Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laurie Stewart


Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Α΄ 
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά

Β΄ 
Όλοι βλέπουν οράματα 

Γ΄ 
Κι όμως σ' αυτό τον ύπνο 

Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα

Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια 

ΣΤ΄
Κάτω στις δάφνες

Ζ΄
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι 

Η΄
Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης 

Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τά 'βλεπαν

Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν

ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη

ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται  

ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος 

ΙΔ΄
Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα



Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Frederic Edwin Church

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.

Αναστάσιμη ωδίνη.

Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αναμονής, συνεχίζοντας τη θεματική της επερχόμενης αναγέννησης που είχε δημιουργήσει στο αμέσως προηγούμενο ποίημα (ΙΒ΄).
Ο πρώτος στίχος «Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος», μας παραπέμπει στην καταληκτική στροφή του προηγούμενου ποιήματος: «Το φως είναι σφυγμός / ολοένα πιο αργός και πιο αργός / θαρρείς πως πάει να σταματήσει». Το σταμάτημα του ήλιου συμβολίζει το τέλος μιας εποχής και το συνεπαγόμενο φανέρωμα μιας νέας, που -ιδεατά- θα έχει αποβάλει τις παθογένειες της προηγούμενης.
Η αδράνεια των πολιτών, η αδιαφορία τους για την πορεία της κοινωνίας, η αδυναμία τους να δουν πέρα από τον εαυτό τους, αποτελούν την εικόνα της παρακμής, την εικόνα μιας κοινωνίας που οδηγείται κατ’ ανάγκη στο θάνατο. Ο ποιητής πλέον προσδοκά μια ουσιαστική αφύπνιση, που θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον πραγματικό τους ρόλο. Ο ποιητής ευελπιστεί πως πλέον οι άνθρωποι θα ξεφύγουν από την αποχαύνωση που τους χαρακτήριζε μέχρι τώρα και θα αναλάβουν ενεργά τα ηνία, όχι μόνο της ζωής τους, αλλά και της κοινωνίας τους.
Το ποίημα, άλλωστε, επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα αδράνειας που μοιάζει να είναι κυρίαρχο στα χρόνια του ποιητή. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερινής ραστώνης, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι ανύπαρκτη, ο ποιητής προετοιμάζει την εμφάνιση ενός οιωνού, που θα σημάνει την επερχόμενη αναγέννηση.
Η απουσία των ανθρώπων είναι βέβαια συμβολική, καθώς αποδίδει την αίσθηση του ποιητή πως οι συγκαιρινοί του αφήνουν τη ζωή τους να περνά ερήμην τους. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η «Αναστάσιμη ωδίνη», ο πόνος ενός λυτρωτικού τοκετού, που θα φέρει στη ζωή έναν νέο κόσμο, ο ποιητής αποκλείει την ανθρώπινη παρουσία απ’ τους στίχους του.

«Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙»

Το ξεκίνημα της μέρας βρίσκει τις υπερφυσικές παρουσίες των ξωτικών, που έχουν εύλογα κατοικήσει τον εγκαταλελειμμένο απ’ τους ανθρώπους τόπο, να φυσούν τα στεγνά κοχύλια, σε μια μάταιη προσπάθεια αφύπνισης. Τα στεγνά κοχύλια, συνάμα, μας παραπέμπουν στο θερινό τοπίο που φλέγεται υπό τον σχεδόν ακινητοποιημένο ήλιο.

«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.»

Το πουλί κελαηδά μόνο τρεις φορές, όπως εμφατικά δηλώνεται μέσω της επανάληψης. Η επιμονή στον αριθμό τρία μας παραπέμπει στην ιδιαίτερη σηματοδότηση του αριθμού αυτού που διατρέχει την αρχαιοελληνική αλλά και τη χριστιανική παράδοση.
Παράλληλα, η ματαίωση του κελαηδίσματος ενισχύει την αίσθηση πως κάτι το ξεχωριστό πρόκειται να συμβεί, κι αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι απ’ τους αμέτοχους ανθρώπους, αλλά από τα πουλιά και τα ερπετά που είναι πάντοτε σε αμεσότερη επαφή με τα σημάδια της φύσης.
Η σαύρα μένει ακίνητη πάνω στην πέτρα, κοιτάζοντας το καμένο χόρτο απ’ το οποίο μόλις πέρασε μια δεντρογαλιά (φίδι). Μ’ αυτή την εικόνα, της ακινητοποιημένης σαύρας, ο ποιητής ολοκληρώνει το σκηνικό που επικρατεί στιγμές μόλις προτού γίνει η χαραγματιά στο θόλο του ουρανού, η χαραγματιά που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία της γέννησης.

«Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.»

Η μαύρη φτερούγα -δυσοίωνο σύμβολο- σέρνει μια βαθιά χαραγματιά στον ουρανό, κι ο ποιητής με μια αποστροφή προς ένα δεύτερο πρόσωπο, που δεν είχε μέχρι στιγμής δηλωθεί στο ποίημα, το καλεί να κοιτάξει προς τον ουρανό που είναι έτοιμος πια ν’ ανοίξει. Η αποστροφή αυτή αποτελεί το μόνο σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά μόνο στο ρόλο του άπραγου θεατή.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η χαραγματιά στον ουρανό γίνεται από μια μαύρη φτερούγα, αποτελεί σαφή υπενθύμιση πως η αναγέννηση έρχεται μέσα από την πλήρη παρακμή της κοινωνίας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια αναγέννηση που προέκυψε απ’ τις συνειδητές προσπάθειες των πολιτών, αλλά για μια κατάσταση που ήρθε ως συνέπεια της αδράνειας, της αδιαφορίας και της αυτοκαταστροφικής πορείας της κοινωνίας.
Η νέα κοινωνία θα γεννηθεί μέσα από τις στάχτες της παλιάς, που οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην κατάρρευση από τα λάθη των ανθρώπων της.
Το ποίημα που ακολουθεί και ολοκληρώνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» είναι ενδεικτικό για την αναπόφευκτη καταστροφή της παρακμασμένης πολιτείας. Η αναγεννημένη πολιτεία θα προκύψει απ’ τις στάχτες του παρελθόντος. Κάθε παθογένεια του παρελθόντος πρέπει να παραδοθεί στις φλόγες, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαγνισμένη καινούρια πολιτεία:

....
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει τη φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
...

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Μάρτης 1964, ενθρόνιση Κωνσταντίνου 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄

Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για να βρει τη χαρά.

Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.

Ο Γιώργος Σεφέρης στα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής (Τρία κρυφά ποιήματα) αποδίδει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου απολογισμού, το κυρίαρχο κλίμα της εποχής του. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως η χώρα έχει περάσει σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές. Το παλιό αργοπεθαίνει και το νέο ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή του, όχι όμως χάρη στη συνειδητή προσπάθεια των πολιτών, αλλά λόγω της δυναμικής που έχει η εγγενής τάση της ζωής για αλλαγή και ανανέωση. Ο ποιητής στηλιτεύει την παθητική στάση των πολιτών και συνάμα αναγνωρίζει πως η ανατροπή της παλιάς κατάστασης είναι δεδομένη.

Η πάλη, όμως, του νέου με το παλιό, που διακρίνει και καταγράφει ο ποιητής, θα έρθει αντιμέτωπη με τη βίαιη επέμβαση της ιστορικής πραγματικότητας, καθώς ένα χρόνο μετά την έκδοση των ποιημάτων αυτών, στις 21 Απριλίου 1967, θα ξεκινήσει για τη χώρα η επώδυνη περίοδος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Έτσι, η διαφαινόμενη τάση αναγέννησης θα προσκρούσει σε μια επιβεβλημένη οπισθοδρόμηση σε αυταρχικές τακτικές του παρελθόντος.

Την εποχή που ο Σεφέρης συνέθετε τους στίχους αυτούς η Ελλάδα βίωνε την πολιτική αστάθεια που προκαλούσε η αδυναμία των πολιτικών ηγετών να συνεργαστούν και η εμμονή τους στην πρωτοκαθεδρία, την αδιαλλαξία που δεν επέτρεπε την αποσόβηση των συνεπειών του αιματηρού εμφυλίου που είχε προηγηθεί, αλλά και την αναχρονιστική επιβίωση παρωχημένων πολιτικών μορφωμάτων.

Η αίσθηση που υποβάλλεται με την πρώτη στροφή του ποιήματος είναι αυτή της έντασης, καθώς το αίμα τ’ ουρανού τινάζεται, έχοντας φτάσει πια στην κορύφωση ενός εσωτερικού παροξυσμού. Το αίμα, η βαθύτερη ουσία της ζωής, αποζητά να φτάσει στη χαρά, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να περάσει μέσα από το θάνατο. Έκδηλη εδώ η διάθεση αναγέννησης της ζωής σκέψη που βρίσκει την εφαρμογή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό.

Η ανούσια επιβίωση παρελθοντικών στοιχείων, η άσκοπα παρατεταμένη ύπαρξη μιας λογικής που ανήκει σε περασμένες, σκοτεινότερες δεκαετίες, ωθεί εξ ανάγκης τον κόσμο στην επιλογή μιας βαθιάς ανανέωσης. Μα για να προκύψει αυτή η καίρια αλλαγή, οφείλει να επέλθει το τέλος όλων εκείνων των στοιχείων που κρατούν δέσμια την κοινωνία σε συνήθειες και λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος.

Αυτή ακριβώς την πορεία προς το θάνατο μας δίνει η δεύτερη στροφή. Το φως, που λειτουργεί ως ο σφυγμός της ζωής, ολοένα και χάνει την έντασή του. Ο ιδιάζων αυτός παλμός γίνεται ολοένα και πιο αργός, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται να σταματήσει. Έτσι, μέσα από το θάνατο του παλιού, η κοινωνία θα αναγεννηθεί, λαμβάνοντας μια νέα μορφή, που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών.

Εντούτοις, θα πρέπει να προσεχθεί πως η επιλογή του φωτός ως σφυγμού της ζωής δεν είναι τυχαία, καθώς το φως λειτουργεί παράλληλα κι ως σύμβολο ελπίδας, ως φορέας θετικών μηνυμάτων. Ο σταδιακός τερματισμός του, επομένως, υποδηλώνει πως ο θάνατος που έρχεται προκύπτει μέσα από την εκμηδένιση κάθε ελπίδας. Η αναγέννηση, άρα, της κοινωνίας δεν επιτυγχάνεται από τον οραματισμό ενός καλύτερου αύριο, αλλά από την απόγνωση που φέρνει η απώλεια της ελπίδας και της προσδοκίας.

Η γέννηση της νέας κοινωνίας δεν προκύπτει δυναμικά από τη διάθεση των πολιτών να αναδιαμορφώσουν την πραγματικότητά τους, αλλά από την αδυναμία τους να επιδιώξουν τη βελτίωση και την ανανέωση. Το παλιό πεθαίνει υπό το βάρος των αποτυχιών του κι όχι από την ενεργή διάθεση των πολιτών να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.

Ο αφορμισμένος ουρανός και η σταδιακή υποχώρηση του φωτός αναδεικνύουν το τέλος που έρχεται αναγκαστικά σε μια παρακμάζουσα κοινωνία. Έτσι, η απόπειρα τη ζωής να βρεθεί εκ νέου στη χαρά, περνώντας απ’ το θάνατο, δεν αποτελεί τόσο συνειδητή δράση, όσο μια επιλογή επιβεβλημένη από την απόγνωση.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Πηγή Δανιηλίδου 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»  

«Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει σ’ ένα λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο κτίσμα δεν είναι προέχταση του ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο.» [Κυριάκος Πλησής]

Στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτυπώνει με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο την οργανική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ο νεαρός ήρωας γνωρίζει τη μόνη καθαρή ευτυχία της ζωής του ζώντας ελεύθερος κοντά στη φύση. Το δέσιμο που αισθάνεται, μάλιστα, με το φυσικό του περιβάλλον φτάνει σε σημείο πλήρους ταύτισης (Εφαινόμην κ’ εγώ να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους... / εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτου...).
Η στιγμή που ο νεαρός βοσκός πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει συνιστά αφηγηματικά μια πρόγευση απόλυτης ευτυχίας, προτού φτάσει στην κορύφωση της ευδαιμονίας αγγίζοντας το κορμί της γυμνής Μοσχούλας. Ανεξάρτητα, όμως, από τις αφηγηματικές συσχετίσεις, η αίσθηση που έχει ο νεαρός καθώς κολυμπά είναι αφ’ εαυτής μια κορυφαία στιγμή ανόθευτης χαράς. Η ελευθερία που βιώνει ο νεαρός στη γνώριμη και φιλόξενη αγκαλιά της θάλασσας, όπως κι αίσθησή του πως βρίσκεται σε πλήρη ένωση με το κύμα, αποτελούν μια πολύτιμη λογοτεχνική καταγραφή της ευδαιμονίας που μπορεί να προσφέρει η φύση στον άνθρωπο.
Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει τη φύση ως απλή προέκταση του ανθρώπινου βίου, όπως γίνεται στη δημοτική ποίηση, η φύση στα κείμενά του δεν εξανθρωπίζεται μέσω ενός λαϊκού ανιμισμού, ούτε εμφανίζεται παρεμπιπτόντως και μόνο ως κτήμα του ανθρώπου. Η φύση για τον Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα αυτόνομο θεϊκό δημιούργημα που εμπεριέχει, όχι μόνο απόλυτη ομορφιά, αλλά και τη δυνατότητα να χαρίσει πραγματική ευτυχία στους ανθρώπους που ζουν κοντά της.
Η φύση στο έργο του Παπαδιαμάντη αποκτά λειτουργικό ρόλο, ως ένας σημαντικός διαμορφωτικός παράγοντας για την εξέλιξη της ιστορίας, επηρεάζοντας τις πράξεις των ηρώων. Η ομορφιά της θάλασσας θέλγει τον ήρωα και τον παρασύρει να κολυμπήσει εκεί που σύντομα θα έρθει κι η Μοσχούλα να απολαύσει το νυχτερινό της μπάνιο, ενώ συνάμα η διαμόρφωση του φυσικού χώρου τον παγιδεύει, μη επιτρέποντάς του μια ασφαλή διαφυγή, την ώρα που η κοπέλα έχει πια βουτήξει στη θάλασσα. Έτσι, η φύση επηρεάζει καθοριστικά τα δρώμενα, καθώς φέρνει τους δύο ήρωες κοντά σε μια καίριας σημασίας συνάντηση.
Παράλληλα, βέβαια, κι η ίδια η φύση επηρεάζεται από την παρουσία και τις πράξεις των ηρώων. Η θάλασσα δεχόμενη τη γυμνή Μοσχούλα, αγγίζοντας με το κύμα της την ομορφιά του κορμιού της, άλλοτε κρύβοντας κι άλλοτε αποκαλύπτοντας ό,τι περισσότερο ποθεί να δει ο νεαρός, διαποτίζεται απ’ τον ερωτισμό της κοπέλας και συμμετέχει αίφνης σε μια σκηνή αδιαμφισβήτητου ηδονισμού. Η θάλασσα χάνει έτσι την ουδετερότητα του ήθους της και γίνεται φορέας ερωτικού πειρασμού. Με παρόμοιο τρόπο, άλλωστε, λειτουργεί όταν θα γίνει ο χώρος όπου ο νεαρός θ’ αγγίξει για πρώτη και μοναδική φορά το σώμα της κοπέλας.
Η φύση, επομένως, επηρεάζει τη δράση του ανθρώπου και συνάμα επηρεάζεται απ’ αυτόν –κυρίως σ’ επίπεδο συσχετισμών και συμβολισμού-, ενώ σε πρωταρχικό επίπεδο είναι η μόνη που μπορεί να του προσφέρει πραγματική ευτυχία. Ο ήρωας του διηγήματος θα δυστυχήσει, όταν θ’ αναγκαστεί να ζήσει μακριά απ’ το αγαπημένο του νησί. Περιορισμένος σ’ ένα γραφείο, θα συνειδητοποιήσει το τραγικό κόστος που έχει στην ψυχή του η απομάκρυνση από τη φύση.

Γιώργος Σεφέρης «Hampstead»

...
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου ‘φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου ‘φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτηγμένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου ‘φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα ‘πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα ‘πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα ‘χα
ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,
φως,
να διαβάσω.

Στο ποίημα του Σεφέρη βρίσκουμε μια θέαση των πραγμάτων ανάλογη με αυτή που συναντάμε στο Όνειρο στο κύμα. Ο ποιητής κουρασμένος από τις περιπέτειες του ανθρώπινου βίου αποζητά την ηρεμία που μόνο η φύση μπορεί να προσφέρει.
Ο ποιητής θέλει να βρεθεί μακριά απ’ τις επιπλοκές του φθοροποιού πολιτισμού, σ’ ένα φτωχικό σπίτι, αντικρίζοντας, αν όχι ένα πραγματικό φυσικό τοπίο, έστω και μια ψεύτικη αναπαράστασή του. Ένα σεντόνι βουτηγμένο στο μπλε χρώμα του νησιώτικου τοπίου, για να του θυμίζει τη θάλασσα ή ακόμη και μια γλάστρα μ’ ένα ψεύτικο λουλούδι, αρκούν για να του προσφέρουν την πολυπόθητη ψυχική γαλήνη.
Ο ήχος απ’ τα κοπάδια που πηγαίνουν προς το μαντρί τους, θα ήταν για τον ποιητή σα μια ευτυχισμένη σκέψη, που θα ηρεμούσε την ψυχή του. Κι ύστερα η πλήρης απουσία υλικού πολιτισμού θα του επέτρεπε να κοιμηθεί, μη έχοντας ούτε ένα κερί για να διαβάσει.
Η διάθεση του Σεφέρη να απομακρυνθεί από οτιδήποτε σχετίζεται με τον απάνθρωπο πολιτισμό, που με ποικίλους τρόπους βασανίζει τις ανθρώπινες ψυχές, μας παραπέμπει στη διαπίστωση του αφηγηματικού υποκειμένου στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, που συνειδητοποιεί πως η μόνη φορά που γνώρισε την ευτυχία ήταν στην ανέμελη ζωή των εφηβικών του χρόνων. Όπως ο ποιητής επιθυμεί να βρεθεί κοντά στη φύση -έστω και σε μια επίφασή της-, χωρίς να έχει ούτε λίγο φως για να διαβάσει, έτσι κι ο ήρωας του διηγήματος εύχεται να μπορούσε να γυρίσει στο νησί του ως απλός βοσκός, μακριά από τις ασφυκτικές υποχρεώσεις του αστικού βίου και την ψυχική διάβρωση των διαβασμάτων.
Η αλήθεια του μηνύματος που κυριαρχεί στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη φύση, χωρίς να πληρώσει υψηλό αντίτιμο, επιβεβαιώνεται κι από τους στίχους του Σεφέρη. Η γαλήνη που γνωρίζουν οι άνθρωποι κοντά στη φύση, χωρίς περιττές έγνοιες και υποχρεώσεις, δεν μπορεί να βιωθεί απ’ όσους επιλέγουν να ζήσουν στο αστικό περιβάλλον.
Η ευτυχία για το Σεφέρη φτιάχνεται με απλές έννοιες: με το γαλάζιο της θάλασσας, με τον αγέρα και τον ήχο απ’ τα κοπάδια. Ακριβώς, όπως συμπυκνώνεται στην τελική ευχή του ήρωα: Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!


Νίκος Εγγονόπουλος «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Granger 

Νίκος Εγγονόπουλος «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ»

                                                                                    ...una acciόn vil y disgraciado

Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς

[una acciόn vil y disgraciado: μια πράξη άναντρη και απεχθής]

Τον Ιούλιο του 1936 ξεσπά εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία ανάμεσα στους εθνικιστές που υποστήριζαν τον Φράνκο –μετέπειτα δικτάτορα της Ισπανίας από το 1939 έως και το 1975- και τους δημοκρατικούς που υποστήριζαν τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Μανουέλ Αθάνια. Οι εθνικιστές του Φράνκο λάμβαναν βοήθεια από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας και το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, ενώ οι δημοκρατικοί από την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση.
Η επικράτηση του Φράνκο έφερε την Ισπανία στον κύκλο των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ευρώπης, λίγο προτού ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στη Γηραιά Ήπειρο.
Στις 19 Αυγούστου 1936 δολοφονείται στη Γρανάδα ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σημαντικότατος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, που με την επαναστατική του διάθεση και την προσήλωσή του στα δικαιώματα των πολιτών είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των εθνικιστών. Το απροσδόκητο της εκτέλεσης του ποιητή, το γεγονός ότι δε βρέθηκε ποτέ ο τόπος ενταφιασμού του, αλλά και η απουσία μιας ουσιαστικής εξήγησης για τη δολοφονία του, δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη τόσο στην Ισπανία όσο και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Κι είναι το ενδιαφέρον αυτό που θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολλές εφημερίδες, δημοσιογράφους και αρθρογράφους της εποχής, που θα θελήσουν να εμπορευματοποιήσουν το θάνατο του μεγάλου ποιητή με υποτιθέμενες ειδήσεις για τον τόπο ταφής του, αλλά και πιθανές εξηγήσεις για τη δολοφονία του. Τα σχετικά δημοσιεύματα διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς επί της ουσίας να προσφέρουν κάποια ουσιαστική πληροφόρηση, μιας και τα μεγάλα ερωτήματα γύρω απ’ τη δολοφονία παρέμειναν αναπάντητα.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ενοχλημένος από το χρησιμοθηρικό ενδιαφέρον των εφημερίδων, στηλιτεύει με τους στίχους του την ασεβή τους προσπάθεια να κερδίσουν απ’ το θάνατο του ποιητή. Συνθέτει, λοιπόν, ένα ποίημα που με τον μακροσκελή τίτλο του μιμείται τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τους τίτλους των άρθρων που υπόσχονται «νέες» πληροφορίες, χωρίς να έχουν στην πραγματικότητα να προσθέσουν τίποτε το καινούριο στην υπόθεση της δολοφονίας.
Έτσι, ο ποιητής τιτλοφορεί το ποίημά του «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα...», εμπαίζοντας τα φτηνά τεχνάσματα των δημοσιογράφων, που με κάθε τρόπο επιχειρούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους.
Ο Εγγονόπουλος δεν έχει νέα για το θάνατο του ποιητή, έχει όμως να εκφράσει την αγανάκτησή του απέναντι στους δημοσιογράφους και φυσικά την πικρία του για τη διωγμό που βιώνουν οι ποιητές.

Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

Ο Εγγονόπουλος στους αρκτικούς στίχους του ποιήματος προχωρά σε μια καίρια διαπίστωση για τη θέση των ποιητών και των καλλιτεχνών εν γένει. Η Τέχνη (με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, όπως το συνήθιζε ο Καβάφης, που βρισκόταν σε μια διαρκή επικοινωνία με τη «θεοποιημένη» τέχνη του) και η ποίηση δε βοηθούν τους ποιητές να ζήσουν, δεν τους προσφέρουν κάποιου είδους ευκολία ή ανταμοιβή. Αντιθέτως, η τέχνη και η ποίησις (διαφορετική γραφή των δύο λέξεων στο δεύτερο στίχο, καθώς η τέχνη με μικρό το πρώτο γράμμα κι η ποίησις με την κατάληξη της καθαρεύουσας, χάνουν την ιδιαίτερη αξία τους και γίνονται καθημερινές δύσκολες ενασχολήσεις, όχι πια καλλιτεχνικές εκφάνσεις) βοηθούν τους ποιητές να πεθάνουν.
Το κόστος που πληρώνουν οι ποιητές και οι καλλιτέχνες είναι βαρύτατο, ιδίως σε περιόδους που η ελευθερία της σκέψης και η προσπάθεια των ποιητών να προασπιστούν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των πολιτών εκλαμβάνεται ως εχθρική ενέργεια από τους κατέχοντες την εξουσία. Οι ποιητές δολοφονούνται, διώκονται και οδηγούνται στην εξαθλίωση, όταν επιχειρούν με την τέχνη τους να προχωρήσουν και να απελευθερώσουν τη σκέψη των ανθρώπων, όταν επιχειρούν να διαρρήξουν το σκοτάδι και τη μοιρολατρία των ανθρώπων που δεν έλαβαν το πολύτιμο αγαθό της παιδείας.
Πέρα, βέβαια, από τις διώξεις των ποιητών σε περιόδους ανελευθερίας, υπάρχουν και οι πιο προσωπικές πληγές των δημιουργών που επιχειρούν να δώσουν μια νέα πνοή στην τέχνη τους. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος γνώρισε τη χλεύη από αναγνώστες και ομοτέχνους του, όταν συνέθεσε τα πρώτα υπερρεαλιστικά του ποιήματα. Κι ενώ με τη δική του διάθεση να δοκιμαστεί σε νέους τρόπους γραφής, ανανεώθηκε ο ελληνικός ποιητικός λόγος, ο ίδιος βίωσε εξαιρετικά επώδυνες καταστάσεις.

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών

Η δεύτερη κι εκτενέστερη στροφή του ποιήματος εκφράζει την αγανάκτηση του ποιητή απέναντι σ’ εκείνους τους «ματαιόδοξους» γραφιάδες, που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη δολοφονία του Λόρκα, γράφοντας «σχόλια επί σχολίων», με την ελπίδα να βγουν απ’ την αφάνεια.
Ο ποιητής θεωρεί πως μόνο περιφρόνηση αρμόζει σ’ όλον αυτό το «θόρυβο», τις έρευνες και τα σχόλια σχετικά με τις συνθήκες της εκτέλεσης του Λόρκα. Είναι εμφανής εδώ η απαξίωση του Εγγονόπουλου απέναντι στους δημοσιογράφους, που γράφουν ακατάπαυστα, δημιουργώντας επί της ουσίας θόρυβο και όχι ενημέρωση, μιας κι ο βασικός τους στόχος είναι να πουλήσουν μερικά φύλλα παραπάνω.
Η απαξίωση του ποιητή γίνεται αντιληπτή κι από τις λέξεις που επιλέγει για να χαρακτηρίσει τους δημοσιογράφους/γραφιάδες της εποχής του: «αργόσχολοι», «ματαιόδοξοι», «γραφιάδες», που δεν δημοσιεύουν τα κείμενά τους, αλλά τα «ξεφουρνίζουν». Ο Εγγονόπουλος δεν αναγνωρίζει καμία αξία σ’ όλους αυτούς τους δημοσιογραφίσκους και φυσικά δεν καταδέχεται καν να τους αποκαλέσει δημοσιογράφους. Παραμένουν στο επίπεδο του αργόσχολου γραφιά, που τίποτε το ουσιαστικό δεν παρέχουν με τις ανυπόστατες φλυαρίες τους.

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς

Η καταληκτική στροφή του ποιήματος με την έντονη αναφώνηση του ποιητή στρέφει την προσοχή των αναγνωστών σε αυτό που έχει πραγματική σημασία. Το ζητούμενο, δηλαδή, δεν είναι το πώς έγινε η εκτέλεση του Λόρκα ή που ενταφιάστηκε το σώμα του, αλλά στο γεγονός ότι οι δολοφονίες των ποιητών δεν είναι πια κάτι το ασυνήθιστο. Ο ποιητής, μάλιστα, τονίζει πως η κατάσταση αυτή αν κι έχει ξεκινήσει από καιρό, ειδικά στα δικά του χρόνια, τα οποία χαρακτηρίζει σακάτικα, έχει πια εδραιωθεί.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τι εννοεί ο ποιητής με το στίχο: -και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται. Η δολοφονία του Λόρκα γίνεται το 1936 και το ποίημα του Εγγονόπουλου εκδίδεται το 1957, πρόκειται οπότε για μια εικοσαετία που καλύπτει την εμφάνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ειδικότερα για την Ελλάδα τη Γερμανική Κατοχή (1941-1944) και τον Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου, άλλωστε, παρά τον τερματισμό των εχθροπραξιών το 1949, συνέχισε για αρκετά χρόνια ακόμη να βασανίζει την Ελλάδα με διώξεις και εξορίες πνευματικών ανθρώπων, αλλά και με μια διάχυτη διάθεση μισαλλοδοξίας. Οι Έλληνες είχαν χάσει την αθωότητά τους και η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας είχε υποστεί ένα καίριο πλήγμα.
Ο Εγγονόπουλος, επομένως, γράφει στη σκιά μιας εξαιρετικά δύσκολης περιόδου για την Ελλάδα, και με πικρία επισημαίνει πως όλοι πια γνωρίζουν πως είθισται να δολοφονούνται οι ποιητές είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, μιας και πολλές ιδέες πνίγονταν εν τη γενέσει τους απ’ τους ποιητές που δεν ήθελαν να οξύνουν τα πνεύματα ή να υποστούν νέες διώξεις.  Είναι, λοιπόν, «σακάτικα» τα χρόνια του ποιητή, καθώς η ελευθερία της έκφρασης υπάρχει μόνο στο βαθμό που δεν ενοχλεί τους κρατούντες.

Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Β΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips



Οδυσσέας Ελύτης «Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Β΄

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μο δωσαν λληνική·
τό σπίτι φτωχικό στίς μμουδιές το μήρου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου στίς μμουδιές το μήρου.
κε σπάροι καί πέρκες
νεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
σα εδα στά σπλάχνα μου ν’ νάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρτα λόγια τν Σειρήνων
στρακα ρόδινα μέ τά πρτα μαρα ρίγη.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου μέ τά πρτα μαρα ρίγη.
κε ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεοι κι ξάδελφοι
τό λάδι δειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·
καί πνοές πό τη ρεματιά εωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
μέ τά πρτα πιπίσματα τν σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι!
κε δάφνες και βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες ελογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ανέστη
μέ τά πρτα σμπάρα τν λλήνων.
γάπες μυστικές μέ τά πρτα λόγια το μνου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα λόγια το μνου!

Ο δεύτερος Ψαλμός του Άξιον Εστί αποτελεί έναν εξαίσιο ύμνο για τον ελληνισμό και την ελληνική ταυτότητα. Με το μοναδικό τρόπο του Ελύτη η ελληνική γλώσσα, η ελληνική φύση, η θρησκεία, η ιστορία κι οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες συνδυάζονται σε μια σειρά συνειρμών και αποκτούν την απαιτούμενη συνοχή με την επαναφορά της κυρίαρχης θεματικής του ποιήματος που είναι η ελληνική γλώσσα (Μονάχη γνοια γλώσσα μου).
Από τον Όμηρο μέχρι το Διονύσιο Σολωμό η ελληνική γλώσσα ονοματίζει το φυσικό περιβάλλον του ελληνικού χώρου και συνάμα εκφράζει συναισθήματα κι ανάγκες της ελληνικής ψυχής, με σημαντικότερη όλων την ανάγκη για ελευθερία.

Αναλυτικότερα:
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μο δωσαν λληνική·
τό σπίτι φτωχικό στίς μμουδιές το μήρου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου στίς μμουδιές το μήρου.

Ο πρώτος κιόλας στίχος αναδεικνύει την ιδιαίτερη αξία που έχει για τον ποιητή το γεγονός ότι η μητρική του γλώσσα είναι η ελληνική. Ένα ιδιαίτερο προνόμιο, αλλά και συνάμα μια σημαντική ευθύνη για τον ποιητή, ο οποίος αναλογίζεται τη μοναδική πορεία της ελληνικής γλώσσας από τα χρόνια ήδη του Ομήρου μέχρι και σήμερα. Μια γλώσσα που επέτρεψε τη διατύπωση ιδεών που άλλαξαν τον τρόπο σκέψης όλης της ανθρωπότητας, μια γλώσσα που αποτύπωσε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα, μια γλώσσα που αποτελεί το συνεκτικό δεσμό ενός έθνους δοκιμασμένου στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων.
Στον ποιητή δίνεται η γλώσσα ελληνική, μ’ όλο τον πλούτο που τη συνοδεύει, αλλά το σπίτι φτωχικό. Η αντίφαση αυτή είναι χαρακτηριστική για το ελληνικό έθνος που παρά την πολύτιμη ιστορία του, που έχει συνδεθεί με τη γλώσσα του, δεν απέκτησε έναν ανάλογο υλικό πλούτο. Έτσι, το σπίτι φτωχικό, μα τοποθετημένο στις αμμουδιές του Ομήρου, μιας και ο ελληνικός τόπος, έστω κι αν δεν έχει υλικό πλούτο, διαθέτει πλούσια και πανταχού παρούσα την πνευματική παράδοση των ανθρώπων της.
Το πνευματικό ανάστημα κι η κληρονομιά του Ομήρου δεσπόζουν στο ελληνικό τοπίο, που αποτυπώθηκε όλο στο έργο του κι ανυψώθηκε ως ο χώρος εκείνος που γέννησε κι ανέθρεψε ανθρώπους μοναδικής πνευματικής δύναμης. Το βάρος αυτής της κληρονομιάς είναι επομένως η μόνη έγνοια του ποιητή, καθώς ζει και κινείται στης αμμουδιές του Ομήρου.
Η ελληνική γλώσσα που έφτασε σε πρωτόφαντη αρτιότητα στα χέρια του Ομήρου είναι για τον ποιητή συνάμα κληρονομιά κι ευθύνη, καθώς αισθάνεται πως η γλώσσα αυτή δεν πρέπει να προδοθεί και δεν πρέπει να ξεπέσει. Η γλώσσα που υπηρέτησε τη διάνοια του Ομήρου και τόσο σημαντικών φιλοσόφων και ποιητών, δεν πρέπει να παραμεληθεί. Η γλώσσα αυτή, έχοντας εκφράσει κι έχοντας δώσει ζωή σε ιδέες καινοφανείς και πολύτιμες, είναι για τον Ελύτη -και για κάθε Έλληνα- η μοναδική του έγνοια, καθώς παραμένει ζωντανή και ικανή να δώσει και πάλι νέα ώθηση στην ανθρώπινη σκέψη.

κε σπάροι καί πέρκες
νεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
σα εδα στά σπλάχνα μου ν’ νάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρτα λόγια τν Σειρήνων
στρακα ρόδινα μέ τά πρτα μαρα ρίγη.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου μέ τά πρτα μαρα ρίγη.

Η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με το φυσικό τοπίο, με το χώρο που τη γέννησε, είναι για τον ποιητή μια σχέση πρόδηλη και γίνεται αντιληπτή άλλωστε κι απ’ τον τρόπο που ο ίδιος αισθάνεται μέσα του την επαφή του με τη γλώσσα. Γλώσσα και φυσικό τοπίο -δύο ισότιμα στοιχεία της ιδιαίτερης υπόστασης του ποιητή- συμβαδίζουν μαζί σε μια πορεία αιώνων.
Οι σπάροι κι οι πέρκες, δηλωτικά του φυσικού τοπίου, συνδέονται στο κάλεσμα μιας παρήχησης (ρ) με τα ανεμόδαρτα ρήματα, τα ρήματα που δοκιμάστηκαν απ’ τη μανία της φύσης κι απέκτησαν μερίδιο της ομορφιάς της, ρήματα όμορφα και δυνατά, σαν τα πράσινα ρεύματα μες στο γαλάζιο της θάλασσας.
Συνειρμικά και παρηχητικά ο ποιητής δένει αξεδιάλυτα τη γλώσσα με τη φύση, αποδίδοντας την εύλογη σύνδεση των δύο στοιχείων, καθώς οι λέξεις της ελληνικής δεν κατέχουν μόνο την αξία του σημαίνοντος, αλλά και μιαν αυτόνομη ομορφιά, ανάλογη αυτής του σημαινόμενου.
Η ομορφιά της ελληνικής γλώσσας στην αξεδιάλυτη σύνδεσή της με την ελληνική φύση, όπως αποδόθηκε όχι μόνο στα χρόνια της γένεσής της, αλλά και όπως τη βίωσε ο ίδιος ο ποιητής, καθώς αισθάνθηκε για πρώτη φορά τη μαγεία που ασκεί το άκουσμά της. Όσα είδε ν’ ανάβουνε στα σπλάχνα του, μαγεμένος απ’ την ακατάλυτη γοητεία της, ήταν εικόνες της ελληνικής φύσης, που αναδύθηκαν μέσα του αυτόκλητες κι οργανικά συνδεδεμένες με τους ήχους μιας γλώσσας που έλκει σαν το ερωτικό τραγούδι των Σειρήνων.
Οι λέξεις που θα δομήσουν το λόγο και την ποίησή του, είναι λέξεις μιας γλώσσας σφυρηλατημένης στις αντιθέσεις και δοκιμασμένης απ’ την πρώτη της αρχή. Τα ρόδινα όστρακα, που παραπέμπουν στη γένεση της γλώσσας, συνδέονται συγχρονικά με τα πρώτα μαύρα ρίγη, με τα δυσοίωνα ρίγη που προμηνύουν κινδύνους, για ένα έθνος που γνώρισε από νωρίς τις δοκιμασίες του πολέμου. Η ελληνική γλώσσα ακολουθεί τη μοίρα του ελληνικού έθνους, σε κινδύνους και δοκιμασίες, κι είναι στις δοκιμασίες αυτές που ο ποιητής διατηρεί ως μόνη του έγνοια τη γλώσσα· μέλημα διαρκές για έναν θεράποντα του ελληνικού λόγου.

κε ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεοι κι ξάδελφοι
τό λάδι δειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·
καί πνοές πό τη ρεματιά εωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
μέ τά πρτα πιπίσματα τν σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα-πρτα Δόξα Σοι!

Μετά τις εικόνες της θάλασσας και την επαφή της γλώσσας με το σημαντικό αυτό κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, ο ποιητής περνά στο στεριανό τοπίο και στις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Η γλώσσα παρούσα κι εκεί να ονοματίσει καθετί γύρω του «ρόδια, κυδώνια», να εκφράσει το θαυμασμό των πρώτων προτύπων του ποιητή «θεοί μελαχρινοί», που δεν είναι άλλοι απ’ τους θείους και τα ξαδέλφια. Τα παρηχητικά παιχνιδίσματα δίνουν μελωδικότητα στους στίχους και αναδεικνύουν κρυφά μονοπάτια ανάμεσα στις λέξεις (θεοί – θείοι).
Πράξεις της καθημερινότητας -το άδειασμα του λαδιού στα πελώρια πιθάρια- που χαρακτηρίζουν τη ζωή στην Κρήτη απ’ τη μινωική εποχή αδιάκοπα μέχρι τα χρόνια του ποιητή. Πρώτες εικόνες της παιδικής ηλικίας που πλουτίζονται με την ευλογία των γεμάτων ευωδία πνοών απ’ τη ρεματιά, που φέρνουν στο χώρο μεθυστικά αρώματα από τις λυγαριές, τα σπάρτα και τις πιπερόριζες. Ευωδιές που χαράζονται στη μνήμη, αποτελώντας το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο που χρωματίζει τα παιδικά χρόνια του ποιητή.
Οι ευωδιές, μάλιστα, συνδυάζονται με τα πιπίσματα των νεογνών σπίνων, χτίζοντας έναν ολόκληρο κόσμο ήχων και μυρωδιών, που θα μείνει για πάντα ο ευδαιμονικός χώρος των παιδικών χρόνων και της ξεγνοιασιάς. Εμφανής η παρήχηση του «π», στο πέρασμα από τις ευωδιές της πιπερόριζας στα πιπίσματα των σπίνων.
Οι ήχοι της φύσης κατόπιν θα δεθούν αρμονικά και με τις πρώτες γλυκές ψαλμωδίες απ’ τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι λειτουργίες στην εκκλησία, με τους βυζαντινούς ύμνους που αποτελούν έναν μικρό γρίφο για κάθε ελληνόπουλο, είναι τα πρώτα ακούσματα του ποιητή, που ενισχύουν την αγάπη του για την πολύπτυχη αυτή γλώσσα. Έτσι, και στο άκουσμα των πρώτων Δόξα Σοι, σε μικρή μάλιστα ηλικία, μονάχη έγνοια του ποιητή η ελληνική γλώσσα, πάντοτε πολύπλευρη, αινιγματική, μαγευτική.

κε δάφνες και βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες ελογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ανέστη
μέ τά πρτα σμπάρα τν λλήνων.
γάπες μυστικές μέ τά πρτα λόγια το μνου.
Μονάχη γνοια γλώσσα μου, μέ τά πρτα λόγια το μνου!

Την ελληνική φύση και τις μνήμες των παιδικών χρόνων, διαδέχονται εικόνες που έχουν συνδυαστεί με την ελληνική επανάσταση του 1821. Οι δάφνες και τα βάγια την Κυριακή των Βαΐων, την Κυριακή πριν απ’ το Πάσχα, όπου οι εκκλησίες ευλόγησαν τις σπάθες και τα όπλα των ελλήνων επαναστατών. Κι ύστερα η τσίκνα απ’ το ψήσιμο των αρνιών, τα τσουγκρίσματα των αυγών και η ανταλλαγή ευχών, με τους πρώτους πυροβολισμούς των Ελλήνων να δονούν τον αέρα.
Η παράλληλη πορεία του ελληνισμού με τη χριστιανική θρησκεία είναι κάτι που τιμάται απ’ τον ποιητή, ο οποίος αναγνωρίζει την πολύτιμη προσφορά της εκκλησίας στους αγώνες των Ελλήνων. Η εκκλησία στάθηκε πάντοτε ακλόνητο στήριγμα για τους Έλληνες, που στρέφονται πάντοτε σ’ αυτή για ηθική, πνευματική, αλλά και υλική ενίσχυση, στις δύσκολες περιόδους της ιστορίας τους.
Η πίστη των Ελλήνων στο Θεό και η ανάδειξη της εκκλησίας σε αναμφισβήτητο πνευματικό ηγέτη τους, είναι στοιχεία που διέσωσαν τον ελληνισμό ακόμη και στις πιο σκληρές δοκιμασίες του. Είτε επρόκειτο για την περίοδο της τουρκοκρατίας είτε για τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η εκκλησία αποτέλεσε πάντοτε το ιερό καταφύγιο των Ελλήνων. Η εκκλησία στάθηκε αυστηρός θεματοφύλακας των παραδόσεων και της γλώσσας, του ήθους και της ελληνικότητας, του δοκιμαζόμενου λαού.
Παραμένοντας στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ο Ελύτης τιμά τον εθνικό μας ποιητή, που έδωσε με τους συλλογισμούς και το έργο του το παράδειγμα στους πνευματικούς απογόνους του. «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καί γλώσσα;» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός, κατευθύνοντας όχι μόνο τη δική του πορεία, αλλά και θέτοντας ένα σημαντικό πρότυπο για τους μεταγενέστερους ποιητές. «Μονάχη γνοια γλώσσα μου», γράφει ο Ελύτης, τιμώντας το Σολωμό και τονίζοντας την αγάπη και το διαρκές ενδιαφέρον του για την πολύτιμη αυτή γλώσσα.
Η ελληνική γλώσσα βέβαια, δεν είναι η μόνη έγνοια του Ελύτη, που ακολουθώντας κι εδώ το παράδειγμα του Σολωμού -στο έργο του οποίου έχει θητεύσει- διατηρεί την αγάπη για την πατρίδα και για την ελευθερία της ως τιμαλφές μέλημά του.
Οι μυστικές αγάπες με τα πρώτα λόγια του Ύμνου, αποκαλύπτουν την επίδραση που άσκησε ο Σολωμός, όχι μόνο στον ποιητή, αλλά και σε κάθε Έλληνα που με συγκίνηση ακούει και μελετά τον εθνικό μας ύμνο. «Σε γνωρίζω από την κόψη / Του σπαθιού την τρομερή...». Η βαθιά ανάγκη των Ελλήνων για τη διασφάλιση της ελευθερίας τους θα τους ωθήσει στην ηρωική επανάσταση του 1821, στα χρόνια του Σολωμού, και θα τους οπλίσει με δύναμη και στα χρόνια του Ελύτη κατά την επώδυνη περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η συνάντηση του Ελύτη με το Σολωμό δεν είναι τυχαία, τόσο γιατί ιστορικά ζουν και οι δύο ποιητές σε δύσκολα χρόνια για το ελληνικό έθνος, όσο και γιατί θέτουν κι οι δύο την ελληνική γλώσσα ως βασική τους προτεραιότητα. Αγώνες για την ελευθερία και συνεχείς προσπάθειες για την ελληνική γλώσσα είναι το κοινό πεδίο των δύο μεγάλων ποιητών μας. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...