Giovanni Battista Tiepolo
Νικηφόρος
Βρεττάκος «Η Ειρήνη, ο Ιησούς και το πουλί»
Καθόταν
ο Ιησούς κοντά στο ποτάμι,
στη
ρίζα ενός δέντρου
και
περίμενε τη μητέρα του. Δίπλα στ’ αυτί του,
πάνω
σ’ ένα κλαδί, που η πνοή του φωτός
περισσότερο
παρά
το αγεράκι το σάλευε ανάλαφρα,
κελάηδαγε,
αμέριμνο, ένα πουλί.
Απ’
το ράμφος του έσταζαν διάφανες τρίλλιες
στο
ποτάμι που κύλαγε. Χαμογελούσε
ο Ιησούς.
Περιμένανε
τη μητέρα του να τους φέρει
δυο δάχτυλα
μαύρο
ψωμί. Η ζωή είναι όμορφη.
Με
την καταγραφή ενός φανταστικού στιγμιότυπου από τη ζωή του Χριστού, ο Νικηφόρος
Βρεττάκος επιχειρεί να αναδείξει αφενός τη σημασία της απλής ζωής και αφετέρου
την αξία της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων με τα στοιχεία του φυσικού
περιβάλλοντος. Οι στιγμές γαλήνης που περνά ο Ιησούς πλάι στο πουλί που
κελαηδά, καθώς αναμένει τη μητέρα του, την Παναγία, αντανακλούν την ευδαιμονία
που προσφέρει στους ανθρώπους η αρμονική συμβίωση με τα άλλα έμβια όντα της
φύσης.
«Καθόταν
ο Ιησούς κοντά στο ποτάμι,
στη
ρίζα ενός δέντρου
και
περίμενε τη μητέρα του.»
Ο
ποιητής διαμορφώνει το ειδυλλιακό σκηνικό γαλήνης δίνοντας από την αρχή έμφαση
στα στοιχεία του περιβάλλοντος. Ο Ιησούς κάθεται στη ρίζα ενός δέντρου, για να
στηρίζει το σώμα του και να επωφελείται από τη σκιά του, κοντά σε ένα ποτάμι,
το οποίο με τη σειρά του προσφέρει δροσιά και ομορφαίνει το τοπίο. Επιλέγει,
μάλιστα, ο ποιητής να είναι ο Χριστός εκείνος που περιμένει τη μητέρα του, κι
όχι ένας οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος, προκειμένου να τονίσει μέσω της ιερότητας
του προσώπου αυτού την ιδιαίτερη σημασία της φύσης. Η ειρηνική συνύπαρξη με τη
φύση και τα πολλαπλά οφέλη που εκείνη προσφέρει στον άνθρωπο δεν προέκυψαν
τυχαία, συνιστούν εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου. Σκέψη που υπονοείται από την
παρουσία του Χριστού και τη βαθιά ευγνωμοσύνη που εκείνος εκφράζει απέναντι στο
φυσικό περιβάλλον.
«Δίπλα
στ’ αυτί του,
πάνω
σ’ ένα κλαδί, που η πνοή του φωτός
περισσότερο
παρά
το αγεράκι το σάλευε ανάλαφρα,
κελάηδαγε,
αμέριμνο, ένα πουλί.»
Στη
σκηνοθεσία του σύντομου επεισοδίου ο ποιητής προσθέτει ένα πουλί, το οποίο
κελαηδά «αμέριμνο» δίπλα στο αυτί του Χριστού. Ο ποιητής φροντίζει να τονίσει
εμφατικά τόσο το γαλήνιο του περιβάλλοντος όσο και το αρμονικό της συνύπαρξης
του ανθρώπου με τη φύση. Η γαλήνη που επικρατεί γίνεται εμφανής με το ιδιαίτερο
της εικόνας του κλαδιού που σαλεύει ανάλαφρα, όχι λόγω του αέρα που έπνεε, αλλά
με την «πνοή» του φωτός. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής κατορθώνει να αποδώσει το
γαλήνιο των συνθηκών που επικρατούν, αποδίδοντας με πρωτοτυπία την ελάχιστη
κίνηση του κλαδιού στο φως του ήλιου. Παραλλήλως, με τη χρήση του επιθέτου «αμέριμνο»,
που αποδίδεται στη στάση του πουλιού, επισημαίνεται πως εκείνο δεν έχει καμία
αίσθηση φόβου ή επιφύλαξης απέναντι στον άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα του, γι’
αυτό και κελαηδά χωρίς έγνοια ή ανησυχία.
«Απ’
το ράμφος του έσταζαν διάφανες τρίλλιες
στο
ποτάμι που κύλαγε. Χαμογελούσε
ο Ιησούς.
Περιμένανε
τη μητέρα του να τους φέρει
δυο δάχτυλα
μαύρο
ψωμί. Η ζωή είναι όμορφη.»
Ο
ποιητής ενισχύει το ειδυλλιακό της σκηνοθεσίας με μια εξαίρετη ηχητική εικόνα∙
οι «τρίλιες» του κελαηδήματος «στάζουν» στο ποτάμι που κυλάει δίπλα στον
Χριστό. Το κελάρυσμα, δηλαδή, του ποταμιού συνδυάζεται με το κελάηδημα του
πουλιού, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια θελκτική αρμονία, η οποία γεμίζει
ευδαιμονία την ψυχή του Χριστού. Ο Ιησούς χαμογελά γευόμενος την ηχητική αυτή
πανδαισία του φυσικού περιβάλλοντος και απολαμβάνει την ομορφιά γύρω του.
Ο
ποιητής, μάλιστα, παρουσιάζει τον Ιησού να περιμένει μαζί με το πουλί τη μητέρα
του, για να τους φέρει λίγο ψωμί να φάνε. Προκύπτει, δηλαδή, μια σχέση φιλική
ανάμεσα στα δύο όντα, με την πρόθεση να μοιραστούν από κοινού το ελάχιστο ψωμί
που θα φέρει η Παναγία. Τα δύο όντα, ο Ιησούς και το πουλί, όχι απλώς
συνυπάρχουν, αλλά συμβιώνουν κατά τρόπο αμοιβαία επωφελή∙ ο Ιησούς απολαμβάνει
το κελάηδημα του πουλιού και σε αντάλλαγμα θα μοιραστεί μαζί του το ελάχιστο
φαγητό του.
Όπως,
μάλιστα, σχολιάζει ο ποιητής το σύνολο του περιστατικού στον τελευταίο στίχο: «Η
ζωή είναι όμορφη». Ο Χριστός βιώνει την ομορφιά της ζωής, η οποία προκύπτει από
την απόλαυση των στοιχείων της φύσης. Ο ήχος του κελαηδήματος, ο ήχος του
κελαρύσματος, η σκιά από το δέντρο, αλλά και το ψωμί που είναι κι αυτό γέννημα της
φύσης, είναι όλα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος χάρη στο φυσικό
περιβάλλον. Γίνεται, έτσι, εμφανές πως ο άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί ψυχική
ευδαιμονία, όχι με τη συνδρομή υλικών αγαθών, αλλά με στοιχεία που του
προσφέρει η φύση, αν, βέβαια, κι εκείνος τη σεβαστεί και κατανοήσει πόσο
σημαντική είναι για την ίδια του την ύπαρξη η «ειρηνική» αντιμετώπισή της.
Διαφαίνεται,
άρα, πως η αναφορά στην «Ειρήνη» που γίνεται στον τίτλο του ποιήματος έχει ως
στόχο να αναδείξει την αναγκαιότητα του σεβασμού απέναντι στη φύση, προκειμένου
να μπορεί ο άνθρωπος -και τα άλλα έμβια όντα- να αντλούν τα δώρα ζωής που
εκείνη έχει τη δυνατότητα να προσφέρει.