Mario Sanchez Nevado
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αὐτομολέω-αὐτομολῶ»
 
 (αὐτομολῶ = λιποτακτώ και
πηγαίνω με το μέρος των αντιπάλων)  
  
 Ενεστώτας
Οριστική
αὐτομολῶ, αὐτομολεῖς, αὐτομολεῖ, αὐτομολοῦμεν, αὐτομολεῖτε, αὐτομολοῦσι(ν)
αὐτομολῶ, αὐτομολῇς, αὐτομολῇ, αὐτομολῶμεν, αὐτομολῆτε, αὐτομολῶσι(ν)
αὐτομολοῖμι, αὐτομολοῖς, αὐτομολοῖ (ή αὐτομολοίην, αὐτομολοίης, αὐτομολοίη), αὐτομολοῖμεν, αὐτομολοῖτε, αὐτομολοῖεν
---, αὐτομόλει, αὐτομολείτω, ---, αὐτομολεῖτε, αὐτομολούντων
αὐτομολεῖν
αὐτομολῶν, αὐτομολοῦσα, αὐτομολοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ηὐτομόλουν, ηὐτομόλεις, ηὐτομόλει, ηὐτομολοῦμεν, ηὐτομολεῖτε, ηὐτομόλουν
Μέλλοντας
Οριστική
αὐτομολήσω, αὐτομολήσεις, αὐτομολήσει, αὐτομολήσομεν, αὐτομολήσετε, αὐτομολήσουσι(ν)
αὐτομολήσοιμι, αὐτομολήσοις, αὐτομολήσοι, αὐτομολήσοιμεν, αὐτομολήσοιτε, αὐτομολήσοιεν
αὐτομολήσειν
αὐτομολήσων, αὐτομολήσουσα, αὐτομολῆσον
Αόριστος
Οριστική
ηὐτομόλησα, ηὐτομόλησας, ηὐτομόλησε(ν), ηὐτομολήσαμεν, ηὐτομολήσατε, ηὐτομόλησαν
αὐτομολήσω, αὐτομολήσῃς, αὐτομολήσῃ, αὐτομολήσωμεν, αὐτομολήσητε, αὐτομολήσωσι(ν)
αὐτομολήσαιμι, αὐτομολήσαις ή αὐτομολήσειας, αὐτομολήσαι ή αὐτομολήσειε(ν), αὐτομολήσαιμεν, αὐτομολήσαιτε, αὐτομολήσαιεν ή αὐτομολήσειαν
---, αὐτομόλησον, αὐτομολησάτω, ---, αὐτομολήσατε, αὐτομολησάντων (ή αὐτομολησάτωσαν)
αὐτομολῆσαι
αὐτομολήσας, αὐτομολήσασα, αὐτομολῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ηὐτομόληκα, ηὐτομόληκας, ηὐτομόληκε, ηὐτομολήκαμεν, ηὐτομολήκατε, ηὐτομολήκασι(ν)
Υποτακτική
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός ὦ
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός ᾖς
ηὐτομοληκότες- ηὐτομοληκυῖαι- ηὐτομοληκότα ὦμεν
Ευκτική
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός εἴην
Προστακτική
---
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός ἴσθι
ηὐτομοληκότες- ηὐτομοληκυῖαι- ηὐτομοληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ηὐτομοληκέναι
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ηὐτομολήκειν, ηὐτομολήκεις, ηὐτομολήκει, ηὐτομολήκεμεν, ηὐτομολήκετε, ηὐτομολήκεσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αὐτομολέω-αὐτομολῶ»
Οριστική
αὐτομολῶ, αὐτομολεῖς, αὐτομολεῖ, αὐτομολοῦμεν, αὐτομολεῖτε, αὐτομολοῦσι(ν)
αὐτομολῶ, αὐτομολῇς, αὐτομολῇ, αὐτομολῶμεν, αὐτομολῆτε, αὐτομολῶσι(ν)
αὐτομολοῖμι, αὐτομολοῖς, αὐτομολοῖ (ή αὐτομολοίην, αὐτομολοίης, αὐτομολοίη), αὐτομολοῖμεν, αὐτομολοῖτε, αὐτομολοῖεν
---, αὐτομόλει, αὐτομολείτω, ---, αὐτομολεῖτε, αὐτομολούντων
αὐτομολεῖν
αὐτομολῶν, αὐτομολοῦσα, αὐτομολοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ηὐτομόλουν, ηὐτομόλεις, ηὐτομόλει, ηὐτομολοῦμεν, ηὐτομολεῖτε, ηὐτομόλουν
Μέλλοντας
Οριστική
αὐτομολήσω, αὐτομολήσεις, αὐτομολήσει, αὐτομολήσομεν, αὐτομολήσετε, αὐτομολήσουσι(ν)
αὐτομολήσοιμι, αὐτομολήσοις, αὐτομολήσοι, αὐτομολήσοιμεν, αὐτομολήσοιτε, αὐτομολήσοιεν
αὐτομολήσειν
αὐτομολήσων, αὐτομολήσουσα, αὐτομολῆσον
Αόριστος
Οριστική
ηὐτομόλησα, ηὐτομόλησας, ηὐτομόλησε(ν), ηὐτομολήσαμεν, ηὐτομολήσατε, ηὐτομόλησαν
αὐτομολήσω, αὐτομολήσῃς, αὐτομολήσῃ, αὐτομολήσωμεν, αὐτομολήσητε, αὐτομολήσωσι(ν)
αὐτομολήσαιμι, αὐτομολήσαις ή αὐτομολήσειας, αὐτομολήσαι ή αὐτομολήσειε(ν), αὐτομολήσαιμεν, αὐτομολήσαιτε, αὐτομολήσαιεν ή αὐτομολήσειαν
---, αὐτομόλησον, αὐτομολησάτω, ---, αὐτομολήσατε, αὐτομολησάντων (ή αὐτομολησάτωσαν)
αὐτομολῆσαι
αὐτομολήσας, αὐτομολήσασα, αὐτομολῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ηὐτομόληκα, ηὐτομόληκας, ηὐτομόληκε, ηὐτομολήκαμεν, ηὐτομολήκατε, ηὐτομολήκασι(ν)
Υποτακτική
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός ὦ
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός ᾖς
ηὐτομοληκότες- ηὐτομοληκυῖαι- ηὐτομοληκότα ὦμεν
Ευκτική
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός εἴην
Προστακτική
---
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός ἴσθι
ηὐτομοληκότες- ηὐτομοληκυῖαι- ηὐτομοληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ηὐτομοληκέναι
ηὐτομοληκώς- ηὐτομοληκυῖα- ηὐτομοληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ηὐτομολήκειν, ηὐτομολήκεις, ηὐτομολήκει, ηὐτομολήκεμεν, ηὐτομολήκετε, ηὐτομολήκεσαν


 
 
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου