Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀξιόω- ἀξιῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sarah Stribbling
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξιόω- ξι»
 
(ξι = θεωρώ κάποιον άξιο, απαιτώ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ξι, ξιος, ξιο, ξιομεν, ξιοτε, ξιοσι(ν)
Υποτακτική
ξι, ξιος, ξιο, ξιμεν, ξιτε, ξισι(ν)
Ευκτική
ξιομι, ξιος, ξιο, ή ξιοίην, ξιοίης, ξιοίη, ξιομεν, ξιοτε, ξιοεν
Προστακτική
---, ξίου, ξιούτω, ---, ξιοτε, ξιούντων
Απαρέμφατο
ξιον
Μετοχή
ξιν, ξιοσα, ξιον
 
Παρατατικός
Οριστική
ξίουν, ξίους, ξίου, ξιομεν, ξιοτε, ξίουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
ξιώσω, ξιώσεις, ξιώσει, ξιώσομεν, ξιώσετε, ξιώσουσι(ν)
Ευκτική
ξιώσοιμι, ξιώσοις, ξιώσοι, ξιώσοιμεν, ξιώσοιτε, ξιώσοιεν
Απαρέμφατο
ξιώσειν
Μετοχή
ξιώσων, ξιώσουσα, ξισον
 
Αόριστος
Οριστική
ξίωσα, ξίωσας, ξίωσε(ν), ξιώσαμεν, ξιώσατε, ξίωσαν
Υποτακτική
ξιώσω, ξιώσς, ξιώσ, ξιώσωμεν, ξιώσητε, ξιώσωσι(ν)
Ευκτική
ξιώσαιμι, ξιώσαις ή ξιώσειας, ξιώσαι ή ξιώσαιε(ν) ξιώσαιμεν, ξιώσαιτε, ξιώσαιεν ή ξιώσειαν
Προστακτική
---, ξίωσον, ξιωσάτω, ---, ξιώσατε, ξιωσάντων (ή ξιωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ξισαι
Μετοχή
ξιώσας, ξιώσασα, ξισαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ξίωκα, ξίωκας, ξίωκε, ξιώκαμεν, ξιώκατε, ξιώκασι(ν)
 
Υποτακτική
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός ς
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα μεν
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα τε
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα σι
 
Ευκτική
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός εην
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός εης
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός εη
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα εημεν (εμεν)
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα εητε (ετε)
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός σθι
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός στω
---
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα στε
ξιωκότες- ξιωκυαι- ξιωκότα στων
 
Απαρέμφατο
ξιωκέναι
Μετοχή
ξιωκώς- ξιωκυα- ξιωκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ξιώκειν, ξιώκεις, ξιώκει, ξιώκεμεν, ξιώκετε, ξιώκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ξιομαι, ξιο, ξιοται, ξιούμεθα, ξιοσθε, ξιονται
Υποτακτική
ξιμαι, ξιο, ξιται, ξιώμεθα, ξισθε, ξινται
Ευκτική
ξιοίμην, ξιοο, ξιοτο, ξιοίμεθα, ξιοσθε, ξιοντο
Προστακτική
---,ξιο, ξιούσθω, ---, ξιοσθε, ξιούσθων
Απαρέμφατο
ξιοσθαι
Μετοχή
ξιούμενος
ξιουμένη
ξιούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ξιούμην, ξιο, ξιοτο, ξιούμεθα, ξιοσθε, ξιοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ξιώσομαι, ξιώσ ή ξιώσει, ξιώσεται, ξιωσόμεθα, ξιώσεσθε, ξιώσονται
Ευκτική
ξιωσοίμην, ξιώσοιο, ξιώσοιτο, ξιωσοίμεθα, ξιώσοισθε, ξιώσοιντο
Απαρέμφατο
ξιώσεσθαι
Μετοχή
ξιωσόμενος
ξιωσομένη
ξιωσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ξιωθήσομαι, ξιωθήσ ή ξιωθήσει, ξιωθήσεται, ξιωθησόμεθα, ξιωθήσεσθε, ξιωθήσονται
Ευκτική
ξιωθησοίμην, ξιωθήσοιο, ξιωθήσοιτο, ξιωθησοίμεθα, ξιωθήσοισθε, ξιωθήσοιντο
Απαρέμφατο
ξιωθήσεσθαι
Μετοχή
ξιωθησόμενος
ξιωθησομένη
ξιωθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
ξιωσάμην, ξιώσω, ξιώσατο, ξιωσάμεθα, ξιώσασθε, ξιώσαντο
Υποτακτική
ξιώσωμαι, ξιώσ, ξιώσηται, ξιωσώμεθα, ξιώσησθε, ξιώσωνται
Ευκτική
ξιωσαίμην, ξιώσαιο, ξιώσαιτο, ξιωσαίμεθα, ξιώσαισθε, ξιώσαιντο
Προστακτική
---, ξίωσαι, ξιωσάσθω, ---, ξιώσασθε, ξιωσάσθων ή ξιωσάσθωσαν
Απαρέμφατο
ξιώσασθαι
Μετοχή
ξιωσάμενος
ξιωσαμένη
ξιωσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ξιώθην, ξιώθης, ξιώθη, ξιώθημεν, ξιώθητε, ξιώθησαν
Υποτακτική
ξιωθ, ξιωθς, ξιωθ, ξιωθμεν, ξιωθτε, ξιωθσι(ν)
Ευκτική
ξιωθείην, ξιωθείης, ξιωθείη, ξιωθείημεν ή ξιωθεμεν, ξιωθείητε ή ξιωθετε, ξιωθείησαν ή ξιωθεεν
Προστακτική
---, ξιώθητι, ξιωθήτω, ---, ξιώθητε, ξιωθέντων ή ξιωθήτωσαν
Απαρέμφατο
ξιωθναι
Μετοχή
ξιωθείς
ξιωθεσα
ξιωθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ξίωμαι, ξίωσαι, ξίωται, ξιώμεθα, ξίωσθε, ξίωνται
 
Υποτακτική
ξιωμένος- ξιωμένη- ξιωμένον
ξιωμένος- ξιωμένη- ξιωμένον ς
ξιωμένος- ξιωμένη- ξιωμένον
ξιωμένοι- ξιωμέναι- ξιωμένα μεν
ξιωμένοι- ξιωμέναι- ξιωμένα τε
ξιωμένοι- ξιωμέναι- ξιωμένα σι
 
Ευκτική
ξιωμένος- ξιωμένη- ξιωμένον εην
ξιωμένος- ξιωμένη- ξιωμένον εης
ξιωμένος- ξιωμένη- ξιωμένον εη
ξιωμένοι- ξιωμέναι- ξιωμένα εημεν (εμεν)
ξιωμένοι- ξιωμέναι- ξιωμένα εητε (ετε)
ξιωμένοι- ξιωμέναι- ξιωμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ξίωσο, ξιέσθω, --- ξίεσθε, ξιέσθων ή ξιέσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ξισθαι
Μετοχή
ξιωμένος,
ξιωμένη,
ξιωμένον
 
Υπερσυντέλικος
ξιώμην, ξίωσο, ξίωτο, ξιώμεθα, ξίωσθε, ξίωντο

Νικηφόρος Βρεττάκος «Η μητέρα μου στην εκκλησία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Markus Auerbach
 
Νικηφόρος Βρεττάκος «Η μητέρα μου στην εκκλησία»
 
Άλλαξε τη μπόλια* της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
 
 
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.
 
* (η) μπόλια: γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι
 
Σε αυτό το απόσπασμα από την τρυφερή ποιητική σύνθεση για τη μητέρα του, ο Νικηφόρος Βρεττάκος αναδεικνύει την ψυχική αγνότητά της, την αγάπη της για το καθετί, την εγγενή αίσθησή της πως κάθε στοιχείο της φύσης αποτελεί πηγή φροντίδας και αγάπης για τους ανθρώπους, καθώς και τον καθαγιασμό του περιβάλλοντος χώρου της με μόνη την παρουσία της. Ο ποιητής παρουσιάζει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο την αξία της μητέρας, τον θαυμασμό που τρέφουν για εκείνη τα παιδιά της και τις εξαίρετες ιδιότητες που της αποδίδουν.
 
«Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.»
 
Η μητέρα αλλάζει το μαντίλι της και φορά τα κυριακάτικα ρούχα της για να πάει στην εκκλησία, ακολουθώντας μια προγονική της συνήθεια, αλλά και την εσωτερική της ανάγκη να τιμήσει την αγαθοεργή παρουσία του Θεού. Με το άλλαγμα των ρούχων φανερώνει την επιθυμία της να παραστεί στον οίκο του Θεού φροντισμένη και καθαρή, για να δηλώσει έτσι πως αναγνωρίζει την ιερότητα του χώρου και την ιδιαιτερότητα της Κυριακής στον καθημερινό βίο των πιστών.
 
«Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές.»
 
Η μητέρα μοιάζει στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου απόλυτα καθαρή και αγνή τόσο ως προς την εξωτερική της εμφάνιση όσο και ως προς τον εσωτερικό ψυχικό και συναισθηματικό της κόσμο, όπως αυτό τονίζεται με τη χρήση μιας παρομοίωσης («καθαρή σαν αστέρι»). Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι η μητέρα φορά μαύρα ρούχα, διότι πενθεί κάποια απώλεια -πιθανώς του συζύγου της ή κάποιου άλλου συγγενικού της προσώπου- δεν παύει να αναγνωρίζει την αγάπη παντού γύρω της. Κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια κοιτάζοντας με ευγνωμοσύνη την ζωοδόχο ευγένεια του προσωποποιημένου ήλιου, καθώς και τα λευκά άνθη που κοσμούν της πορτοκαλιές. Τα μαύρα της ρούχα έρχονται σε αντίθεση με τις «άσπρες πορτοκαλιές», ώστε να τονιστεί πως παρά τον ψυχικό της πόνο η μητέρα συνεχίζει να εκτιμά την προσφορά της φύσης και να κατανοεί την απροσμέτρητη αξία της.
 
«Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.»
 
Ο ποιητής, με την επανάληψη της φράσης «δεν ξέρει η μητέρα μου», τονίζει το γεγονός πως η μητέρα του δεν έχει ειδικές ή επιστημονικές γνώσεις για την πραγματική φύση του ήλιου, χωρίς αυτό όμως να την εμποδίζει από το να έχει επίγνωση της μεγάλης του αξίας. Η μητέρα κατανοεί την ύπαρξη του ήλιου ως μια ανεξάντλητη πηγή αγάπης που αναδύεται στον ουρανό, για να προσφέρει φως και ζωή στους ανθρώπους και στο φυσικό περιβάλλον. Έτσι, έστω κι αν η μητέρα του ποιητικού υποκειμένου δεν έχει τις γνώσεις εκείνες που θα αποκτούσε αν είχε φοιτήσει στο σχολείο, κατορθώνει ενστικτωδώς να αναγνωρίσει την εξέχουσα σημασία του ήλιου για τη ζωή στη γη, γι’ αυτό και θέλει να τον φαντάζεται ως προσωποποίηση της αγάπης.
 
«Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.»
 
Το ρήμα «δεν ξέρει» επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στο πλαίσιο του ποιήματος, καθώς είναι σημαντικό για τον ποιητή, που ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, να επισημάνει πως παρά την έλλειψη επιστημονικών γνώσεων η μητέρα του κατείχε μια ουσιαστικότερη μορφή γνώσης, η οποία της επέτρεπε να πράττει και να αντιλαμβάνεται καθετί με σοφία. Η μητέρα ακολουθεί το ένστικτό της, τις παραδόσεις και την εσωτερική της φύση που την καθοδηγούν σε όλα σωστά. Μπορεί να μην ξέρει πότε είναι Σάββατο ή πότε είναι Δευτέρα, καθώς δεν έχει το άγχος των ανθρώπων της πόλης, των επιχειρήσεων ή της μισθωτής εργασίας, αλλά παρ’ όλα αυτά «γνωρίζει» πολύ καλά τις μέρες, αφού καθεμία τους έχει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Η αντίθεση ανάμεσα στο ρήμα «ξέρει» και το «γνωρίζει» υποδηλώνει τη διαφορά ανάμεσα στο μπορώ να ονοματίσω κάτι, έστω κι αν δεν το κατανοώ πλήρως (επιφανειακή γνώση), και στο γνωρίζω την ουσία ενός πράγματος (πραγματική γνώση). Η μητέρα δεν ξέρει πολλά πράγματα, γνωρίζει όμως πολύ περισσότερα, αφού τα προσεγγίζει βιωματικά και ενστικτωδώς.
 
«Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.»
 
Η μητέρα του ποιητή γνωρίζει καλά πότε ξημερώνει Κυριακή, διότι πρόκειται για τη μέρα που είναι αφιερωμένη στον Θεό. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζει το γλυκό κάλεσμα των πιστών μέσω του ήχου της καμπάνας, όπως και το κυρίαρχο άρωμα του βασιλικού, που είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με σημαντικές εορτές της χριστιανοσύνης.
 
«Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.»
 
Έτσι, αν και η μητέρα φαινομενικώς δεν ξέρει πολλά πράγματα, χάρη στην ικανότητά της να ακολουθεί την εσωτερική αρμονία του καθημερινού της βίου, κατορθώνει να βάζει καθετί σε τάξη και, κυρίως, να προσφέρει στο παιδί της την αίσθηση της ασφάλειας, της ομορφιάς και της κανονικότητας. Καθετί γύρω από τη μητέρα καθαγιάζεται στα μάτια του παιδιού της από τη δικής της παρουσία, γι’ αυτό και όλα φαίνονται ανανεωμένα και φρέσκα, με μια εντελώς ιδιαίτερη ποιότητα. Είναι η παρουσία της μητέρας, είναι το άγγιγμά της, είναι η αδιάκοπη μέριμνά της για όλα που διαμορφώνουν τελικά ένα περιβάλλον σιγουριάς, εμπιστοσύνης και αγάπης. Τα όσα αποδίδει, επομένως, ο ποιητής στην μητέρα του είναι ποιότητες που οι περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν στη δική τους μητέρα. Καθετί που έχει φροντίσει εκείνη φαντάζει καλύτερο όλων στη σκέψη του παιδιού. Κανείς, άλλωστε, δεν προσφέρει στην ψυχή του παιδιού την αίσθηση ηρεμίας, εμπιστοσύνης και αγάπης που του προσφέρει η παρουσία της μητέρας.
 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κωλύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Cesar March 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κωλύω»
 
(κωλύω = εμποδίζω)
- Το υ του ρήματος μακρόχρονο
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κωλύω, κωλύεις, κωλύει, κωλύομεν, κωλύετε, κωλύουσι(ν)
Υποτακτική
κωλύω, κωλύς, κωλύ, κωλύωμεν, κωλύητε, κωλύωσι(ν)
Ευκτική
κωλύοιμι, κωλύοις, κωλύοι, κωλύοιμεν, κωλύοιτε, κωλύοιεν
Προστακτική
---, κώλυε, κωλυέτω, ---, κωλύετε, κωλυόντων (ή κωλυέτωσαν)
Απαρέμφατο
κωλύειν
Μετοχή
κωλύων, κωλύουσα, κωλον
 
Παρατατικός
Οριστική
κώλυον, κώλυες, κώλυε, κωλύομεν, κωλύετε, κώλυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κωλύσω, κωλύσεις, κωλύσει, κωλύσομεν, κωλύσετε, κωλύσουσι(ν)
Ευκτική
κωλύσοιμι, κωλύσοις, κωλύσοι, κωλύσοιμεν, κωλύσοιτε, κωλύσοιεν
Απαρέμφατο
κωλύσειν
Μετοχή
κωλύσων, κωλύσουσα, κωλσον
 
Αόριστος
Οριστική
κώλυσα, κώλυσας, κώλυσε(ν), κωλύσαμεν, κωλύσατε, κώλυσαν
Υποτακτική
κωλύσω, κωλύσς, κωλύσ, κωλύσωμεν, κωλύσητε, κωλύσωσι(ν)
Ευκτική
κωλύσαιμι, κωλύσαις ή κωλύσειας, κωλύσαι ή κωλύσειε(ν), κωλύσαιμεν, κωλύσαιτε, κωλύσαιεν ή κωλύσειαν
Προστακτική
---, κώλυσον, κωλυσάτω, ---, κωλύσατε, κωλυσάντων (ή κωλυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
κωλσαι
Μετοχή
κωλύσας, κωλύσασα, κωλσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκώλυκα, κεκώλυκας, κεκώλυκε, κεκωλύκαμεν, κεκωλύκατε, κεκωλύκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός ς
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα μεν
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα τε
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα σι
 
Ευκτική
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός εην
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός εης
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός εη
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα εημεν (εμεν)
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα εητε (ετε)
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός σθι
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός στω
---
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα στε
κεκωλυκότες- κεκωλυκυαι- κεκωλυκότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκωλυκέναι
Μετοχή
κεκωλυκώς- κεκωλυκυα- κεκωλυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκωλύκειν, κεκωλύκεις, κεκωλύκει, κεκωλύκεμεν, κεκωλύκετε, κεκωλύκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κωλύομαι, κωλύ ή κωλύει, κωλύεται, κωλυόμεθα, κωλύεσθε, κωλύονται
Υποτακτική
λύωμαι, λύ, λύηται, λυώμεθα, λύησθε, λύωνται
Ευκτική
κωλυοίμην, κωλύοιο, κωλύοιτο, κωλυοίμεθα, κωλύοισθε, κωλύοιντο
Προστακτική
---, κωλύου, κωλυέσθω, ---, κωλύεσθε, κωλυέσθων ή κωλυέσθωσαν
Απαρέμφατο
κωλύεσθαι
Μετοχή
κωλυόμενος
κωλυομένη
κωλυόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κωλυόμην, κωλύου, κωλύετο, κωλυόμεθα, κωλύεσθε, κωλύοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κωλύσομαι, κωλύσ ή κωλύσει, κωλύσεται, κωλυσόμεθα, κωλύσεσθε, κωλύσονται
Ευκτική
κωλυσοίμην, κωλύσοιο, κωλύσοιτο, κωλυσοίμεθα, κωλύσοισθε, κωλύσοιντο
Απαρέμφατο
κωλύσεσθαι
Μετοχή
κωλυσόμενος
κωλυσομένη
κωλυσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κωλυθήσομαι, κωλυθήσ ή κωλυθήσει, κωλυθήσεται, κωλυθησόμεθα, κωλυθήσεσθε, κωλυθήσονται
Ευκτική
κωλυθησοίμην, κωλυθήσοιο, κωλυθήσοιτο, κωλυθησοίμεθα, κωλυθήσοισθε, κωλυθήσοιντο
Απαρέμφατο
κωλυθήσεσθαι
Μετοχή
κωλυθησόμενος
κωλυθησομένη
κωλυθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κωλύθην, κωλύθης, κωλύθη, κωλύθημεν, κωλύθητε, κωλύθησαν
Υποτακτική
κωλυθ, κωλυθς, κωλυθ, κωλυθμεν, κωλυθτε, κωλυθσι(ν)
Ευκτική
κωλυθείην, κωλυθείης, κωλυθείη, κωλυθείημεν ή κωλυθεμεν, κωλυθείητε ή κωλυθετε, κωλυθείησαν ή κωλυθεεν
Προστακτική
---, κωλύθητι, κωλυθήτω, ---, κωλύθητε, κωλυθέντων ή κωλυθήτωσαν
Απαρέμφατο
κωλυθναι
Μετοχή
κωλυθείς
κωλυθεσα
κωλυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκώλυμαι, κεκώλυσαι, κεκώλυται, κεκωλύμεθα, κεκώλυσθε, κεκώλυνται
 
Υποτακτική
κεκωλυμένος- κεκωλυμένη- κεκωλυμένον
κεκωλυμένος- κεκωλυμένη- κεκωλυμένον ς
κεκωλυμένος- κεκωλυμένη- κεκωλυμένον
κεκωλυμένοι- κεκωλυμέναι- κεκωλυμένα μεν
κεκωλυμένοι- κεκωλυμέναι- κεκωλυμένα τε
κεκωλυμένοι- κεκωλυμέναι- κεκωλυμένα σι
 
Ευκτική
κεκωλυμένος- κεκωλυμένη- κεκωλυμένον εην
κεκωλυμένος- κεκωλυμένη- κεκωλυμένον εης
κεκωλυμένος- κεκωλυμένη- κεκωλυμένον εη
κεκωλυμένοι- κεκωλυμέναι- κεκωλυμένα εημεν (εμεν)
κεκωλυμένοι- κεκωλυμέναι- κεκωλυμένα εητε (ετε)
κεκωλυμένοι- κεκωλυμέναι- κεκωλυμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κεκώλυσο, κεκωλύσθω, --- κεκώλυσθε, κεκωλύσθων ή κεκωλύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκωλύσθαι
Μετοχή
κεκωλυμένος,
κεκωλυμένη,
κεκωλυμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκωλύμην, κεκώλυσο, κεκώλυτο, κεκωλύμεθα, κεκώλυσθε, κεκώλυντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...