Ιστορία
Προσανατολισμού: Τα κόμματα κατά την περίοδο
1933-1935 (πηγή) Συνδυάζοντας
τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται,
να αναφέρετε τα πολιτικά γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση των κομμάτων κατά
την περίοδο 1933-1935. Κείμενο
Α Στην
κατάθεσή του ενώπιον του ανακριτή, ο Βενιζέλος υπέδειξε ως οργανωτή της
απόπειρας τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, ενώ
καταλόγισε στην κυβέρνηση «γενικώς πολιτικήν ευθύνην δια την σιωπήν της»,
εφόσον ακόμη και ο ίδιος ήταν από καιρό ενήμερος για τα δολοφονικά σχέδια
εναντίον του, τα οποία μάλιστα υποκινούσε και μια μερίδα του αντιβενιζελικού
Τύπου. Η σύλληψη του Πολυχρονόπουλου στις 8 Ιουνίου, για την αυτουργία του
οποίου υπήρχαν σημαντικές ενδείξεις, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για το κύρος
της κυβέρνησης, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος είχε τοποθετηθεί στην εν λόγω
θέση κατόπιν διαταγής του ίδιου του Τσαλδάρη. Οι
υποψίες των βενιζελικών, ωστόσο, δεν εξαντλούνταν στα εκτελεστικά όργανα της
απόπειρας. Στους ηθικούς αυτουργούς συγκαταλέγονταν εξέχοντες βουλευτές και
υπουργοί, όπως ο Ιωάννης (Τζων) Θεοτόκης, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Πέτρος
Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, αλλά ακόμη και η σύζυγος του
πρωθυπουργού, Λίνα Τσαλδάρη, την οποία η Πηνελόπη Δέλτα στόλιζε με το διόλου κολακευτικό
επίθετο «φόνισσα». Πέραν όμως της φημολογίας, από την ανάκριση προέκυψαν
ισχυρές ενδείξεις εις βάρος του υπουργού Εσωτερικών, Ι. Ράλλη, ως πολιτικού
προϊσταμένου των Σωμάτων Ασφαλείας. Δημήτριος
Ντούρος, Κρίση και Διχασμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1932-1936): Η πολιτική
συζήτηση και ο κοινωνικός προβληματισμός. Κείμενο
Β Σε
επιστολή του, τον Φεβρουάριο του 1935, προς φίλο του αξιωματικό του ναυτικού, ο
Βενιζέλος έγραφε: «Το ἔργον
τῆς στρατιωτικῆς ἐπαναστάσεως πρέπει να
συγκεντρωθῇ
κυρίως εἰς
την ἐκκαθάρισην
τοῦ
στρατοῦ και
τῆς χωροφυλακῆς και τῆς ἀστυνομίας ἀπό τα ὀλίγα στοιχεῖα τα ὁποῖα δια τῆς “γιγαντικῆς” διαγωγῆς των (“γίγαντες” αποκαλούσαν
οι βενιζελικοί τους αδιάλλακτους αντιβενιζελικούς) κατά την τελευταίαν διετίαν ἀπέδειξαν ὅτι δεν ἠμποροῦν να θεωρηθοῦν εἰλικρινῶς ἀναγνωρίσαντα την
δημοκρατίαν. Και εἰς
την καθιέρωσιν τῆς ἀρχής, ὅτι εἰς το μέλλον κανείς δεν
γίνεται δεκτός εἰς
διαγωνισμόν ὅπως εἰσέλθει ὡς ἀξιωματικός ἤὑπαξιωματικός ἑνός τῶν σωμάτων τούτων, ἐάν ἐπιτροπή ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης δεν ἀποφανθῇ, ἐπί τῇ βάσει λεπτομερούς ἐρεύνης, ὅτι και το προσωπικόν
παρελθόν τοῦὑποψηφίου, ἀλλά και το παρελθόν τῶν στενοτέρων συγγενῶν του, ἐγγυῶνται ὅτι θα εἶναι, εἰς πᾶσαν περίστασιν,
φερέγγυος προασπιστής τοῦ
δημοκρατικοῦ
πολιτεύματος». Στη συνέχεια, αφού αναφερόταν στην ανάγκη ανεφοδιασμού του
στρατού και στην εκπόνηση νέου συντάγματος, έγραφε ότι, παρά τις φιλοδοξίες του
Πλαστήρα να κυβερνήσει τη χώρα δικτατορικά, η στρατιωτική δικτατορία δεν έπρεπε
να παραταθεί «πέραν τοῦἀπολύτως ἀναγκαίου χρόνου». Γρ.
Δάφνης, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Αθήναι 1955. Ενδεικτική απάντηση Το 1933 ο Πλαστήρας, με την ανοχή του
Βενιζέλου, επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, θέλοντας να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα
να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Πλαστήρας συμμεριζόταν τις ανησυχίες των βενιζελικών
αξιωματικών, οι οποίοι έβλεπαν να εκτίθεται σε κίνδυνο η επαγγελματική τους
εξέλιξη, εάν σχημάτιζε κυβέρνηση το Λαϊκό Κόμμα. Το κίνημα κατεστάλη, όμως στην
πολιτική ζωή έκανε ξανά έντονη την παρουσία της η τακτική της βίας. Εκτός από
τους στρατιωτικούς άρχισαν και πολιτικοί να δικαιολογούν ξανά τη χρήση βίας. Η
κυβέρνηση Τσαλδάρη, που προέκυψε από τις εκλογές του 1933, επιχείρησε να
ακολουθήσει έναν ήπιο δρόμο και ανακοίνωσε ότι δεν θα υιοθετούσε την τακτική
των αυθαίρετων διώξεων των αντιπάλων, αλλά θα στηριζόταν μόνο στην ανεξάρτητη
δικαιοσύνη. Τρεις μήνες, όμως, μετά το κίνημα του Πλαστήρα, έγινε απόπειρα
δολοφονίας του Βενιζέλου. Σύμφωνα με τον
Δημήτριο Ντούρο (Κείμενο Α), ο Βενιζέλος υπέδειξε στον αρμόδιο ανακριτή ως
οργανωτή της εις βάρος του απόπειρας τον Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, διοικητή της
Γενικής Ασφάλειας, ο οποίος κατέληξε να συλληφθεί στις 8 Ιουνίου, καθώς υπήρχαν
πράγματι σημαντικές ενδείξεις για την αυτουργία του. Η σύλληψη αυτή έπληξε
σημαντικά το κύρος της κυβέρνησης Τσαλδάρη, ιδίως εφόσον ο Πολυχρονόπουλος είχε
καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση με εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού. Ο
Βενιζέλος επέρριψε γενικότερα πολιτικές ευθύνες στην κυβέρνηση για τη σιωπή της
απέναντι στο γεγονός, καθώς ακόμη κι εκείνος είχε γνώση των δολοφονικών εις
βάρος του σχεδίων, τα οποία, άλλωστε, υποκινούνταν από μέρος των αντιβενιζελικών
εφημερίδων. Οι βενιζελικοί, πάντως, δεν αρκούνταν μόνο στον εντοπισμό εκείνων
που υλοποίησαν την απόπειρα, ήθελαν να προσδιοριστούν και οι ηθικοί αυτουργοί
της. Οι υποψίες ως προς αυτό στρέφονταν σε πρόσωπα της κυβέρνησης, τόσο
βουλευτές όσο και υπουργούς, όπως ήταν ο Ιωάννης Θεοτόκης, ο Πέτρος
Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, αλλά και η σύζυγος του πρωθυπουργού,
Λίνα Τσαλδάρη, την οποία η Πηνελόπη Δέλτα δεν δίστασε να χαρακτηρίσει
«φόνισσα». Οι ευθύνες αυτές, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν στο επίπεδο της
φημολογίας, καθώς στο πλαίσιο της ανάκρισης προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις για την
εμπλοκή του Ιωάννη Ράλλη, υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος ήταν τότε πολιτικός
προϊστάμενος των Σωμάτων Ασφαλείας. Το γεγονός της απόπειρας δολοφονίας όξυνε
τα πνεύματα και ο φανατισμός και στα δύο στρατόπεδα έφτασε στο αποκορύφωμα με
την αποστράτευση βενιζελικών αξιωματικών. Αυτό προκάλεσε ανασφάλεια στους
βενιζελικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί, όσο
ενίσχυαν τις θέσεις τους, τόσο ασκούσαν πίεση στον Τσαλδάρη να διακόψει τις
συνεννοήσεις με τους Φιλελευθέρους. Οι έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο
κόμματα οδήγησαν και τα δύο στο φόβο ότι το καθένα αποσκοπεί στην διάλυση του
άλλου. Αυτήν την περίοδο σχηματίσθηκαν
συνωμοτικοί κύκλοι αξιωματικών διαφόρων αποχρώσεων, οι οποίοι λειτουργούσαν ως
ομάδες πίεσης στα θεσμικά όργανα και περίμεναν να βρουν την ευκαιρία για
επέμβαση. Ο Βενιζέλος προχώρησε τον Μάρτιο του 1935 σε αποτυχημένο στρατιωτικό
κίνημα, αποσκοπώντας και πάλι στην κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας από
τους βασιλικούς. Οι προθέσεις του
Βενιζέλου επιβεβαιώνονται από επιστολή του ίδιου (Κείμενο Β), που είχε
αποστείλει τον Φεβρουάριο του 1935 σε φίλο του αξιωματικό του ναυτικού.
Ειδικότερα, ο Βενιζέλος προσδιόριζε ως στόχο της «στρατιωτικής επανάστασης» την
εκκαθάριση τόσο του στρατού και της αστυνομίας όσο και της χωροφυλακής από τους
«γίγαντες», από τους αδιάλλακτους, δηλαδή, αντιβενιζελικούς, οι οποίοι με τις
πράξεις τους τα αμέσως προηγούμενα χρόνια είχαν δείξει πως δεν σέβονται τη
δημοκρατία. Έτι περαιτέρω, ωστόσο, ο Βενιζέλος επιθυμούσε να υπάρξει η εκπόνηση
νέου συντάγματος, αλλά και η καθιέρωση απαραβίαστης αρχής πως πλέον κανείς δεν
θα μπορούσε να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για τη στελέχωση των σωμάτων αυτών ως
αξιωματικός ή υπαξιωματικός, αν δεν είχε επιβεβαιωθεί πρώτα από επιτροπή που θα
έχαιρε απόλυτης εμπιστοσύνης πως τόσο ο ίδιος ο υποψήφιος όσο και οι πιο στενοί
συγγενείς του ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στο δημοκρατικό πολίτευμα. Στο
συμπέρασμα αυτό θα κατέληγε η επιτροπή ύστερα από λεπτομερή έλεγχο του
παρελθόντος τους. Ο Βενιζέλος, ωστόσο, αν και αναγνώριζε την πρόθεση του
Πλαστήρα να κυβερνήσει ως δικτάτορας τη χώρα, καθιστούσε σαφές πως η δικτατορία
δεν έπρεπε να παραταθεί πέρα από το απολύτως αναγκαίο για την ευόδωση των
συγκεκριμένων στόχων διάστημα. Ακριβώς αυτό το αποτυχημένο κίνημα έδωσε λαβή
στην κυβέρνηση, υπό την πίεση αξιωματικών της άλλης πλευράς, να σκληρύνει τη
στάση της: διέλυσε το Κοινοβούλιο, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και προκήρυξε
εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από τις εκλογές της 9ης
Ιουνίου 1935. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα,
με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας.
Ιστορία
Προσανατολισμού: Πιστωτικό σύστημα & Εθνικά δάνεια τον 19ο αιώνα
(πηγές) Συνδυάζοντας
τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται,
να αναφέρετε: α. την
κατάσταση του πιστωτικού συστήματος κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας β. τα
εθνικά δάνεια, κατά τον. Κείμενο
Α Τυπικός
ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα και ο τρόπος με τον οποίον έφταναν οι
αγρότες, που είχαν αφεθεί «ανυπεράσπιστοι εις τους όνυχας τού μεταπρατικού
ιδίως τοκογλυφισμού», στην καταχρέωσή τους. Οι δανειστές που συχνά ήσαν οι
παντοπώλες του χωριού, δάνειζαν τους αγρότες σε χρήμα αλλά, κυρίως, σε είδος. Τα
δάνεια αυτά ήσαν βραχυπρόθεσμα και έληγαν, συνήθως, την εποχή της συγκομιδής,
σε διαφορετικό, δηλαδή κάθε φορά χρόνο, ανάλογα με το είδος των προϊόντων που
εκαλλιεργούντο από τους δανειολήπτες. Όταν, όμως, έφτανε η ώρα της αποπληρωμής
διαπιστωνόταν, συνήθως, η αδυναμία του οφειλέτη να εξοφλήσει το χρέος του και
άρχιζε τότε μια διαδικασία υπολογισμών που έχει, χαρακτηρισθεί και ως
«τοκογλυφικός υπολογισμός». Αυτή είχε, σε αρκετές περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα
την εξαφάνιση, μετά παρέλευση λίγων χρόνων, της ελεύθερης βαρών περιουσίας στα
χωριά όπου αναπτυσσόταν η σχετική δραστηριότητα των τοκογλύφων. Σε ορισμένες
μάλιστα περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι καλλιεργητές χωρικοί είχαν κατορθώσει να
εξαγοράσουν τα τσιφλίκια και να τα μετατρέψουν σε κεφαλοχώρια, παρατηρήθηκε το
φαινόμενο να μεταπέσουν τα τελευταία πάλι «μερικώς ή ολικώς εις τσιφλίκια
ένεκεν αφοριών* και οικονομικής ανεπάρκειας των χωρικών». αφορία:
Η ελλιπής γονιμότητα των εδαφών. Δημήτρης
Γ. Καπογιάννης, Όψεις κρατικού παρεμβατισμού στην κοινωνική και αγροτική
οικονομία του μεσοπολέμου, Αθήνα 2006 Κείμενο
Β Οι
απολογισμοί της περιόδου είναι μονίμως ελλειμματικοί. Τα ελλείμματα
αντιμετωπίζονται με τις εκποιήσεις της εθνικής γης και των κρατικών μετοχών της
Εθνικής Τράπεζας, με την έκδοση εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και με την
προσφυγή στον εσωτερικό δανεισμό. Για τις έκτακτες ανάγκες θα υπάρξει η
προσφυγή στην αναγκαστική κυκλοφορία. Η πρώτη αναγκαστική κυκλοφορία, Δεκέμβριος
1868 - Μάρτιος 1870, υπαγορεύθηκε από τις ανάγκες αντιμετώπισης της κρητικής
επανάστασης. Η δεύτερη, 1877-1884, θα επιβληθεί λόγω επιδείνωσης της ανατολικής
κρίσης και θα διατηρηθεί από τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργούσε η απόκτηση
της Θεσσαλίας και Ηπείρου. Μέχρι
το 1879, λόγω μη διακανονισμού των δανείων ανεξαρτησίας, δεν θα υπάρξει
εξωτερικός δανεισμός. Το Δημόσιο θα προσφεύγει συνεχώς στον εσωτερικό δανεισμό,
κυρίως από την Εθνική Τράπεζα. Το συνολικό εσωτερικό χρέος θα ανέλθει στα 145,5
εκ. φράγκα (1 δρχ. = 1 φρ.). Αν προστεθούν οι διακανονισμοί των 25 εκ. φράγκων
των δανείων ανεξαρτησίας το 1879 και των 4,5 εκ. φρ. η αναγνώριση του χρέους
προς τον Όθωνα, το συνολικό Δημόσιο Χρέος το 1879 ανερχόταν στα 175 εκ. φρ. και
του οποίου η εξυπηρέτηση απαιτούσε το 40% των εσόδων. Αναστάσιος
Μ. Ηλιαδάκης, Εξωτερικός δανεισμός και δανειακή κοινωνικοποίηση στην Ελλάδα,
1824-1940. Ενδεικτική απάντηση α. Το
πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά, κατά τα πρώτα χρόνια της
ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο με το εμπόριο των
αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της σταφίδας. Οι έμποροι
λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις και όρους. Ο δανεισμός
κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους παραγωγούς και δημιουργούσε
προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς
της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για τον παραγωγό όρους. Τα στοιχεία
αυτά επιβεβαιώνονται από τον Δημήτρη Γ. Καπογιάννη (Κείμενο Α), ο οποίος επισημαίνει
πως το αποτέλεσμα αυτού του τοκογλυφικού δανεισμού ήταν να επιβαρύνονται οι
αγρότες με μεγάλα χρέη. Με δεδομένο το γεγονός πως δεν είχαν άλλη πηγή
δανεισμού, κατέφευγαν στους «παντοπώλες» του χωριού τους και λάμβαναν δάνεια
είτε σε χρήμα είτε -συνηθέστερα- σε προϊόντα. Ο δανεισμός αυτός ήταν
βραχυπρόθεσμος και η λήξη του τοποθετούνταν την περίοδο της συγκομιδής, όποιου
προϊόντος καλλιεργούσε ο κάθε αγρότης. Ως εκ τούτου, τα δάνεια γίνονταν
απαιτητά σε διαφορετικό χρόνο ανάλογα με την καλλιέργεια. Η συνηθέστερη
κατάληξη αυτής της διαδικασίας ήταν η διαπίστωση πως οι αγρότες δεν είχαν τη
δυνατότητα εξόφλησης του δανείου, με αποτέλεσμα να επιτελείται ο «τοκογλυφικός
υπολογισμός», για να διαπιστωθεί το εύρος του τελικού χρέους. Με την επανάληψη
αυτής της τοκογλυφικής διαδικασίας σε λίγα μόλις χρόνια είχε εξαφανιστεί η
ελεύθερη οικονομικών βαρών αγροτική περιουσία. Ιδιαίτερα εμφανής ήταν ο
αρνητικός αντίκτυπος της τοκογλυφίας σε περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι αγρότες
ενώ είχαν επιτύχει να εξαγοράσουν συνεργαζόμενοι κατά τόπους τσιφλίκια και τα
είχαν μετατρέψει σε κεφαλοχώρια, να περιπέσουν εκ νέου οι αγροτικές αυτές
εκτάσεις -είτε πλήρως είτε μερικώς- σε τσιφλίκια, λόγω της κακής απόδοσης των
σοδιών και της οικονομικής αδυναμίας των αγροτών. Την
ίδια στιγμή, πάντως, άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των απαραίτητων για
την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι επιχειρηματικές
πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις και τις πολιτικές
του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού. Οι προσπάθειες
για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες και προέρχονταν από πολλές
πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη
δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα
συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων. β. Από
τα χρόνια της Επανάστασης, ο δανεισμός υπήρξε μία σημαντική παράμετρος της
λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό ήταν φυσικό για ένα κράτος που
ξεκινούσε από το μηδέν και δεν κληρονόμησε από το προηγούμενο καθεστώς
οργανωμένο δημοσιονομικό σύστημα. Είναι γνωστές οι περιπέτειες των δανείων του
Αγώνα στη χρηματαγορά του Λονδίνου καθώς και η σύναψη νέων δανείων, που
συνόδευσε την άφιξη των Βαυαρών το 1832. Οι Οθωνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν την
αποπληρωμή των επαναστατικών δανείων, γεγονός που απομόνωσε τη χώρα από τις
ευρωπαϊκές χρηματαγορές ως το 1861. Διαφορετική, ωστόσο, είναι η άποψη που
εκφράζει ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), ο οποίος τοποθετεί την
έναρξη του εξωτερικού δανεισμού μετά το 1879, ακριβώς επειδή δεν είχε επέλθει
διακανονισμός των δανείων της ανεξαρτησίας. Η
αλλαγή των ρυθμών ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1860 και μετά, οδήγησε
αναγκαστικά σε νέο δανεισμό. Οι περιορισμένοι πόροι της χώρας, σε συνδυασμό με
τα έκτακτα έξοδα που επέβαλαν οι διαρκείς εθνικές κρίσεις, καθιστούσαν αδύνατη
την εξοικονόμηση κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις. Σύμφωνα, πάντως, με τα
στοιχεία που καταγράφει ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), την περίοδο
εκείνη το ελληνικό κράτος κατέφευγε συνηθέστερα στον εσωτερικό δανεισμό,
κυρίως από την Εθνική Τράπεζα. Μέχρι το 1879, μάλιστα, το εσωτερικό χρέος είχε
φτάσει στα 145,5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ αν προστεθούν σε αυτό τα 25
εκατομμύρια που προέκυψαν από τον διακανονισμό των δανείων της ανεξαρτησίας και
τα 4,5 εκατομμύρια που αναγνωρίστηκαν ως οφειλόμενα στον έκπτωτο Όθωνα, τότε το
συνολικό χρέος του ελληνικού Δημοσίου έφτανε τα 175 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα
να απαιτείται το 40% των εσόδων της χώρας για την εξυπηρέτησή του. Ακολούθως, ο
εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, και μέσα σε λίγα
μόλις χρόνια η χώρα βρέθηκε να οφείλει ποσά πολλαπλάσια του ετήσιου
προϋπολογισμού της. Το
μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών χρησίμευσε για την κάλυψη των τρεχόντων
ελλειμμάτων των εθνικών προϋπολογισμών. Όπως, πάντως, επισημαίνει ο
Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), τους μόνιμα ελλειμματικούς
προϋπολογισμούς της εποχής το κράτος τους αντιμετώπιζε με ίδια μέσα. Το κράτος
εκποιούσε εθνικές γαίες, καθώς και κρατικές μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, εξέδιδε
έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου ή κατέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Μέρος των
εξωτερικών δανείων αξιοποιήθηκε για την κάλυψη των δαπανών των στρατιωτικών
κινητοποιήσεων (του 1877-1880 και του 1885-1886) και των εξοπλισμών (26.000.000
δραχμές από τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυπήγηση τριών θωρηκτών το
1889). Διαφορετικά παρουσιάζει τη διαχείριση των κρίσεων της περιόδου αυτής
ο Αναστάσιος Μ. Ηλιαδάκης (Κείμενο Β), ο οποίος αναφέρει ως μέσο επίλυσης
των έκτακτων αναγκών την αναγκαστική κυκλοφορία του νομίσματος. Η πρώτη φορά
που αξιοποιήθηκε το μέσο αυτό (Δεκέμβριος 1868 – Μάρτιος 1870) επιβλήθηκε λόγω
της κρητικής επανάστασης και των σχετικών αναγκών που προέκυψαν. Η δεύτερη, που
υπήρξε μεγαλύτερης διάρκειας (1877-1884) επιβλήθηκε αρχικά λόγω της ανατολικής
κρίσης, αλλά παρατάθηκε λόγω των οικονομικών αναγκών που επήλθαν με την
προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος. Επίσης μεγάλα
ποσά των εξωτερικών δανείων διατέθηκαν για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων.
Μικρό μέρος απέμενε για παραγωγικές επενδύσεις και δημόσια έργα, ποσό όμως
απαραίτητο, χωρίς το οποίο τα έργα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν.