Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Το Όνειρο στο κύμα θεωρείται από κάποιους μελετητές ηθογραφικό διήγημα, πλησιάζει όμως και στην ψυχογραφία. Μπορείτε να εντοπίσετε ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία στο κείμενο;
Το Όνειρο στο κύμα, με το οποίο Παπαδιαμάντης επιχειρεί να αναδείξει την ιδανικότητα της ζωής στην όμορφη επαρχία και συγκεκριμένα στο νησί του τη Σκιάθο, περιέχει πληθώρα ηθογραφικών στοιχείων, υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας όχι μόνο μας δίνει στοιχεία για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων του νησιού: «Τὸ χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ μόνον εἰς τὰς ἡμέρας ποὺ ἤρχετο νὰ ὀργώσῃ ἢ νὰ σπείρῃ, κ᾿ ἔκαμνε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, κ᾿ ἔλεγεν: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σπέρνω αὐτὸ τὸ χωράφι, γιὰ νὰ φᾶνε ὅλ᾿ οἱ ξένοι κ᾿ οἱ διαβάτες, καὶ τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ νὰ πάρω κ ἐγὼ τὸν κόπο μου!», αλλά δημιουργεί παράλληλα και ειδυλλιακές εικόνες αξιοποιώντας την ομορφιά του τόπου. Ο ήρωας του διηγήματος βιώνοντας τη μιζέρια της ζωής στην Αθήνα, αναπολεί τις στιγμές της πραγματικής ευτυχίας που είχε την ευκαιρία να ζήσει στο νησί του: «Ἤμην πτωχὸν βοσκόπουλον εἰς τὰ ὄρη. Δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ δὲν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής.», δίνοντας στο συγγραφέα την ευκαιρία να πλάσει με τις περιγραφές του έναν επίγειο παράδεισο αθωότητας και ομορφιάς «Μίαν ἑσπέραν, καθὼς εἶχα κατεβάσει τὰ γίδια μου κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυροὺς κολπίσκους καὶ ἀγκαλίτσες τὸ κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καὶ ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς τόσους ἑλιγμοὺς καὶ δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μὲ ἄτακτους φλοίσβους καὶ ἀφρούς, ὅμοιον μὲ τὸ βρέφος τὸ ψελλίζον, ποὺ ἀναπηδᾷ εἰς τὸ λίκνόν του καὶ λαχταρεῖ νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ χορεύσῃ εἰς τὴν χεῖρα τῆς μητρὸς ποὺ τὸ ἔψαυσε - καθὼς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τὰ γίδια μου διὰ ν᾿ «ἀρμυρίσουν» εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως συχνὰ ἐσυνήθιζα, εἶδα τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἦτον μεγάλη χαρὰ καὶ μαγεία, καὶ τὴν «ἐλιμπίστηκα», κ᾿ ἐλαχτάρησα νὰ πέσω νὰ κολυμβήσω. Ἦτον τὸν Αὔγουστον μήνα.».
Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, δε μένει μόνο στις περιγραφές και στα στοιχεία που αφορούν τον τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού. Προχωρά βαθύτερα και μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε την ιδιαίτερη ψυχολογία του ήρωά του. Σκέψεις, συναισθήματα, διλήμματα: «Εἶναι ἀληθές, ὅτι δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ ὄνειρον, τὸ πλέον εἰς τὸ κῦμα. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ἀλλοκότως, μοῦ ἐπανῆλθε πάλιν ἡ πρώτη ἰδέα... Νὰ ριφθῶ εἰς τὰ κύματα, πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, εἰς τὰ ὄπισθεν, νὰ κολυμβήσω ὅλον ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἕως τὴν ἄμμον, καὶ νὰ φύγω, νὰ φύγω τὸν πειρασμόν!...» και καταπιεσμένες επιθυμίες του ήρωα: «Ἐντοσούτω ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν ἤμην, ἡ περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν κολυμβώσαν νεανίδα.», ξεδιπλώνονται στο κείμενο του Παπαδιαμάντη, ο οποίος δε διστάζει να αποκαλύψει ακόμη και τα αρνητικά στοιχεία του. Εκείνο που ξεχωρίζει τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι η ανάγκη που αισθάνεται ο συγγραφέας να δει και πέρα από τις όμορφες εικόνες και την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει σε βάθος τους ανθρώπους κι αυτό του επιτρέπει να προχωρά σε μια ειλικρινή ψυχογράφηση των ηρώων του. Στο Όνειρο στο κύμα, ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει από την πρώτη στιγμή τις σκέψεις του ήρωα και συνεχίζει να μας τις αποκαλύπτει ακόμη και όταν ο νεαρός βοσκός περνά τα όρια του αθώου επαρχιώτη κι αποκτά σκοτεινές επιθυμίες και αρνητικές απεικονίσεις της πραγματικότητας γύρω του: «Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δὲν ἀπέθανε. Σπανίως τὴν εἶδα ἔκτοτε, καὶ δὲν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλὴ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.». Ο ήρωας του διηγήματος δεν είναι πάντοτε αγνός: «Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην.», και δεν ταιριάζει πάντοτε στα πρότυπα της αθωότητας που εξυπηρετούν την ειδυλλιακή αναπαράσταση της εξιδανικευμένης ζωής: «Δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ἂν μοῦ ἦλθον πονηροί, καὶ συνάμα παιδικοὶ ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Να ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νὰ ἔβαζε μιὰ φωνή! νὰ ἔβλεπε κανένα ροφὸν εἰς τὸν πυθμένα, τὸν ὁποῖον νὰ ἐκλάβῃ διὰ θηρίον, διὰ σκυλόψαρον, καὶ νὰ ἐφώναζεν βοήθειαν!...», αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν αρνείται ποτέ στους ήρωές του την αλήθεια τους, όσο άσχημη κι αν είναι. Αυτό που ενδιαφέρει το συγγραφέα είναι να μας παρουσιάσει τα πρόσωπα των διηγημάτων του ακριβώς όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Για τον Παπαδιαμάντη, άλλωστε, δεν υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι στην επαρχία οι άνθρωποι είναι εντελώς αγνοί και απόλυτα αθώοι. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι τα ίδια πάθη και οι ίδιες ατέλειες υπάρχουν παντού, χωρίς αυτό να του στερεί την πληρέστερη θέαση της πραγματικότητας, η οποία δεν παύει να λειτουργεί υπέρ της ζωής κοντά στη φύση, κοντά στην ομορφιά και την απλότητα της επαρχίας «Ὢ ἂς ἤμην ἀκόμη βοσκὸς εἰς τὰ ὄρη!...».
Δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές σχετικά με τον προσδιορισμό μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου της ελληνικής πεζογραφίας ως «ηθογραφίας». Σύμφωνα με το Μάριο Βίττι (Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, εκδ. Κέδρος 1991, σ. 160) «ο όρος ‘ηθογραφία’ α΄ είναι μάλλον υστερογενής, εφόσον ο όρος που χρησιμοποιείτο επισημότερα στον καιρό της ήτο ‘ελληνικόν διήγημα’, και β΄, ο όρος είναι επικίνδυνα παραπλανητικός ιδίως όταν εφαρμόζεται στον Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη και σ’ άλλους ακόμη.». Σύμφωνα με την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού (λήμμα «Ηθογραφία», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26) διακρίνονται δύο κατηγορίες ηθογραφίας α) η «ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) η ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους». Ο Λίνος Πολίτης (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978, σ. 201) χαρακτηρίζει ως ηθογραφικό διήγημα εκείνο «που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό χωριό και τους απλοϊκούς του κατοίκους» και θεωρεί ως «πραγματικό εισηγητή» του στη νεοελληνική λογοτεχνία το Γ. Βιζυηνό. Για μια αντίθετη άποψη, βλ. Μηλιώνης Χρ., «Παπαδιαμάντης και Ηθογραφία ή Ηθογραφίας Αναίρεσις», π. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 64-65 (1992) και Βιβλίο του Καθηγητή, σσ. 285-286.
Από το Βιβλίο του Καθηγητή
Ρεαλισμός, Ηθογραφία κ.α.
Κατά ταύτα δεν πρόκειται περί απλής ηθογραφίας, λαογραφικών διαπιστώσεων περί των ηθών, εθίμων, ενδυμάτων, κατοικιών, τραγουδιών και παραμυθιών των νησιωτών, ανάμεσα εις τους οποίους έζησε. Διότι κάλλιστα είναι δυνατόν να περιγραφούν ούτοι λεπτομερέστατα και να διαφύγη η ψυχή των. Η Λαογραφία πολλάκις υπό τα ειδυλλιακά φορέματα των χωρικών δεν διείδε τα δράματα της ψυχής των. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι φωτογράφος, είναι ψυχογράφος. Δεν μένει εις όσα ακούει και βλέπει, εις το περίγραμμα, προχωρεί εις όσα διαισθάνεται, έτσι δε δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίας, χώρους.
Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), ο Χριστιανός Συγγραφεύς [ομιλία], Αθ.1961: ΙΔ., Απανθίσματα: Γραμματολογικά και Βιογραφικά της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας (Μελέται και Άρθρα), Αθ. Εκδ Γ. Φέξη «Νέα Βιβλιοθήκη», 1962, σελίδες 177-190:186-187
[…] Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ρομαντικός ονειροπόλος πραγμάτων φανταστικών ή εκφραστής συναισθημάτων επιθυμητών χωρίς αντίκρισμα. Είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας. Ερωτεύεται το συγκεκριμένο κι όχι το αφηρημένο. Κάθε ήρωάς του έχει το όνομα και το επώνυμό του, κάθε τοποθεσία την ονομασίαν της. Η επιμονή του να αραδιάζει ένα σωρό ονόματα δεν είναι λογοτεχνική μανιέρα. Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχουν ήρωες πρώτης και δευτέρας κατηγορίας. Όλοι είναι καταξιωμένοι: πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. […]
Όλοι αυτοί βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά, γιατί όλοι, με τα ντέρτια και τα μεράκια τους, με τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωμένα και καθαγιασμένα απ’ Αυτόν.
Κυριάλος Πλησής, «Ο Παπαδιαμάντης και ο Κόσμος του» ΑΑ.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15 [Μνημόσυνο του Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Εβδομήντα Χρόνια από την Κοίμησή του] (Αθ. 1981), σελίδες 148-155 ~ ΙΔ., Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς, Αθ.: εκδ. «Αστήρ» Αλ. Και Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σελίδες 77-86:78-79.
Ο Παπαδιαμάντης […] προς απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύνην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως (ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες, αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος, το θείο χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής και κατόρθωσε, ως δημιουργός να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!) πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης. […]
[…] με μεγαλύτερη ποιητική ένταση και αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού στοιχείου, είναι και τα διηγήματα «Όνειρο στο κύμα», «Υπό την Βασιλικήν δρυν», «Αμαρτίας φάντασμα», «Τα Δαιμόνια στο ρέμα», «Η Φαρμακολύτρια», όπου ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του. Όλα κινούνται στον χώρο του Συμβολισμού, τόσο του προσωπικού όσο και του υπερβατικού, σύμφωνα με τον οποίον αντικείμενα, εικόνες ή καταστάσεις του υπαρκτού κόσμου ανάγονται σε σύμβολα ενός κόσμου άχρονου, τέλειου και θείου. Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάμεσα στο θλιβερό παρόν του ήρωα-αφηγητή και το ευτυχισμένο-παιδικό ή νεανικό-παρελθόν του, αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου, συμβολοποιείται, σε προσωπικό επίπεδο, με την τότε παρουσία του περικαλλούς δέντρου, της ανάσσης του δρυμού και την τωρινή εξαφάνισή της («Η Βασιλική δρυς») ή με το τότε «Όνειρο στο κύμα», από το οποίο τώρα δε μένει παρά η ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης. Σε επίπεδο όμως υπερβατικού συμβολισμού, αυτή η έκπτωση από μια προηγούμενη, ανώτερη και ευτυχέστερη κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό παρόν, συμβολίζει την Πτώση του Ανθρώπου από τον παράδεισο της Εδέμ.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» [παρουσίαση-ανθολόγηση]: ΑΑ.VV., Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας: Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τ.5. [1880-1900], επιμ-εισαγ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθ. Εκδ. Σοκόλης, 1996, σελίδες 114-209: 140,146.
[…] τον όρο «ειδύλλιο» και την «ειδυλλιακή διάσταση» προκειμένου για τον Παπαδιαμάντη δεν πρέπει να τα δούμε στενά, απλώς ως απόδοση της ζωής της αγροτικής κοινωνίας της Σκιάθου με εξιδανικευμένη πιστότητα. Πρέπει μάλλον να τα δούμε ως εξεικονίσεις του θέματος της «επιστροφής» (στο χωριό, στην αθωότητα, στην παράδοση κτλ.). Με άλλα λόγια ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλώς ένας «ρεγιοναλιστής» συγγραφέας που «σπουδάζει εκ του σύνεγγυς» και συγχρονικά το ελληνικό χωριό, αλλά ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που εξευρωπαϊζεται και εκμοντερνίζεται εστιάζει τη ματιά του σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά (εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της Σκιάθου) και αργότερα και χρονικά απομακρυσμένη (παιδική ηλικία), προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν «μικρόκοσμο», μέσω του οποίου συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά γι’ αυτόν πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου ή της Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο τα παπαδιαμαντικό κείμενο γίνεται ένα ταξίδι μέσω της μνήμης για την ανα-απα-κάλυψη της χαμένης ενότητας τους ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η μνεία αυτοβιογραφικών στοιχείων ή αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας δεν εξαντλείται αν διαβαστεί ως συγκεκριμένη πληροφορία. Μάλλον κερδίζει, όταν λειτουργεί ως εξιδανικευμένη απεικόνιση ενός απομακρυσμένου τρόπου ζωής που ανταποκρίνεται στην κοινή ανθρώπινη (και εθνική) εμπειρία, όπως και πάλι πρώτος παρατήρησε ο Παλαμάς.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματογραφίας του Παπαδιαμάντη: Μερικές Παρατηρήσεις και Προτάσεις»: ΑΑ.VV., Η Αδιάπτωτη Μαγεία: Παπαδιαμάντης, 1991 – Ένα Αφιέρωμα, Αθ.: Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, 1992, σελίδες 39-90:48-49,77-79.
Μέσα στο ηθογραφικό πλαίσιο ο Παπαδιαμάντης ζωντανεύει τον κόσμο του με τη γραφή του, τον τρόπο της ομιλίας του, που συνιστά τη μοναδικότητά του, σε ένα γλωσσικό αμάγαλμα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής, δημοτικής και ιδιωματισμών ξεδιπλώνει την αφηγηματική του άνεση, διαποτισμένη αφενός από γνήσια ποιητική πνοή […] η οποία όμως «δένει» αρμονικά με το ρεαλισμό στην απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών «ηρώων» του της Σκιάθου ή της Αθήνας. Αυτός ακριβώς ο «μαγικός ρεαλισμός» συνιστά ίσως την ιδιαίτερη γοητεία και τη μοναδικότητα του Παπαδιαμάντη.
Κώστας Μπαλάσκας, Εισαγωγή στο τευχίδιο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως – Ήρως, Όνειρο στο κύμα, Αθ.: Επικαιρότητα <Νεοελληνική Ανθολογία, 4>, 1996, σελίδες 7-10:8-9.
Σχετικά με την Ηθογραφία και τους Τρόπους της
Ηθογραφία: όρος με τον οποίο εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της Λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν –από την ελληνική ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.
Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή πεζογραφία της εποχής αυτής η ηθογραφία δεν αποτέλεσε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος […].
Η αλήθεια είναι, ότι με αφετηρία το κοινό, βέβαια, μα και πολύ εξωτερικό στοιχείο σκηνικού, που τοποθετείται στον εξωαστικό χώρο, ομαδοποιήθηκαν έργα με πολλές, βαθιές και βασικές διαφορές στην πραγματικότητα μεταξύ τους. Γι’ αυτό και πρέπει να γίνει βασική διάκριση ανάμεσα στα έργα εκείνα του 19ου αιώνα που τοποθετούν τη δράση τους στην ύπαιθρο, αλλά εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντισμού, την οποία και συνεχίζουν, και στα έργα που ανήκουν στο ρεαλισμό ή, έστω, τον προετοιμάζουν.
Στα έργα της πρώτης κατηγορίας επιβιώνει, μπορεί να πει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, η φιλοσοφία του Rousseau και, μέσα σε μια καλόβολη και ειδυλλιακά περιγραφόμενη φύση, εκτυλίσσονται απλές ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου […].
Αντίθετα, τα έργα της δεύτερης κατηγορίας έχουν ως θεωρητική τους αφετηρία τα δύο ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού με τις γενικότερες προϋποθέσεις τους […]
Στην Ελλάδα η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζει ο Δημήτριος Βικέλας. […].
Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια προκαταρκτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός […].
[…] είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία –όχι τόσο χρονολογικά, όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης- σε δύο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τον τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους. […].
Στη δεύτερη κατηγορία της ηθογραφίας κυριαρχούν τα ονόματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη […] και του Ανδρέα Καρκαβίτσα…
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, «Ηθογραφία»: ΑΑ.VV., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τ. 26., Αθ.: Πάπυρος, 1984, σελίδες 219-221.
Η περιγραφή αποτελεί ένα τμήμα της αφήγησης ή του αφηγηματικού λόγου, όπου όχι σπανίως αναστέλλεται η δράση για να διατυπωθούν πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα ή πράγματα. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει όταν ο αφηγητής ανήκει στην κατηγορία του παντογνώστη αφηγητή, η αληθοφάνεια που επιτυγχάνεται τότε αποβλέπει σε μια πληροφόρηση που πάει να αντικαταστήσει τη ζωγραφική περιγραφή (ut pictura poesis). Αντίθετα, όταν η πληροφόρηση δεν προέρχεται από τον αφηγητή, αλλά αναφέρεται σαν βίωμα ενός προσώπου της δράσης (ο αφηγητής βλέπει ό,τι βλέπει και ο ήρωας τίποτα παραπάνω), η αίσθηση αληθοφάνειας είναι ισχυρότερη, ιδίως επειδή χάρη σ’ αυτή την επινόηση, εξορκίζεται το σφάλμα του νεκρού χρόνου για το προχώρημα της ιστορίας. Πρόκειται όμως για επινοήσεις που κατακτούν την ελληνική αφηγηματογραφία σε μια προχωρημένη φάση της ιστορίας της.
M. Vitti
1. Ο όρος ηθογραφία χρησιμοποιήθηκε από τους γραμματολόγους μας χωρίς να διασαφηνισθεί με επάρκεια το περιεχόμενό του.
2. Χρησιμοποιήθηκε σε διαπλοκή με τους όρους ρεαλισμός και νατουραλισμός χωρίς να προσδιορίζεται η ειδοποιός διαφορά, αν υπάρχει.
3. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τα αφηγηματικά έργα της περιόδου 1880-1900, αλλά και για έργα μεταγενέστερων συγγραφέων.
4. Χρησιμοποιήθηκε για συγγραφείς ανόμοιους, αλλά και εξαιρετικά άνισους ποιοτικά.
5. Χρησιμοποιήθηκε, και μάλιστα με έμφαση, ως αξιολογικός όρος με αρνητική, πάντοτε, σημασία.
6. Παρά τη ρευστότητά του, αλλά και την ποικίλη χρήση του, ο όρος επανεμφανίζεται είτε με την απλή μορφή του είτε ως «ανανεωμένη ηθογραφία» για σύγχρονους πεζογράφους, πράγμα που επιτείνει τη σύγχυση – και την επεκτείνει.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους προτείνω την απόρριψη του όρου ηθογραφία και των εκδόχων του (και εκδοχών του).
Χριστόφορος Μηλιώνης, «Παπαδιαμάντης και Ηθογραφία, ή Ηθογραφίας Αναίρεσις»: Γράμματα και Τέχνες, αρ. 64-65 (1992) ~ ΙΔ., Σημαδιακός και Αταίριαστος, Αθ.: εκδ. Νεφέλη <Οι Νεώτεροι για τον Παπαδιαμάντη, 4>, 1994, 47-72:71-72.
Το Όνειρο στο κύμα θεωρείται από κάποιους μελετητές ηθογραφικό διήγημα, πλησιάζει όμως και στην ψυχογραφία. Μπορείτε να εντοπίσετε ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία στο κείμενο;
Το Όνειρο στο κύμα, με το οποίο Παπαδιαμάντης επιχειρεί να αναδείξει την ιδανικότητα της ζωής στην όμορφη επαρχία και συγκεκριμένα στο νησί του τη Σκιάθο, περιέχει πληθώρα ηθογραφικών στοιχείων, υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας όχι μόνο μας δίνει στοιχεία για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων του νησιού: «Τὸ χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ μόνον εἰς τὰς ἡμέρας ποὺ ἤρχετο νὰ ὀργώσῃ ἢ νὰ σπείρῃ, κ᾿ ἔκαμνε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, κ᾿ ἔλεγεν: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σπέρνω αὐτὸ τὸ χωράφι, γιὰ νὰ φᾶνε ὅλ᾿ οἱ ξένοι κ᾿ οἱ διαβάτες, καὶ τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ νὰ πάρω κ ἐγὼ τὸν κόπο μου!», αλλά δημιουργεί παράλληλα και ειδυλλιακές εικόνες αξιοποιώντας την ομορφιά του τόπου. Ο ήρωας του διηγήματος βιώνοντας τη μιζέρια της ζωής στην Αθήνα, αναπολεί τις στιγμές της πραγματικής ευτυχίας που είχε την ευκαιρία να ζήσει στο νησί του: «Ἤμην πτωχὸν βοσκόπουλον εἰς τὰ ὄρη. Δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ δὲν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής.», δίνοντας στο συγγραφέα την ευκαιρία να πλάσει με τις περιγραφές του έναν επίγειο παράδεισο αθωότητας και ομορφιάς «Μίαν ἑσπέραν, καθὼς εἶχα κατεβάσει τὰ γίδια μου κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυροὺς κολπίσκους καὶ ἀγκαλίτσες τὸ κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καὶ ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς τόσους ἑλιγμοὺς καὶ δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μὲ ἄτακτους φλοίσβους καὶ ἀφρούς, ὅμοιον μὲ τὸ βρέφος τὸ ψελλίζον, ποὺ ἀναπηδᾷ εἰς τὸ λίκνόν του καὶ λαχταρεῖ νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ χορεύσῃ εἰς τὴν χεῖρα τῆς μητρὸς ποὺ τὸ ἔψαυσε - καθὼς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τὰ γίδια μου διὰ ν᾿ «ἀρμυρίσουν» εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως συχνὰ ἐσυνήθιζα, εἶδα τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἦτον μεγάλη χαρὰ καὶ μαγεία, καὶ τὴν «ἐλιμπίστηκα», κ᾿ ἐλαχτάρησα νὰ πέσω νὰ κολυμβήσω. Ἦτον τὸν Αὔγουστον μήνα.».
Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, δε μένει μόνο στις περιγραφές και στα στοιχεία που αφορούν τον τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού. Προχωρά βαθύτερα και μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε την ιδιαίτερη ψυχολογία του ήρωά του. Σκέψεις, συναισθήματα, διλήμματα: «Εἶναι ἀληθές, ὅτι δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ ὄνειρον, τὸ πλέον εἰς τὸ κῦμα. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ἀλλοκότως, μοῦ ἐπανῆλθε πάλιν ἡ πρώτη ἰδέα... Νὰ ριφθῶ εἰς τὰ κύματα, πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, εἰς τὰ ὄπισθεν, νὰ κολυμβήσω ὅλον ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἕως τὴν ἄμμον, καὶ νὰ φύγω, νὰ φύγω τὸν πειρασμόν!...» και καταπιεσμένες επιθυμίες του ήρωα: «Ἐντοσούτω ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν ἤμην, ἡ περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν κολυμβώσαν νεανίδα.», ξεδιπλώνονται στο κείμενο του Παπαδιαμάντη, ο οποίος δε διστάζει να αποκαλύψει ακόμη και τα αρνητικά στοιχεία του. Εκείνο που ξεχωρίζει τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι η ανάγκη που αισθάνεται ο συγγραφέας να δει και πέρα από τις όμορφες εικόνες και την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει σε βάθος τους ανθρώπους κι αυτό του επιτρέπει να προχωρά σε μια ειλικρινή ψυχογράφηση των ηρώων του. Στο Όνειρο στο κύμα, ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει από την πρώτη στιγμή τις σκέψεις του ήρωα και συνεχίζει να μας τις αποκαλύπτει ακόμη και όταν ο νεαρός βοσκός περνά τα όρια του αθώου επαρχιώτη κι αποκτά σκοτεινές επιθυμίες και αρνητικές απεικονίσεις της πραγματικότητας γύρω του: «Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δὲν ἀπέθανε. Σπανίως τὴν εἶδα ἔκτοτε, καὶ δὲν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλὴ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.». Ο ήρωας του διηγήματος δεν είναι πάντοτε αγνός: «Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην.», και δεν ταιριάζει πάντοτε στα πρότυπα της αθωότητας που εξυπηρετούν την ειδυλλιακή αναπαράσταση της εξιδανικευμένης ζωής: «Δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ἂν μοῦ ἦλθον πονηροί, καὶ συνάμα παιδικοὶ ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Να ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νὰ ἔβαζε μιὰ φωνή! νὰ ἔβλεπε κανένα ροφὸν εἰς τὸν πυθμένα, τὸν ὁποῖον νὰ ἐκλάβῃ διὰ θηρίον, διὰ σκυλόψαρον, καὶ νὰ ἐφώναζεν βοήθειαν!...», αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν αρνείται ποτέ στους ήρωές του την αλήθεια τους, όσο άσχημη κι αν είναι. Αυτό που ενδιαφέρει το συγγραφέα είναι να μας παρουσιάσει τα πρόσωπα των διηγημάτων του ακριβώς όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Για τον Παπαδιαμάντη, άλλωστε, δεν υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι στην επαρχία οι άνθρωποι είναι εντελώς αγνοί και απόλυτα αθώοι. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι τα ίδια πάθη και οι ίδιες ατέλειες υπάρχουν παντού, χωρίς αυτό να του στερεί την πληρέστερη θέαση της πραγματικότητας, η οποία δεν παύει να λειτουργεί υπέρ της ζωής κοντά στη φύση, κοντά στην ομορφιά και την απλότητα της επαρχίας «Ὢ ἂς ἤμην ἀκόμη βοσκὸς εἰς τὰ ὄρη!...».
Δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές σχετικά με τον προσδιορισμό μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου της ελληνικής πεζογραφίας ως «ηθογραφίας». Σύμφωνα με το Μάριο Βίττι (Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, εκδ. Κέδρος 1991, σ. 160) «ο όρος ‘ηθογραφία’ α΄ είναι μάλλον υστερογενής, εφόσον ο όρος που χρησιμοποιείτο επισημότερα στον καιρό της ήτο ‘ελληνικόν διήγημα’, και β΄, ο όρος είναι επικίνδυνα παραπλανητικός ιδίως όταν εφαρμόζεται στον Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη και σ’ άλλους ακόμη.». Σύμφωνα με την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού (λήμμα «Ηθογραφία», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26) διακρίνονται δύο κατηγορίες ηθογραφίας α) η «ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) η ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους». Ο Λίνος Πολίτης (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978, σ. 201) χαρακτηρίζει ως ηθογραφικό διήγημα εκείνο «που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό χωριό και τους απλοϊκούς του κατοίκους» και θεωρεί ως «πραγματικό εισηγητή» του στη νεοελληνική λογοτεχνία το Γ. Βιζυηνό. Για μια αντίθετη άποψη, βλ. Μηλιώνης Χρ., «Παπαδιαμάντης και Ηθογραφία ή Ηθογραφίας Αναίρεσις», π. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 64-65 (1992) και Βιβλίο του Καθηγητή, σσ. 285-286.
Από το Βιβλίο του Καθηγητή
Ρεαλισμός, Ηθογραφία κ.α.
Κατά ταύτα δεν πρόκειται περί απλής ηθογραφίας, λαογραφικών διαπιστώσεων περί των ηθών, εθίμων, ενδυμάτων, κατοικιών, τραγουδιών και παραμυθιών των νησιωτών, ανάμεσα εις τους οποίους έζησε. Διότι κάλλιστα είναι δυνατόν να περιγραφούν ούτοι λεπτομερέστατα και να διαφύγη η ψυχή των. Η Λαογραφία πολλάκις υπό τα ειδυλλιακά φορέματα των χωρικών δεν διείδε τα δράματα της ψυχής των. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι φωτογράφος, είναι ψυχογράφος. Δεν μένει εις όσα ακούει και βλέπει, εις το περίγραμμα, προχωρεί εις όσα διαισθάνεται, έτσι δε δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίας, χώρους.
Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), ο Χριστιανός Συγγραφεύς [ομιλία], Αθ.1961: ΙΔ., Απανθίσματα: Γραμματολογικά και Βιογραφικά της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας (Μελέται και Άρθρα), Αθ. Εκδ Γ. Φέξη «Νέα Βιβλιοθήκη», 1962, σελίδες 177-190:186-187
[…] Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ρομαντικός ονειροπόλος πραγμάτων φανταστικών ή εκφραστής συναισθημάτων επιθυμητών χωρίς αντίκρισμα. Είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας. Ερωτεύεται το συγκεκριμένο κι όχι το αφηρημένο. Κάθε ήρωάς του έχει το όνομα και το επώνυμό του, κάθε τοποθεσία την ονομασίαν της. Η επιμονή του να αραδιάζει ένα σωρό ονόματα δεν είναι λογοτεχνική μανιέρα. Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχουν ήρωες πρώτης και δευτέρας κατηγορίας. Όλοι είναι καταξιωμένοι: πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. […]
Όλοι αυτοί βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά, γιατί όλοι, με τα ντέρτια και τα μεράκια τους, με τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωμένα και καθαγιασμένα απ’ Αυτόν.
Κυριάλος Πλησής, «Ο Παπαδιαμάντης και ο Κόσμος του» ΑΑ.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15 [Μνημόσυνο του Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Εβδομήντα Χρόνια από την Κοίμησή του] (Αθ. 1981), σελίδες 148-155 ~ ΙΔ., Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς, Αθ.: εκδ. «Αστήρ» Αλ. Και Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σελίδες 77-86:78-79.
Ο Παπαδιαμάντης […] προς απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύνην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως (ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες, αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος, το θείο χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής και κατόρθωσε, ως δημιουργός να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!) πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης. […]
[…] με μεγαλύτερη ποιητική ένταση και αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού στοιχείου, είναι και τα διηγήματα «Όνειρο στο κύμα», «Υπό την Βασιλικήν δρυν», «Αμαρτίας φάντασμα», «Τα Δαιμόνια στο ρέμα», «Η Φαρμακολύτρια», όπου ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του. Όλα κινούνται στον χώρο του Συμβολισμού, τόσο του προσωπικού όσο και του υπερβατικού, σύμφωνα με τον οποίον αντικείμενα, εικόνες ή καταστάσεις του υπαρκτού κόσμου ανάγονται σε σύμβολα ενός κόσμου άχρονου, τέλειου και θείου. Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάμεσα στο θλιβερό παρόν του ήρωα-αφηγητή και το ευτυχισμένο-παιδικό ή νεανικό-παρελθόν του, αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου, συμβολοποιείται, σε προσωπικό επίπεδο, με την τότε παρουσία του περικαλλούς δέντρου, της ανάσσης του δρυμού και την τωρινή εξαφάνισή της («Η Βασιλική δρυς») ή με το τότε «Όνειρο στο κύμα», από το οποίο τώρα δε μένει παρά η ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης. Σε επίπεδο όμως υπερβατικού συμβολισμού, αυτή η έκπτωση από μια προηγούμενη, ανώτερη και ευτυχέστερη κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό παρόν, συμβολίζει την Πτώση του Ανθρώπου από τον παράδεισο της Εδέμ.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» [παρουσίαση-ανθολόγηση]: ΑΑ.VV., Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας: Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τ.5. [1880-1900], επιμ-εισαγ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθ. Εκδ. Σοκόλης, 1996, σελίδες 114-209: 140,146.
[…] τον όρο «ειδύλλιο» και την «ειδυλλιακή διάσταση» προκειμένου για τον Παπαδιαμάντη δεν πρέπει να τα δούμε στενά, απλώς ως απόδοση της ζωής της αγροτικής κοινωνίας της Σκιάθου με εξιδανικευμένη πιστότητα. Πρέπει μάλλον να τα δούμε ως εξεικονίσεις του θέματος της «επιστροφής» (στο χωριό, στην αθωότητα, στην παράδοση κτλ.). Με άλλα λόγια ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλώς ένας «ρεγιοναλιστής» συγγραφέας που «σπουδάζει εκ του σύνεγγυς» και συγχρονικά το ελληνικό χωριό, αλλά ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που εξευρωπαϊζεται και εκμοντερνίζεται εστιάζει τη ματιά του σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά (εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της Σκιάθου) και αργότερα και χρονικά απομακρυσμένη (παιδική ηλικία), προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν «μικρόκοσμο», μέσω του οποίου συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά γι’ αυτόν πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου ή της Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο τα παπαδιαμαντικό κείμενο γίνεται ένα ταξίδι μέσω της μνήμης για την ανα-απα-κάλυψη της χαμένης ενότητας τους ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η μνεία αυτοβιογραφικών στοιχείων ή αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας δεν εξαντλείται αν διαβαστεί ως συγκεκριμένη πληροφορία. Μάλλον κερδίζει, όταν λειτουργεί ως εξιδανικευμένη απεικόνιση ενός απομακρυσμένου τρόπου ζωής που ανταποκρίνεται στην κοινή ανθρώπινη (και εθνική) εμπειρία, όπως και πάλι πρώτος παρατήρησε ο Παλαμάς.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματογραφίας του Παπαδιαμάντη: Μερικές Παρατηρήσεις και Προτάσεις»: ΑΑ.VV., Η Αδιάπτωτη Μαγεία: Παπαδιαμάντης, 1991 – Ένα Αφιέρωμα, Αθ.: Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, 1992, σελίδες 39-90:48-49,77-79.
Μέσα στο ηθογραφικό πλαίσιο ο Παπαδιαμάντης ζωντανεύει τον κόσμο του με τη γραφή του, τον τρόπο της ομιλίας του, που συνιστά τη μοναδικότητά του, σε ένα γλωσσικό αμάγαλμα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής, δημοτικής και ιδιωματισμών ξεδιπλώνει την αφηγηματική του άνεση, διαποτισμένη αφενός από γνήσια ποιητική πνοή […] η οποία όμως «δένει» αρμονικά με το ρεαλισμό στην απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών «ηρώων» του της Σκιάθου ή της Αθήνας. Αυτός ακριβώς ο «μαγικός ρεαλισμός» συνιστά ίσως την ιδιαίτερη γοητεία και τη μοναδικότητα του Παπαδιαμάντη.
Κώστας Μπαλάσκας, Εισαγωγή στο τευχίδιο: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως – Ήρως, Όνειρο στο κύμα, Αθ.: Επικαιρότητα <Νεοελληνική Ανθολογία, 4>, 1996, σελίδες 7-10:8-9.
Σχετικά με την Ηθογραφία και τους Τρόπους της
Ηθογραφία: όρος με τον οποίο εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της Λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν –από την ελληνική ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.
Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή πεζογραφία της εποχής αυτής η ηθογραφία δεν αποτέλεσε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος […].
Η αλήθεια είναι, ότι με αφετηρία το κοινό, βέβαια, μα και πολύ εξωτερικό στοιχείο σκηνικού, που τοποθετείται στον εξωαστικό χώρο, ομαδοποιήθηκαν έργα με πολλές, βαθιές και βασικές διαφορές στην πραγματικότητα μεταξύ τους. Γι’ αυτό και πρέπει να γίνει βασική διάκριση ανάμεσα στα έργα εκείνα του 19ου αιώνα που τοποθετούν τη δράση τους στην ύπαιθρο, αλλά εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντισμού, την οποία και συνεχίζουν, και στα έργα που ανήκουν στο ρεαλισμό ή, έστω, τον προετοιμάζουν.
Στα έργα της πρώτης κατηγορίας επιβιώνει, μπορεί να πει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, η φιλοσοφία του Rousseau και, μέσα σε μια καλόβολη και ειδυλλιακά περιγραφόμενη φύση, εκτυλίσσονται απλές ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου […].
Αντίθετα, τα έργα της δεύτερης κατηγορίας έχουν ως θεωρητική τους αφετηρία τα δύο ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού με τις γενικότερες προϋποθέσεις τους […]
Στην Ελλάδα η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζει ο Δημήτριος Βικέλας. […].
Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια προκαταρκτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός […].
[…] είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία –όχι τόσο χρονολογικά, όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης- σε δύο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τον τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους. […].
Στη δεύτερη κατηγορία της ηθογραφίας κυριαρχούν τα ονόματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη […] και του Ανδρέα Καρκαβίτσα…
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, «Ηθογραφία»: ΑΑ.VV., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τ. 26., Αθ.: Πάπυρος, 1984, σελίδες 219-221.
Η περιγραφή αποτελεί ένα τμήμα της αφήγησης ή του αφηγηματικού λόγου, όπου όχι σπανίως αναστέλλεται η δράση για να διατυπωθούν πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα ή πράγματα. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει όταν ο αφηγητής ανήκει στην κατηγορία του παντογνώστη αφηγητή, η αληθοφάνεια που επιτυγχάνεται τότε αποβλέπει σε μια πληροφόρηση που πάει να αντικαταστήσει τη ζωγραφική περιγραφή (ut pictura poesis). Αντίθετα, όταν η πληροφόρηση δεν προέρχεται από τον αφηγητή, αλλά αναφέρεται σαν βίωμα ενός προσώπου της δράσης (ο αφηγητής βλέπει ό,τι βλέπει και ο ήρωας τίποτα παραπάνω), η αίσθηση αληθοφάνειας είναι ισχυρότερη, ιδίως επειδή χάρη σ’ αυτή την επινόηση, εξορκίζεται το σφάλμα του νεκρού χρόνου για το προχώρημα της ιστορίας. Πρόκειται όμως για επινοήσεις που κατακτούν την ελληνική αφηγηματογραφία σε μια προχωρημένη φάση της ιστορίας της.
M. Vitti
1. Ο όρος ηθογραφία χρησιμοποιήθηκε από τους γραμματολόγους μας χωρίς να διασαφηνισθεί με επάρκεια το περιεχόμενό του.
2. Χρησιμοποιήθηκε σε διαπλοκή με τους όρους ρεαλισμός και νατουραλισμός χωρίς να προσδιορίζεται η ειδοποιός διαφορά, αν υπάρχει.
3. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τα αφηγηματικά έργα της περιόδου 1880-1900, αλλά και για έργα μεταγενέστερων συγγραφέων.
4. Χρησιμοποιήθηκε για συγγραφείς ανόμοιους, αλλά και εξαιρετικά άνισους ποιοτικά.
5. Χρησιμοποιήθηκε, και μάλιστα με έμφαση, ως αξιολογικός όρος με αρνητική, πάντοτε, σημασία.
6. Παρά τη ρευστότητά του, αλλά και την ποικίλη χρήση του, ο όρος επανεμφανίζεται είτε με την απλή μορφή του είτε ως «ανανεωμένη ηθογραφία» για σύγχρονους πεζογράφους, πράγμα που επιτείνει τη σύγχυση – και την επεκτείνει.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους προτείνω την απόρριψη του όρου ηθογραφία και των εκδόχων του (και εκδοχών του).
Χριστόφορος Μηλιώνης, «Παπαδιαμάντης και Ηθογραφία, ή Ηθογραφίας Αναίρεσις»: Γράμματα και Τέχνες, αρ. 64-65 (1992) ~ ΙΔ., Σημαδιακός και Αταίριαστος, Αθ.: εκδ. Νεφέλη <Οι Νεώτεροι για τον Παπαδιαμάντη, 4>, 1994, 47-72:71-72.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου