Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αὐτομολέω-αὐτομολῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αὐτομολέω-αὐτομολῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mario Sanchez Nevado
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ατομολέω-ατομολ»
 
τομολ = λιποτακτώ και πηγαίνω με το μέρος των αντιπάλων)  
 
Ενεστώτας
Οριστική
ατομολ, ατομολες, ατομολε, ατομολομεν, ατομολετε, ατομολοσι(ν)
Υποτακτική
ατομολ, ατομολς, ατομολ, ατομολμεν, ατομολτε, ατομολσι(ν)
Ευκτική
ατομολομι, ατομολος, ατομολο (ή ατομολοίην, ατομολοίης, ατομολοίη), ατομολομεν, ατομολοτε, ατομολοεν
Προστακτική
---, ατομόλει, ατομολείτω, ---, ατομολετε, ατομολούντων
Απαρέμφατο
ατομολεν
Μετοχή
ατομολν, ατομολοσα, ατομολον
 
Παρατατικός
Οριστική
ητομόλουν, ητομόλεις, ητομόλει, ητομολομεν, ητομολετε, ητομόλουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
ατομολήσω, ατομολήσεις, ατομολήσει, ατομολήσομεν, ατομολήσετε, ατομολήσουσι(ν)
Ευκτική
ατομολήσοιμι, ατομολήσοις, ατομολήσοι, ατομολήσοιμεν, ατομολήσοιτε, ατομολήσοιεν
Απαρέμφατο
ατομολήσειν
Μετοχή
ατομολήσων, ατομολήσουσα, ατομολσον
 
Αόριστος
Οριστική
ητομόλησα, ητομόλησας, ητομόλησε(ν), ητομολήσαμεν, ητομολήσατε, ητομόλησαν
Υποτακτική
ατομολήσω, ατομολήσς, ατομολήσ, ατομολήσωμεν, ατομολήσητε, ατομολήσωσι(ν)
Ευκτική
ατομολήσαιμι, ατομολήσαις ή ατομολήσειας, ατομολήσαι ή ατομολήσειε(ν), ατομολήσαιμεν, ατομολήσαιτε, ατομολήσαιεν ή ατομολήσειαν
Προστακτική
---, ατομόλησον, ατομολησάτω, ---, ατομολήσατε, ατομολησάντων (ή ατομολησάτωσαν)
Απαρέμφατο
ατομολσαι
Μετοχή
ατομολήσας, ατομολήσασα, ατομολσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ητομόληκα, ητομόληκας, ητομόληκε, ητομολήκαμεν, ητομολήκατε, ητομολήκασι(ν)
 
Υποτακτική
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός ς
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα μεν
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα τε
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα σι
 
Ευκτική
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός εην
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός εης
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός εη
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα εημεν (εμεν)
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα εητε (ετε)
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός σθι
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός στω
---
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα στε
ητομοληκότες- ητομοληκυαι- ητομοληκότα στων
 
Απαρέμφατο
ητομοληκέναι
Μετοχή
ητομοληκώς- ητομοληκυα- ητομοληκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ητομολήκειν, ητομολήκεις, ητομολήκει, ητομολήκεμεν, ητομολήκετε, ητομολήκεσαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...