Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μακαρίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μακαρίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dean Russo 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μακαρίζω»
 
μακαρίζω = καλοτυχίζω
(Το -ι είναι βραχύ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μακαρίζω, μακαρίζεις, μακαρίζει, μακαρίζομεν, μακαρίζετε, μακαρίζουσι(ν)
Υποτακτική
μακαρίζω, μακαρίζς, μακαρίζ, μακαρίζωμεν, μακαρίζητε, μακαρίζωσι(ν)
Ευκτική
μακαρίζοιμι, μακαρίζοις, μακαρίζοι, μακαρίζοιμεν, μακαρίζοιτε, μακαρίζοιεν
Προστακτική
---, μακάριζε, μακαριζέτω, ---, μακαρίζετε, μακαριζόντων (ή μακαριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
μακαρίζειν
Μετοχή
μακαρίζων, μακαρίζουσα, μακαρίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
μακάριζον, μακάριζες, μακάριζε, μακαρίζομεν, μακαρίζετε, μακάριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μακαρι, μακαριες, μακαριε, μακαριομεν, μακαριετε, μακαριοσι(ν)
Ευκτική
μακαριομι, μακαριος, μακαριο, ή μακαριοίην, μακαριοίης, μακαριοίη, μακαριομεν, μακαριοτε, μακαριοεν
Απαρέμφατο
μακαριεν
Μετοχή
μακαριν, μακαριοσα, μακαριον
 
Αόριστος
Οριστική
μακάρισα, μακάρισας, μακάρισε(ν), μακαρίσαμεν, μακαρίσατε, μακάρισαν
Υποτακτική
μακαρίσω, μακαρίσς, μακαρίσ, μακαρίσωμεν, μακαρίσητε, μακαρίσωσι(ν)
Ευκτική
μακαρίσαιμι, μακαρίσαις ή μακαρίσειας, μακαρίσαι ή μακαρίσειε(ν), μακαρίσαιμεν, μακαρίσαιτε, μακαρίσαιεν ή μακαρίσειαν
Προστακτική
---, μακάρισον, μακαρισάτω, ---, μακαρίσατε, μακαρισάντων (ή μακαρισάτωσαν)
Απαρέμφατο
μακαρίσαι
Μετοχή
μακαρίσας, μακαρίσασα, μακαρίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μακαρίζομαι, μακαρίζ ή μακαρίζει, μακαρίζεται, μακαριζόμεθα, μακαρίζεσθε, μακαρίζονται
Υποτακτική
μακαρίζωμαι, μακαρίζ, μακαρίζηται, μακαριζώμεθα, μακαρίζησθε, μακαρίζωνται
Ευκτική
μακαριζοίμην, μακαρίζοιο, μακαρίζοιτο, μακαριζοίμεθα, μακαρίζοισθε, μακαρίζοιντο
Προστακτική
---, μακαρίζου, μακαριζέσθω, ---, μακαρίζεσθε, μακαριζέσθων ή μακαριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
μακαρίζεσθαι
Μετοχή
μακαριζόμενος
μακαριζομένη
μακαριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μακαριζόμην, μακαρίζου, μακαρίζετο, μακαριζόμεθα, μακαρίζεσθε, μακαρίζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μακαρισθήσομαι, μακαρισθήσ ή μακαρισθήσει, μακαρισθήσεται, μακαρισθησόμεθα, μακαρισθήσεσθε, μακαρισθήσονται
Ευκτική
μακαρισθησοίμην, μακαρισθήσοιο, μακαρισθήσοιτο, μακαρισθησοίμεθα, μακαρισθήσοισθε, μακαρισθήσοιντο
Απαρέμφατο
μακαρισθήσεσθαι
Μετοχή
μακαρισθησόμενος
μακαρισθησομένη
μακαρισθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μακαρίσθην, μακαρίσθης, μακαρίσθη, μακαρίσθημεν, μακαρίσθητε, μακαρίσθησαν
Υποτακτική
μακαρισθ, μακαρισθς, μακαρισθ, μακαρισθμεν, μακαρισθτε, μακαρισθσι(ν)
Ευκτική
μακαρισθείην, μακαρισθείης, μακαρισθείη, μακαρισθείημεν ή μακαρισθεμεν, μακαρισθείητε ή μακαρισθετε, μακαρισθείησαν ή μακαρισθεεν
Προστακτική
---, μακαρίσθητι, μακαρισθήτω, ---, μακαρίσθητε, μακαρισθέντων ή μακαρισθήτωσαν
Απαρέμφατο
μακαρισθναι
Μετοχή
μακαρισθείς
μακαρισθεσα
μακαρισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμακάρισμαι, μεμακάρισαι, μεμακάρισται, μεμακαρίσμεθα, μεμακάρισθε, μεμακαρισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον ς
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα μεν
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα τε
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα σι
 
Ευκτική
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον εην
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον εης
μεμακαρισμένος- μεμακαρισμένη- μεμακαρισμένον εη
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα εημεν (εμεν)
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα εητε (ετε)
μεμακαρισμένοι- μεμακαρισμέναι- μεμακαρισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μεμακάρισο, μεμακαρίσθω, --- μεμακάρισθε, μεμακαρίσθων ή μεμακαρίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
μεμακαρίσθαι
Μετοχή
μεμακαρισμένος,
μεμακαρισμένη,
μεμακαρισμένον
 
Υπερσυντέλικος
μεμακαρίσμην, μεμακάρισο, μεμακάριστο, μεμακαρίσμεθα, μεμακάρισθε, μεμακαρισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...