Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πειράω / πειρῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar
 
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πειράω / πειρ»
 
πειρ = αποκτώ πείρα, κάνω απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω  
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πειρ, πειρς, πειρ, πειρμεν, πειρτε, πειρσι(ν)
Υποτακτική
πειρ, πειρς, πειρ, πειρμεν, πειρτε, πειρσι(ν)
Ευκτική
πειρμι, πειρς, πειρ ή πειρην, πειρης, πειρη, πειρμεν, πειρτε, πειρεν
Προστακτική
---, πείρα, πειράτω, ---, πειρτε, πειρώντων ή πειράτωσαν
Απαρέμφατο
πειρν
Μετοχή
πειρν, πειρσα, πειρν
 
Παρατατικός
πείρων, πείρας, πείρα, πειρμεν, πειρτε, πείρων
 
Μέλλοντας
Οριστική
πειράσω, πειράσεις, πειράσει, πειράσομεν, πειράσετε, πειράσουσι(ν)
Ευκτική
πειράσοιμι, πειράσοις, πειράσοι, πειράσοιμεν, πειράσοιτε, πειράσοιεν
Απαρέμφατο
πειράσειν
Μετοχή
πειράσων, πειράσουσα, πειρσον
 
Αόριστος
Οριστική
πείρασα, πείρασας, πείρασε(ν), πειράσαμεν, πειράσατε, πείρασαν
Υποτακτική
πειράσω, πειράσς, πειράσ, πειράσωμεν, πειράσητε, πειράσωσι(ν)
Ευκτική
πειράσαιμι, πειράσαις ή πειράσειας, πειράσαι ή πειράσειε(ν), πειράσαιμεν, πειράσαιτε, πειράσαιεν ή πειράσειαν
Προστακτική
---, πείρασον, πειρασάτω, ---, πειράσατε, πειρασάντων (ή πειρασάτωσαν)
Απαρέμφατο
πειρσαι
Μετοχή
πειράσας, πειρασασα, πειρσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπείρακα, πεπείρακας, πεπείρακε, πεπειράκαμεν, πεπειράκατε, πεπειράκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός ς
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα μεν
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα τε
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα σι(ν)
 
Ευκτική
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός εην
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός εης
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός εη
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα εημεν/ εμεν
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα εητε/ ετε
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός σθι
πεπειρακώς- πεπειρακυα- πεπειρακός στω
---
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα στε
πεπειρακότες- πεπειρακυαι- πεπειρακότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπειρακέναι
 
Μετοχή
πεπειρακώς, πεπειρακυα, πεπειρακός
 
Μέση φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πειρμαι, πειρ, πειρται, πειρώμεθα, πειρσθε, πειρνται
Υποτακτική
πειρμαι, πειρ, πειρται, πειρώμεθα, πειρσθε, πειρνται
Ευκτική
πειρμην, πειρο, πειρτο, πειρμεθα, πειρσθε, πειρντο
Προστακτική
--- πειρ, πειράσθω, --- πειρσθε, πειράσθων ή πειράσθωσαν
Απαρέμφατο
πειρσθαι
Μετοχή
πειρώμενος, πειρωμένη, πειρώμενον
 
Παρατατικός
πειρώμην, πειρ, πειρτο, πειρώμεθα, πειρσθε, πειρντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
πειράσομαι, πειράσ ή πειράσει, πειράσεται, πειρασόμεθα, πειράσεσθε, πειράσονται
Ευκτική
πειρασοίμην, πειράσοιο, πειράσοιτο, πειρασοίμεθα, πειράσοισθε, πειράσοιντο
Απαρέμφατο
πειράσεσθαι
Μετοχή
πειρασόμενος
πειρασομένη
πειρασόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πειραθήσομαι, πειραθήσ ή πειραθήσει, πειραθήσεται, πειραθησόμεθα, πειραθήσεσθε, πειραθήσονται
Ευκτική
πειραθησοίμην, πειραθήσοιο, πειραθήσοιτο, πειραθησοίμεθα, πειραθήσοισθε, πειραθήσοιντο
Απαρέμφατο
πειραθήσεσθαι
Μετοχή
πειραθησόμενος, πειραθησομένη, πειραθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πειρασάμην, πειράσω, πειράσατο, πειρασάμεθα, πειράσασθε, πειράσαντο
Υποτακτική
πειράσωμαι, πειράσ, πειράσηται, πειρασώμεθα, πειράσησθε, πειράσωνται
Ευκτική
πειρασαίμην, πειράσαιο, πειράσαιτο, πειρασαίμεθα, πειράσαισθε, πειράσαιντο
Προστακτική
---, πείρασαι, πειρασάσθω, ---, πειράσασθε, πειρασάσθων ή πειρασάσθωσαν
Απαρέμφατο
πειράσασθαι
Μετοχή
πειρασάμενος
πειρασαμένη
πειρασάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πειράθην, πειράθης, πειράθη, πειράθημεν, πειράθητε, πειράθησαν
Υποτακτική
πειραθ, πειραθς, πειραθ, πειραθμεν, πειραθτε, πειραθσι(ν)
Ευκτική
πειραθείην, πειραθείης, πειραθείη, πειραθείημεν ή πειραθεμεν, πειραθείητε ή πειραθετε, πειραθείησαν ή πειραθεεν
Προστακτική
---, πειράθητι, πειραθήτω, ---, πειράθητε, πειραθέντων ή πειραθήτωσαν
Απαρέμφατο
πειραθναι
Μετοχή
πειραθείς
πειραθεσα
πειραθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεπείραμαι, πεπείρασαι, πεπείραται, πεπειράμεθα, πεπείρασθε, πεπείρανται
 
Υποτακτική
πεπειραμένος- πεπειραμένη- πεπειραμένον
πεπειραμένος- πεπειραμένη- πεπειραμένον ς
πεπειραμένος- πεπειραμένη- πεπειραμένον
πεπειραμένοι- πεπειραμέναι- πεπειραμένα μεν
πεπειραμένοι- πεπειραμέναι- πεπειραμένα τε
πεπειραμένοι- πεπειραμέναι- πεπειραμένα σι(ν)
 
Ευκτική
πεπειραμένος- πεπειραμένη- πεπειραμένον εην
πεπειραμένος- πεπειραμένη- πεπειραμένον εης
πεπειραμένος- πεπειραμένη- πεπειραμένον εη
πεπειραμένοι- πεπειραμέναι- πεπειραμένα εημεν/ εμεν
πεπειραμένοι- πεπειραμέναι- πεπειραμένα εητε/ ετε
πεπειραμένοι- πεπειραμέναι- πεπειραμένα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---, πεπείρασο, πεπειράσθω, ---, πεπείρασθε, πεπειράσθων ή πεπειράσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπειρσθαι
 
Μετοχή
πεπειραμένος-πεπειραμένη-πεπειραμένον

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dean Russo
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω»
 
μερίζω = διαιρώ σε μέρη, μοιράζω
(Το -ι βραχύ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζω, μερίζεις, μερίζει, μερίζομεν, μερίζετε, μερίζουσι(ν)
Υποτακτική
μερίζω, μερίζς, μερίζ, μερίζωμεν, μερίζητε, μερίζωσι(ν)
Ευκτική
μερίζοιμι, μερίζοις, μερίζοι, μερίζοιμεν, μερίζοιτε, μερίζοιεν
Προστακτική
---, μέριζε, μεριζέτω, ---, μερίζετε, μεριζόντων (ή μεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίζειν
Μετοχή
μερίζων, μερίζουσα, μερίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
μέριζον, μέριζες, μέριζε, μερίζομεν, μερίζετε, μέριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μερι, μεριες, μεριε, μεριομεν, μεριετε, μεριοσι(ν)
Ευκτική
μεριομι, μεριος, μεριο, ή μεριοίην, μεριοίης, μεριοίη, μεριομεν, μεριοτε, μεριοεν
Απαρέμφατο
μεριεν
Μετοχή
μεριν, μεριοσα, μεριον
 
Αόριστος
Οριστική
μέρισα, μέρισας, μέρισε(ν), μερίσαμεν, μερίσατε, μέρισαν
Υποτακτική
μερίσω, μερίσς, μερίσ, μερίσωμεν, μερίσητε, μερίσωσι(ν)
Ευκτική
μερίσαιμι, μερίσαις ή μερίσειας, μερίσαι ή μερίσειε(ν), μερίσαιμεν, μερίσαιτε, μερίσαιεν ή μερίσειαν
Προστακτική
---, μέρισον, μερισάτω, ---, μερίσατε, μερισάντων (ή μερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίσαι
Μετοχή
μερίσας, μερίσασα, μερίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρικα, μεμέρικας, μεμέρικε, μεμερίκαμεν, μεμερίκατε, μεμερίκασι(ν)
 
Υποτακτική
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός ς
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα μεν
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα τε
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα σι
 
Ευκτική
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός εην
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός εης
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός εη
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα εημεν (εμεν)
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα εητε (ετε)
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός σθι
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός στω
---
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα στε
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα στων
 
Απαρέμφατο
μεμερικέναι
Μετοχή
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μεμερίκειν, μεμερίκεις, μεμερίκει, μεμερίκεμεν, μεμερίκετε, μεμερίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζομαι, μερίζ ή μερίζει, μερίζεται, μεριζόμεθα, μερίζεσθε, μερίζονται
Υποτακτική
μερίζωμαι, μερίζ, μερίζηται, μεριζώμεθα, μερίζησθε, μερίζωνται
Ευκτική
μεριζοίμην, μερίζοιο, μερίζοιτο, μεριζοίμεθα, μερίζοισθε, μερίζοιντο
Προστακτική
---, μερίζου, μεριζέσθω, ---, μερίζεσθε, μεριζέσθων ή μεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίζεσθαι
Μετοχή
μεριζόμενος
μεριζομένη
μεριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μεριζόμην, μερίζου, μερίζετο, μεριζόμεθα, μερίζεσθε, μερίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
μεριομαι, μερι ή μεριε, μεριεται, μεριομεθα, μεριεσθε, μεριονται
Ευκτική
μεριοίμην, μεριοο, μεριοτο, μεριοίμεθα, μεριοσθε, μεριοντο
Απαρέμφατο
μεριεσθαι
Μετοχή
μεριούμενος
μεριουμένη
μεριούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μερισθήσομαι, μερισθήσ ή μερισθήσει, μερισθήσεται, μερισθησόμεθα, μερισθήσεσθε, μερισθήσονται
Ευκτική
μερισθησοίμην, μερισθήσοιο, μερισθήσοιτο, μερισθησοίμεθα, μερισθήσοισθε, μερισθήσοιντο
Απαρέμφατο
μερισθήσεσθαι
Μετοχή
μερισθησόμενος
μερισθησομένη
μερισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μερισάμην, μερίσω, μερίσατο, μερισάμεθα, μερίσασθε, μερίσαντο
Υποτακτική
μερίσωμαι, μερίσ, μερίσηται, μερισώμεθα, μερίσησθε, μερίσωνται
Ευκτική
μερισαίμην, μερίσαιο, μερίσαιτο, μερισαίμεθα, μερίσαισθε, μερίσαιντο
Προστακτική
---, μέρισαι, μερισάσθω, ---, μερίσασθε, μερισάσθων ή μερισάσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίσασθαι
Μετοχή
μερισάμενος
μερισαμένη
μερισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μερίσθην, μερίσθης, μερίσθη, μερίσθημεν, μερίσθητε, μερίσθησαν
Υποτακτική
μερισθ, μερισθς, μερισθ, μερισθμεν, μερισθτε, μερισθσι(ν)
Ευκτική
μερισθείην, μερισθείης, μερισθείη, μερισθείημεν ή μερισθεμεν, μερισθείητε ή μερισθετε, μερισθείησαν ή μερισθεεν
Προστακτική
---, μερίσθητι, μερισθήτω, ---, μερίσθητε, μερισθέντων ή μερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
μερισθναι
Μετοχή
μερισθείς
μερισθεσα
μερισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρισμαι, μεμέρισαι, μεμέρισται, μεμερίσμεθα, μεμέρισθε, μεμερισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον ς
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα μεν
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα τε
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα σι
 
Ευκτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εην
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εης
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εη
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα εημεν (εμεν)
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα εητε (ετε)
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μεμέρισο, μεμερίσθω, --- μεμέρισθε, μεμερίσθων ή μεμερίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
μεμερίσθαι
Μετοχή
μεμερισμένος,
μεμερισμένη,
μεμερισμένον
 
Υπερσυντέλικος
μεμερίσμην, μεμέρισο, μεμέριστο, μεμερίσμεθα, μεμέρισθε, μεμερισμένοι σαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μακαρίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dean Russo 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μακαρίζω»
 
μακαρίζω = καλοτυχίζω
(Το -ι είναι βραχύ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μακαρίζω, μακαρίζεις, μακαρίζει, μακαρίζομεν, μακαρίζετε, μακαρίζουσι(ν)
Υποτακτική
μακαρίζω, μακαρίζς, μακαρίζ, μακαρίζωμεν, μακαρίζητε, μακαρίζωσι(ν)
Ευκτική
μακαρίζοιμι, μακαρίζοις, μακαρίζοι, μακαρίζοιμεν, μακαρίζοιτε, μακαρίζοιεν
Προστακτική
---, μακάριζε, μακαριζέτω, ---, μακαρίζετε, μακαριζόντων (ή μακαριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
μακαρίζειν
Μετοχή
μακαρίζων, μακαρίζουσα, μακαρίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
μακάριζον, μακάριζες, μακάριζε, μακαρίζομεν, μακαρίζετε, μακάριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μακαρι, μακαριες, μακαριε, μακαριομεν, μακαριετε, μακαριοσι(ν)
Ευκτική
μακαριομι, μακαριος, μακαριο, ή μακαριοίην, μακαριοίης, μακαριοίη, μακαριομεν, μακαριοτε, μακαριοεν
Απαρέμφατο
μακαριεν
Μετοχή
μακαριν, μακαριοσα, μακαριον
 
Αόριστος
Οριστική
μακάρισα, μακάρισας, μακάρισε(ν), μακαρίσαμεν, μακαρίσατε, μακάρισαν
Υποτακτική
μακαρίσω, μακαρίσς, μακαρίσ, μακαρίσωμεν, μακαρίσητε, μακαρίσωσι(ν)
Ευκτική
μακαρίσαιμι, μακαρίσαις ή μακαρίσειας, μακαρίσαι ή μακαρίσειε(ν), μακαρίσαιμεν, μακαρίσαιτε, μακαρίσαιεν ή μακαρίσειαν
Προστακτική
---, μακάρισον, μακαρισάτω, ---, μακαρίσατε, μακαρισάντων (ή μακαρισάτωσαν)
Απαρέμφατο
μακαρίσαι
Μετοχή
μακαρίσας, μακαρίσασα, μακαρίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μακαρίζομαι, μακαρίζ ή μακαρίζει, μακαρίζεται, μακαριζόμεθα, μακαρίζεσθε, μακαρίζονται
Υποτακτική
μακαρίζωμαι, μακαρίζ, μακαρίζηται, μακαριζώμεθα, μακαρίζησθε, μακαρίζωνται
Ευκτική
μακαριζοίμην, μακαρίζοιο, μακαρίζοιτο, μακαριζοίμεθα, μακαρίζοισθε, μακαρίζοιντο
Προστακτική
---, μακαρίζου, μακαριζέσθω, ---, μακαρίζεσθε, μακαριζέσθων ή μακαριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
μακαρίζεσθαι
Μετοχή
μακαριζόμενος
μακαριζομένη
μακαριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μακαριζόμην, μακαρίζου, μακαρίζετο, μακαριζόμεθα, μακαρίζεσθε, μακαρίζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μακαρισθήσομαι, μακαρισθήσ ή μακαρισθήσει, μακαρισθήσεται, μακαρισθησόμεθα, μακαρισθήσεσθε, μακαρισθήσονται
Ευκτική
μακαρισθησοίμην, μακαρισθήσοιο, μακαρισθήσοιτο, μακαρισθησοίμεθα, μακαρισθήσοισθε, μακαρισθήσοιντο
Απαρέμφατο
μακαρισθήσεσθαι
Μετοχή
μακαρισθησόμενος
μακαρισθησομένη
μακαρισθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μακαρίσθην, μακαρίσθης, μακαρίσθη, μακαρίσθημεν, μακαρίσθητε, μακαρίσθησαν
Υποτακτική
μακαρισθ, μακαρισθς, μακαρισθ, μακαρισθμεν, μακαρισθτε, μακαρισθσι(ν)
Ευκτική
μακαρισθείην, μακαρισθείης, μακαρισθείη, μακαρισθείημεν ή μακαρισθεμεν, μακαρισθείητε ή μακαρισθετε, μακαρισθείησαν ή μακαρισθεεν
Προστακτική
---, μακαρίσθητι, μακαρισθήτω, ---, μακαρίσθητε, μακαρισθέντων ή μακαρισθήτωσαν
Απαρέμφατο
μακαρισθναι
Μετοχή
μακαρισθείς
μακαρισθεσα
μακαρισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμακάρισμαι, μεμακάρισαι, μεμακάρισται, μεμακαρίσμεθα, μεμακάρισθε, μεμακαρισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον ς
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα μεν
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα τε
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα σι
 
Ευκτική
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον εην
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον εης
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον εη
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα εημεν (εμεν)
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα εητε (ετε)
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μεμακάρισο, μεμακαρίσθω, --- μεμακάρισθε, μεμακαρίσθων ή μεμακαρίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
μεμακαρίσθαι
Μετοχή
μεμακαρισμένος,
μεμακαρισμένη,
μεμακαρισμένον
 
Υπερσυντέλικος
μεμακαρίσμην, μεμακάρισο, μεμακάριστο, μεμακαρίσμεθα, μεμακάρισθε, μεμακαρισμένοι σαν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...