Μαρία Πολυδούρη "Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον" παράλληλο κείμενο για το ποίημα «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον
Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτείτις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ’ στων δακρύων την ευχαριστίακι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;Στο χωρισμό μας τού ‘φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.Όμως όλοι φοβήθηκαν κι εγώ πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.
Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Μαρία Πολυδούρη 1929
Το ποίημα «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον» μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο κείμενο για το ποίημα της ίδιας ποιήτριας «Γιατί μ’ αγάπησες», καθώς και στα δύο ποιήματα η Πολυδούρη διατυπώνει την άποψη ότι οι στίχοι της έχουν γραφτεί μόνο για την αγάπη εκείνου.
Το ποίημα «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον» έχει γραφτεί το 1929, μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη κι έρχεται να εκφράσει όλη την απελπισία της ποιήτριας, η οποία δηλώνει ότι δεν έχει πια λόγο να υπηρετεί τη Μούσα, καθώς ό,τι έχει συνθέσει μέχρι τώρα το έχει συνθέσει μόνο για εκείνον, δηλαδή τον Καρυωτάκη. Από τους πρώτους κιόλας στίχους η Πολυδούρη δηλώνει ότι μοιάζει πλέον μάταιο να δέχεται την προστασία της Μούσας και να πιέζει τον εαυτό της να δεχτεί ξανά τα καλέσματα της ζωής, με τις χαρές και τους νέους έρωτες που έχει να της προσφέρει, καθώς δεν αισθάνεται πλέον πως η μοίρα της είναι να υπηρετεί την ποίηση. Ο μόνος λόγος που έγραφε ποίηση ήταν για την αγάπη εκείνου κι εκείνος δεν υπάρχει πια, οπότε το να θεωρεί τον εαυτό της ως λειτουργό της ποίησης και να πιστεύει ότι είναι τυχερή που έχει το χάρισμα να υπηρετεί την τέχνη της ποιήσεως, της φαίνεται απολύτως ανώφελο, αν όχι αστείο.
Έχει περάσει καιρός από τότε που η ματιά της ποιήτριας φώτιζε, δηλαδή μπορούσε να αντιληφθεί τόσο τα ανθρώπινα όσο και τα θεία, και μπορούσε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς μέσω της ποίησής της. Οι στίχοι αυτοί μας παραπέμπουν στην άποψη που υπήρχε από την αρχαιότητα για τους ποιητές, ότι με τη δύναμη που τους προσφέρεται από τους θεούς μπορούν να βλέπουν πράγματα και να γνωρίζουν πράγματα που οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν μπορούν. Οι ποιητές είχαν χάρη στη θεϊκή παρέμβαση μια ανώτερη αντίληψη κι αυτό το χάρισμα όπως μας δηλώνει η ποιήτρια το έχει χάσει εδώ και καιρό.
Παράλληλα, η ποιήτρια αποποιείται και την ερωτική έκφανση της ποίησής της, λέγοντας ότι ποτέ δε θέλησε να εκφράσει με τους στίχους της τα ανθρώπινα πάθη, τους έρωτες και οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα δεν έχει καθαγιαστεί από την αληθινή αγάπη. Κάθε τι που έγραψε, κάθε τι που εξέφρασε με την ποίησή της, απευθυνόταν σε εκείνον και είχε ως μόνο κίνητρο την αγάπη που αισθανόταν γι’ αυτόν. Αν οι ποιητές έχουν τη δυνατότητα μέσω της ποίησής τους να εκφράζουν τα πάθη που προκαλεί ο έρωτας στους ανθρώπους, η Πολυδούρη δηλώνει ότι ποτέ δεν μετείχε σ’ αυτή την εξύμνηση του έρωτα. Εκείνη έγραφε μόνο για την αγνή αγάπη που ένιωθε για εκείνον. Την αγνότητα των συναισθημάτων της που εκφράζει με το στίχο «των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα» θα την επαναβεβαιώσει λίγο μετά με τον στίχο «Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου». Για την Πολυδούρη είναι σημαντικό να τονιστεί η αγνότητα που περιβάλλει τον έρωτά της καθώς η σχέση της με τον Καρυωτάκη δεν προχώρησε ποτέ πέρα από την αγνή μα δυνατή ένταση ενός πλατωνικού έρωτα. Αγνότητα σωματική, αλλά κυρίως αγνότητα προθέσεων, για μια γυναίκα που αγαπά και τραγουδά, αγαπά και γράφει στίχους, μόνο με την ελπίδα ότι οι στίχοι αυτοί κάποτε θα διαβαστούν από το αγαπημένο πρόσωπο. Το μοναδικό κίνητρο για τη ποιητική της δημιουργία είναι ότι κάποιο βράδυ, στο φτωχικό του σπίτι, ο Καρυωτάκης θα διαβάσει τα ποιήματά της και θα διακρίνει την αδιάκοπη ένταση της αγάπης της. Παρά το γεγονός ότι οι δύο νέοι είχαν χωρίσει η Πολυδούρη δεν έπαψε ποτέ να είναι χωρίς μέτρο ερωτευμένη με τον Καρυωτάκη και αυτό επιχειρεί να δηλώσει μ’ αυτό το ποίημα απολογισμό για την ποιητική της τέχνη.
Ό,τι έχει δηλώσει με άκρατο λυρισμό στο «Γιατί μ’ αγάπησες», το δηλώνει εκ νέου στο ποίημα αυτό, διατηρώντας όμως μια σοβαρότητα στην έκφραση που απομακρύνει το ποίημα από την ερωτική διατύπωση και το φέρνει ακριβώς στα όρια μιας τελικής διακήρυξης ή έστω αποκήρυξης οποιουδήποτε στοιχείου θα μπορούσε να συνδυάσει τους στίχους της ποιήτριας με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή με οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέρα από την αγνή κι ασίγαστη αγάπη για εκείνον.
Η δικαίωση της ύπαρξής της όπως και της ποίησής της έρχεται μέσα από τη χαρά που διακρίνει στα μάτια του αγαπημένου προσώπου. Τη χαρά αυτή δε θα μπορούσε να τη συγκρίνει με καμία άλλη δόξα, καθώς για εκείνη τίποτε τόσο πολύτιμο δε θα μπορούσε να υπάρξει, όσο η χαρά που μοιράστηκε μαζί του. Ακόμα και τις στιγμές του χωρισμού τους οι στίχοι της αποτελούσαν μηνύματα ελπίδας για εκείνον, ότι η αγάπη της όχι μόνο συνεχίζεται αλλά έχει μεγαλώσει σε ένταση. Είτε είναι κοντά του και μπορεί να απολαμβάνει τη χαρά που καθρεφτίζεται στα μάτια του είτε είναι μακριά του, η ποίησή της γράφεται μόνο για εκείνον.
Τώρα που γράφει αυτούς τους στίχους δεν έχει μείνει κανένας αντίλαλος, κανένα ίχνος της κραυγής που έβγαλε η ποιήτρια όταν έμαθε για το θάνατο του αγαπημένου της. Ο πόνος της δεν είναι πια ορατός, αλλά όπως κι όσοι την άκουσαν να θρηνεί, έτσι κι η ίδια γνωρίζει ότι η ένταση του πόνου που αισθάνθηκε ήταν τέτοια που δεν μπορεί παρά να την έφερε πιο κοντά στο θάνατο. Όπως ακριβώς εκείνος δικαίωσε την ποιητική της τέχνη, όπως έδωσε νόημα στη ζωή της, έτσι και τώρα με το θάνατό του της δείχνει το δρόμο και τη φέρνει πιο κοντά στο τέλος της.
Άλλωστε, όπως μας λέει η ποιήτρια στο κλείσιμο του ποιήματος, γιατί να δέχεται το κάλεσμα της Μούσας, γιατί να γράφει, γιατί να ενδώσει στα ανόσια πάθη και εν τέλει γιατί να συνεχίσει να ζει αφού τα τραγούδια της ήταν μόνο για εκείνον. Χωρίς εκείνον η τέχνη της χάνει το νόημά της και η ποιήτρια δηλώνει ότι δεν έχει πια απολύτως κανένα λόγο να συνεχίσει να υπηρετεί την ποιητική δημιουργία. Όπως πολύ όμορφα το έχει πει η ίδια: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες...
Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφεράκ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μές στη ζωή.Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Ως παράλληλο κείμενο για το ποίημα «Γιατί μ’ αγάπησες» μπορεί επίσης να τεθεί το ποίημα «Κοντά σου», το οποίο εκφράζει με λυρισμό και πολλές ενδιαφέρουσες εικόνες τα συναισθήματα της ποιήτριας για το αγαπημένο της πρόσωπο. Κάθε τι κοντά του αποκτά μια ιδιαίτερη γαλήνη, ζεστασιά, ασφάλεια και εν γένει όλα γίνονται όμορφα όταν εκείνος βρίσκεται κοντά της. Τα συναισθήματα αυτά έρχονται να συμπληρώσουν την άποψη που εκφράζεται στο «Γιατί μ’ αγάπησες» όπου η ποιήτρια δικαιώνει την ύπαρξή της καθώς και την ποιητική της δημιουργία χάρη στην αγάπη εκείνου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου