Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τρώες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sir Edward John Poynter

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τρώες»

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει. –


Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε. 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημα Τρώες αντικρίζει τη δυσκολία της ανθρώπινης ζωής σε όλη της την τραγικότητα, παρομοιάζοντας την καθημερινή πάλη των ανθρώπων με τον αγώνα των Τρώων. Το δεδομένο της ήττας των Τρώων υποβάλλει εξαρχής την ιδέα της αναπόφευκτης αποτυχίας, αποδίδοντας έτσι την επώδυνη αλήθεια της ζωής πως οι άνθρωποι, όσο κι αν παλέψουν, θα καταβληθούν στο τέλος απ’ τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες της ζωής.
Είναι βέβαια σαφής η διάθεση απαισιοδοξίας που κυριαρχεί στο ποίημα, το οποίο, αν και δε θα πρέπει να θεωρηθεί πως εκφράζει έναν θεμιτό τρόπο θέασης της πραγματικότητας, αποδίδει ωστόσο με ακρίβεια τη συνήθη πορεία της ζωής πολλών ανθρώπων.
Συνάμα, ο ποιητής τονίζει πως οι άνθρωποι μπροστά στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής δειλιάζουν και τρέπονται σε φυγή. Μια εικόνα εξαιρετικά αρνητική, ίσως ακόμη κι ενοχλητική, η οποία όμως εμπεριέχει την ασχήμια κάθε δύσκολης αλήθειας. Όσο κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν πως είναι αρκετά δυνατοί κι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε δυσκολία, στην πραγματικότητα η ζωή κατορθώνει να τους λυγίσει.

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Ο ποιητής χρησιμοποιώντας α΄ πληθυντικό πρόσωπο στην αφήγησή του συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του στους «συφοριασμένους» ανθρώπους που μάταια πασχίζουν ν’ αποφύγουν τη δεδομένη ήττα. Με τον τρόπο αυτό τα λεγόμενά του αποκτούν την αλήθεια, αλλά και τον υποκειμενισμό του προσωπικού βιώματος και της προσωπικής οπτικής.
Ο χαρακτηρισμός των ανθρώπων ως συφοριασμένων προκύπτει από τα ποικίλα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν, αλλά κι από τις απρόσμενες συμφορές που συχνά σαρώνουν τη ζωή τους. Ενδεικτικοί ως προς αυτό είναι κι οι στίχοι από το Β΄ στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή «οδέν ρπει θνατν βιότ πάμπολύ γ’ κτός τας» [ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ έξω από της συμφοράς το μονοπάτι. (Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης)].
Με το σχήμα της επαναφοράς (οι δύο πρώτοι στίχοι ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο: είν’ η προσπάθειές μας) ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη «προσπάθειες», η οποία εν τέλει χαρακτηρίζει συνολικά την ανθρώπινη ζωή, μιας κι οι άνθρωποι βρίσκονται διαρκώς σε μια διαδικασία προσπάθειας. Είτε πρόκειται για την επιβίωσή τους είτε για ό,τι ο καθένας αντιλαμβάνεται ως προσωπική του επιτυχία, οι άνθρωποι συνεχώς προσπαθούν να κατορθώσουν κάτι.

Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Οι πρώτες επιτυχίες στη ζωή κάθε ανθρώπου -οι οποίες δίνονται απ’ τον ποιητή με εκφράσεις που παραπέμπουν στην καθημερινή ομιλία του λαού «κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας»-, αρκούν για να του προσφέρουν θάρρος και φυσικά την ελπίδα πως πρόκειται να καταφέρει όσα επιθυμεί.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, της ανθρώπινης φύσης ότι αρκεί η παραμικρή επιτυχία (κομμάτι), η παραμικρή αίσθηση επίτευξης, για να λάβει την αναγκαία ενθάρρυνση και ν’ αντικρίσει με αισιοδοξία το μέλλον.
Θα πρέπει να προσεχθεί η χρήση της λέξης «κομμάτι» απ’ τον ποιητή, που σκοπίμως παρουσιάζει ως μικρά τα επιτεύγματα των ανθρώπων, όχι μόνο γιατί στους ανθρώπους αρκεί η ελάχιστη επιτυχία για να γεμίσουν αισιοδοξία, αλλά κυρίως γιατί στα περιορισμένα μέτρα της ανθρώπινης ζωής δεν υπάρχουν τα περιθώρια για σημαντικά κατορθώματα.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει. –

Η θετική, όμως, όψη της πραγματικότητας δε διαρκεί πολύ, καθώς όπως επισημαίνει ο ποιητής πάντοτε κάτι προκύπτει που διακόπτει την ελπιδοφόρα διάθεση των ανθρώπων. Τα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν, ανά πάσα στιγμή, στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι πολλών ειδών, είτε πρόκειται για προβλήματα οικονομικά είτε υγείας είτε ακόμη και προσωπικής φύσης. Επειδή, βέβαια, η οικονομία του ποιήματος δε θα επέτρεπε μια τέτοιου είδους καταγραφή, όλα τα πιθανά προβλήματα λαμβάνουν υπόσταση με την εμφάνιση του Αχιλλέα. Ο ομηρικός ήρωας, δηλαδή, συμβολίζει τις ποικίλες δυσκολίες της ζωής, οι οποίες αναχαιτίζουν τις προσπάθειες των ανθρώπων, όπως ακριβώς ο πανίσχυρος ήρωας προκαλούσε με την εμφάνισή του πανικό στους Τρώες και τους καθήλωνε.

Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Η τρίτη στροφή του ποιήματος ακολουθεί μετά από μια επιβεβλημένη παύση στην ανάγνωση, όπως αυτή προκύπτει απ’ το διπλό διάκενο που τη χωρίζει από την προηγούμενη στροφή και που ουσιαστικά χωρίζει το ποίημα σε δύο διακριτές ενότητες.
Ο αρχικός στίχος της στροφής αυτής αποτελεί επανάληψη του δεύτερου στίχου της πρώτης στροφής, λειτουργώντας ως συνεκτικός δεσμός μεταξύ των δύο ενοτήτων του ποιήματος και συνεχίζοντας παράλληλα την αναλογία ανάμεσα στις προσπάθειες των τωρινών ανθρώπων και τις προσπάθειες των Τρώων.
Οι προσπάθειες των ανθρώπων είναι καταδικασμένες, σχολιάζει ο ποιητής, όπως ακριβώς αυτές των Τρώων. Οι άνθρωποι συχνά θεωρούν πως αν δείξουν αποφασιστικότητα και μεγάλη τόλμη, θα μπορέσουν να αλλάξουν την πορεία της τύχης τους, και γι’ αυτό αποφασίζουν να αγωνιστούν. Όμως η αποφασιστικότητα αυτή εμφανίζεται μόνο μπροστά στις μικρές δυσκολίες της ζωής.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όταν οι άνθρωποι έρθουν αντιμέτωποι με τις μεγάλες δυσκολίες, με τη μεγάλη κρίση, τότε χάνουν και την τόλμη και την αποφασιστικότητά τους. Η ψευδαίσθηση ψυχραιμίας και θάρρους που υπήρχε μπροστά στα μικρά προβλήματα διαλύεται απέναντι στα σημαντικά ζητήματα κι οι άνθρωποι αποζητούν τη σωτηρία στη φυγή.
Η εικόνα πανικού που επικράτησε στην Τροία κατά την τελική επίθεση των Ελλήνων, αποδίδει τον πανικό και την άτακτη φυγή των ανθρώπων μπροστά στις απρόσμενες, μα και αναπόφευκτες, μεγάλες δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε. 

Εντούτοις, παρά τις σπασμωδικές κινήσεις των ανθρώπων η πτώση, η καταστροφή, είναι δεδομένη. Κι όπως ο Πρίαμος κι η Εκάβη θρηνούσαν για την απώλεια του Έκτορα και για την επερχόμενη ήττα των Τρώων, έτσι και τα αισθήματα και οι αναμνήσεις της πρότερης ευτυχισμένης ζωής κλαίνε για την αναπόδραστη καταστροφή του κάθε ανθρώπου. [Οι αναμνήσεις και τα αισθήματα είναι τα υποκείμενα του ρήματος κλαίνε.]
Ο Καβάφης παρουσιάζει σ’ αυτό το ποίημα, όχι μόνο μια απαισιόδοξη εικόνα για την πορεία της ανθρώπινης ζωής, αλλά και μια εξαιρετικά αρνητική εικόνα για το ψυχικό σθένος των ανθρώπων, οι οποίοι εμφανίζονται αδύναμοι να διαχειριστούν τις μεγάλες κρίσεις και τα σημαντικά προβλήματα. Όπως, είναι εύλογο, οι διαπιστώσεις αυτές του ποιητή δεν έχουν καθολική ισχύ, αποδίδουν όμως με ακρίβεια τη ζωή και τη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων. 

Νικηφόρος Βρεττάκος «Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Pol Ledent

Νικηφόρος Βρεττάκος «Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές»

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, που γύριζες –
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του 30 και εξαιρετικά παραγωγικός. «Στην ποίηση», γράφει ο ίδιος, «έδωσα την ψυχή μου. Και χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο». Η ποίηση του Βρεττάκου διακρίνεται από μια αισιόδοξη διάθεση και από μια βαθιά αγάπη για τη φύση, για τη ζωή και για τον άνθρωπο.

Στο ποίημα «Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές» ο ποιητής συνδυάζει δύο σημαντικές εκφάνσεις της αγάπης, από τη μία την πρώτη αφύπνιση του ερωτικού συναισθήματος κι από την άλλη την πολύτιμη μητρική αγάπη.
  • Το ποιητικό υποκείμενο σε νεαρή ακόμη ηλικία -γιόμισα τον μικρό μου κόρφο-, γνωρίζει για πρώτη φορά τη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος. Τα ερωτικά λόγια της αγαπημένης του, έχουν τέτοιας έντασης αντίκτυπο στη νεανική του ψυχή, ώστε ο ποιητής αισθάνεται πως ο χώρος γύρω του τίθεται υπό την άμεση επίδραση αυτής της πηγαίας χαράς που βιώνει.
  • Είναι ενδιαφέρουσα η οικονομία του ποιήματος, καθώς ο ποιητής επιτυγχάνει σε τρεις μόλις στίχους να παραστήσει την ερωτική συνάντηση και την εκρηκτική επίδραση που έχουν τα λόγια της αγαπημένης του.
  • Με ασύνδετο σχήμα παρουσιάζονται: ο τόπος της συνάντησης (της Σπάρτης οι Πορτοκαλιές), η επενέργεια στη φύση (χιόνι, λουλούδια του έρωτα, άσπρισαν, γείρανε τα κλαδιά τους) και φυσικά το γενεσιουργό αίτιο αυτής της επενέργειας (τα λόγια σου). Η παρουσία της αγαπημένης δηλώνεται με μία μόλις λέξη, την κτητική αντωνυμία «σου», ενώ το περιεχόμενο των λόγων της αποκαλύπτεται έμμεσα από τον χαρακτηρισμό των λουλουδιών που ανθίζουν αίφνης στις πορτοκαλιές (λουλούδια του έρωτα).
  • Το ασύνδετο σχήμα που κυριαρχεί στην πρώτη στροφή, δίνει γοργό ρυθμό στο ποίημα και αποδίδει με πολύ παραστατικό τρόπο την ακαριαία επίδραση που είχαν στο ποιητικό υποκείμενο τα λόγια της αγαπημένης του. Εντούτοις, ο ποιητής δεν επιχειρεί να καταγράψει τα συναισθήματά του με άμεσο τρόπο, αλλά καταφεύγει σε μια ενδιαφέρουσα διαδικασία προβολής, αποδίδοντας το δικό του κατακλυσμιαίο ενθουσιασμό στη φύση. Με μια εύλογη διάθεση υπερβολής, οι πορτοκαλιές ανθίζουν ξαφνικά και γεμίζουν με τόσα λουλούδια, ώστε υπό το βάρος τους λυγίζουν τα κλαδιά τους.
Η προβολή των συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου στις πορτοκαλιές επιτελεί διττή λειτουργία, καθώς αφενός ενισχύεται η λυρικότητα του ποιήματος μέσα απ’ τις εικόνες ανθοφορίας, κι αφετέρου διατηρείται η αίσθηση αγνότητας που συμβαδίζει με το νεαρό της ηλικίας του ποιητικού υποκειμένου. Τα ολόλευκα, σαν το χιόνι, λουλούδια που γεμίζουν τον περιβάλλοντα χώρο καθιστούν σαφή την αγνότητα του πρώτου αυτού ερωτικού σκιρτήματος.
  • Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής κάνει τη μετάβαση απ’ το ερωτικό συναίσθημα στη μητρική αγάπη. Χωρίς να διακόψει τη θεματική της ανθοφορίας της φύσης, αξιοποιεί μια οικεία εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή το λύγισμα των κλαδιών -συνήθως όταν έχουν βαρύνει από τους ώριμους καρπούς, εδώ υπό το βάρος των λουλουδιών. Έτσι, καθώς γέρνουνε τα κλαδιά το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει την ευκαιρία να μαζέψει λουλούδια, γεμίζοντας τον κόρφο του (το στέρνο του), για να φέρει και στη μητέρα του.
  • Η εικόνα στην κυριολεξία της είναι χαρακτηριστική της τάσης των μικρών παιδιών να μοιράζονται με τη μητέρα τους οτιδήποτε έχουν μαζέψει την ώρα που έπαιζαν στους αγρούς είτε πρόκειται για φρούτα είτε για λουλούδια. Με πολύ φυσικό τρόπο, επομένως, το παιδί αισθάνεται την ανάγκη να μοιραστεί με τη μητέρα του οτιδήποτε όμορφο βρήκε ή βίωσε. Σε μεταφορικό, βέβαια, επίπεδο τα λουλούδια συμβολίζουν τα συναισθήματά του, που θέλει να τα μοιραστεί με το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τη μητέρα του.
Η μετάβαση επομένως από τη συνάντηση με την αγαπημένη του, στην επιστροφή στο σπίτι του, όπου τον περιμένει η μητέρα του, γίνεται με πολύ φυσικό τρόπο. Ενώ η αναφορά πως η μητέρα του καθόταν κάτω απ’ το φεγγάρι και τον νοιαζόταν, υποδηλώνει πως το νεαρό ποιητικό υποκείμενο έχει αργήσει να επιστρέψει, προκαλώντας ανησυχία στη μητέρα του.
  • Η δεύτερη στροφή του ποιήματος, όπου πια κυριαρχεί η παρουσία της μητέρας, αποκτά διαφορετική διάθεση, καθώς απ’ τον ερωτικό ενθουσιασμό περνάμε στα συναισθήματα της ανήσυχης μητέρας.

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:
Με το σχήμα της επαναφοράς (οι δύο στίχοι ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο) δίνεται εμφατικά η αγωνία της μητέρας, που για ώρες περίμενε το παιδί της να επιστρέψει. Έτσι, το ενδιαφέρον της μητέρας που εκφράζεται στον πρώτο στίχο αιτιολογεί το μάλωμα του νεαρού που δηλώνεται στον δεύτερο στίχο.
Η στάση της μητέρας είναι ενδεικτική για τον τρόπο που κάθε μητέρα αντικρίζει το παιδί της, με την ίδια αγωνία και την ίδια αγάπη, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Παρά το γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο βιώνει τα πρώτα του ερωτικά συναισθήματα και άρα μπαίνει σε μια ηλικία πρώτης ωρίμανσης, η μητέρα του συνεχίζει να τον βλέπει ως μικρό παιδί, που έχει ανάγκη τη φροντίδα και το ενδιαφέρον της.

Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, που γύριζες –
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.
Οι καταληκτικοί στίχοι, πάντως, του ποιήματος αναδεικνύουν τη νεανική ηλικία του ποιητικού υποκειμένου, καθώς η μητέρα του είναι ακόμη εκείνη που τον λούζει και του αλλάζει τα ρούχα. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το στίχο της πρώτης στροφής «γιόμισα το μικρό μου κόρφο», καθίσταται σαφές πως το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται ακόμη σε πολύ νεαρή ηλικία, ίσως εφηβική.
Οι ερωτήσεις της μητέρας «που γύριζες», «ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα και νεραντζάνθια» τονίζουν την αγωνία της μητέρας, που θέλει να μάθει τόσο για το που βρισκόταν το παιδί της και άργησε να επιστρέψει στο σπίτι, όσο και για το ποιος γέμισε με δάκρυα και άνθη τα ρούχα του.
Τα άνθη στα ρούχα του ποιητικού υποκειμένου συνδέουν τη βραδινή σκηνή κοντά στη μητέρα του, με την προηγούμενη σκηνή, όπου άκουσε τα λόγια της αγαπημένης του κι αισθάνθηκε τον ενθουσιασμό του έρωτα. Η μητέρα, όμως, δε ρωτά μόνο για τα άνθη, ρωτά και για τα δάκρυα, που ενώ δεν είχαν θέση στην προηγούμενη σκηνή της πλήρους ευδαιμονίας, είναι απόλυτα συνυφασμένα με το ερωτικό συναίσθημα. Η μητέρα, δηλαδή, γνωρίζει εκ των προτέρων πως ο έρωτας δεν προσφέρει μόνο χαρά, αλλά και καημούς. Εκεί, επομένως, που το ποιητικό υποκείμενο βλέπει μόνο τον ενθουσιασμό και τη χαρά του έρωτα, μιας και βρίσκεται ακόμη στην ανέφελη αρχή, η μητέρα προβλέπει τις στεναχώριες που κατ’ ανάγκη θα ακολουθήσουν και θέλει να προφυλάξει το παιδί της.
Η δεύτερη στροφή αποδίδει τη διαχρονική θεματική της μητρικής αγάπης μέσα από τις εναγώνιες ερωτήσεις της μητέρας και φυσικά μέσα από την εικόνα της μητέρας που περιμένει, νύχτα πια, την επιστροφή του παιδιού της.
Αξίζει, επίσης, να τονιστεί, πως το ενδιαφέρον της μητέρας δίνεται με εκφραστικούς τρόπους που παραπέμπουν σε δημοτικά τραγούδια. Τόσο η επαναφορά στους δύο πρώτους στίχους «Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν, / κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε», όσο και η εσωτερική επαναφορά στον τρίτο στίχο «Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα», αποτελούν χαρακτηριστικό τρόπο διατύπωσης της δημοτικής ποίησης. 

Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laurie Stewart


Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Α΄ 
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά

Β΄ 
Όλοι βλέπουν οράματα 

Γ΄ 
Κι όμως σ' αυτό τον ύπνο 

Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα

Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια 

ΣΤ΄
Κάτω στις δάφνες

Ζ΄
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι 

Η΄
Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης 

Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τά 'βλεπαν

Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν

ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη

ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται  

ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος 

ΙΔ΄
Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα



Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Frederic Edwin Church

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.

Αναστάσιμη ωδίνη.

Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αναμονής, συνεχίζοντας τη θεματική της επερχόμενης αναγέννησης που είχε δημιουργήσει στο αμέσως προηγούμενο ποίημα (ΙΒ΄).
Ο πρώτος στίχος «Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος», μας παραπέμπει στην καταληκτική στροφή του προηγούμενου ποιήματος: «Το φως είναι σφυγμός / ολοένα πιο αργός και πιο αργός / θαρρείς πως πάει να σταματήσει». Το σταμάτημα του ήλιου συμβολίζει το τέλος μιας εποχής και το συνεπαγόμενο φανέρωμα μιας νέας, που -ιδεατά- θα έχει αποβάλει τις παθογένειες της προηγούμενης.
Η αδράνεια των πολιτών, η αδιαφορία τους για την πορεία της κοινωνίας, η αδυναμία τους να δουν πέρα από τον εαυτό τους, αποτελούν την εικόνα της παρακμής, την εικόνα μιας κοινωνίας που οδηγείται κατ’ ανάγκη στο θάνατο. Ο ποιητής πλέον προσδοκά μια ουσιαστική αφύπνιση, που θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον πραγματικό τους ρόλο. Ο ποιητής ευελπιστεί πως πλέον οι άνθρωποι θα ξεφύγουν από την αποχαύνωση που τους χαρακτήριζε μέχρι τώρα και θα αναλάβουν ενεργά τα ηνία, όχι μόνο της ζωής τους, αλλά και της κοινωνίας τους.
Το ποίημα, άλλωστε, επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα αδράνειας που μοιάζει να είναι κυρίαρχο στα χρόνια του ποιητή. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερινής ραστώνης, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι ανύπαρκτη, ο ποιητής προετοιμάζει την εμφάνιση ενός οιωνού, που θα σημάνει την επερχόμενη αναγέννηση.
Η απουσία των ανθρώπων είναι βέβαια συμβολική, καθώς αποδίδει την αίσθηση του ποιητή πως οι συγκαιρινοί του αφήνουν τη ζωή τους να περνά ερήμην τους. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η «Αναστάσιμη ωδίνη», ο πόνος ενός λυτρωτικού τοκετού, που θα φέρει στη ζωή έναν νέο κόσμο, ο ποιητής αποκλείει την ανθρώπινη παρουσία απ’ τους στίχους του.

«Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙»

Το ξεκίνημα της μέρας βρίσκει τις υπερφυσικές παρουσίες των ξωτικών, που έχουν εύλογα κατοικήσει τον εγκαταλελειμμένο απ’ τους ανθρώπους τόπο, να φυσούν τα στεγνά κοχύλια, σε μια μάταιη προσπάθεια αφύπνισης. Τα στεγνά κοχύλια, συνάμα, μας παραπέμπουν στο θερινό τοπίο που φλέγεται υπό τον σχεδόν ακινητοποιημένο ήλιο.

«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.»

Το πουλί κελαηδά μόνο τρεις φορές, όπως εμφατικά δηλώνεται μέσω της επανάληψης. Η επιμονή στον αριθμό τρία μας παραπέμπει στην ιδιαίτερη σηματοδότηση του αριθμού αυτού που διατρέχει την αρχαιοελληνική αλλά και τη χριστιανική παράδοση.
Παράλληλα, η ματαίωση του κελαηδίσματος ενισχύει την αίσθηση πως κάτι το ξεχωριστό πρόκειται να συμβεί, κι αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι απ’ τους αμέτοχους ανθρώπους, αλλά από τα πουλιά και τα ερπετά που είναι πάντοτε σε αμεσότερη επαφή με τα σημάδια της φύσης.
Η σαύρα μένει ακίνητη πάνω στην πέτρα, κοιτάζοντας το καμένο χόρτο απ’ το οποίο μόλις πέρασε μια δεντρογαλιά (φίδι). Μ’ αυτή την εικόνα, της ακινητοποιημένης σαύρας, ο ποιητής ολοκληρώνει το σκηνικό που επικρατεί στιγμές μόλις προτού γίνει η χαραγματιά στο θόλο του ουρανού, η χαραγματιά που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία της γέννησης.

«Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.»

Η μαύρη φτερούγα -δυσοίωνο σύμβολο- σέρνει μια βαθιά χαραγματιά στον ουρανό, κι ο ποιητής με μια αποστροφή προς ένα δεύτερο πρόσωπο, που δεν είχε μέχρι στιγμής δηλωθεί στο ποίημα, το καλεί να κοιτάξει προς τον ουρανό που είναι έτοιμος πια ν’ ανοίξει. Η αποστροφή αυτή αποτελεί το μόνο σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά μόνο στο ρόλο του άπραγου θεατή.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η χαραγματιά στον ουρανό γίνεται από μια μαύρη φτερούγα, αποτελεί σαφή υπενθύμιση πως η αναγέννηση έρχεται μέσα από την πλήρη παρακμή της κοινωνίας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια αναγέννηση που προέκυψε απ’ τις συνειδητές προσπάθειες των πολιτών, αλλά για μια κατάσταση που ήρθε ως συνέπεια της αδράνειας, της αδιαφορίας και της αυτοκαταστροφικής πορείας της κοινωνίας.
Η νέα κοινωνία θα γεννηθεί μέσα από τις στάχτες της παλιάς, που οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην κατάρρευση από τα λάθη των ανθρώπων της.
Το ποίημα που ακολουθεί και ολοκληρώνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» είναι ενδεικτικό για την αναπόφευκτη καταστροφή της παρακμασμένης πολιτείας. Η αναγεννημένη πολιτεία θα προκύψει απ’ τις στάχτες του παρελθόντος. Κάθε παθογένεια του παρελθόντος πρέπει να παραδοθεί στις φλόγες, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαγνισμένη καινούρια πολιτεία:

....
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει τη φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...