. Είναι κατά βάση ποιητική ιδιοσυγκρασία. Με τούτο θέλω να πω ότι στα κείμενά της προεξάρχει η λυρική κατάσταση. Όχι ότι τάχα περιφρονεί στα βιβλία της την πραγματικότητα. Το αντίθετο μάλιστα. Η πραγματικότητα και συχνά η καυτή, η επικαιρική, επενεργεί ως ερέθισμα. Ωστόσο η γραφή της είναι τόσο υποκειμενική, εκπορεύεται πάντα από τον ενδιάθετο λόγο, ώστε ό,τι αποθησαυρίζει η ματιά της από τον γύρω κόσμο διυλίζεται και χρωματίζεται από τις διαθέσεις του προσώπου που αφηγείται, δηλαδή ουσιαστικά της συγγραφέως. [...].
Ένας πλούσιος ψυχισμός, τυραννισμένος, δραματικός αλλά βαθύτατα ανθρώπινος είναι το πρώτο κέρδος που αποκομίζει κανείς από τις σελίδες της. Ύστερα είναι η ευαισθησία της απέναντι στα μικρά αλλά σημαντικά της καθημερινής ζωής. Κι ύστερα η καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου ακόμη και στις ώρες της πτώσης του. Τέλος, είναι η ουσιαστικά ονειρική κατάσταση στην οποία σε μεταφέρουν και οι πιο ρεαλιστικές ιστορίες. Δεν είναι και λίγα θαρρώ αυτά».
(Αλ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 87)
«Υπ’ αυτήν την έννοια κινητήριος μοχλός του έργου της είναι η μνήμη. Να πώς ορίζει τη μνήμη η ίδια σε μια πρόσφατη συνέντευξή της: «όταν μιλάω για μνήμη, δεν μιλάω μόνο για συμβάντα της ζωής, μιλάω και για διαβάσματα, μιλάω για θεάματα, για όλα αυτά τα πράγματα που κάνουν την πρώτη ύλη που δεν ξέρουμε ότι υπάρχει» [συνέντευξή της στο Διαβάζω, 71, 1983, σελ. 67].
Η μνήμη για τη Μιλλιέξ δηλ. μπορεί να οριστεί αφενός ως ανάδρομη επέκταση του παρόντος που συλλέγει στη δική του δημιουργική φαντασία αυτό που έχει κάθε φορά ανάγκη να εκφράσει και αφετέρου ως εκδοχή της διακειμενικότητας (intertextuality), των πολλαπλών συγκεκριμένα τρόπων με τους οποίους ‘κάθε λογοτεχνικό κείμενο απηχεί ή συνδέεται με φανερούς ή καλυμμένους τρόπους ... είτε με τη συμμετοχή του σε μια κοινή παρακαταθήκη λογοτεχνικών κωδίκων και συμβάσεων’ ...».
(Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Στ΄, Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 13)
Δείτε επίσης: