Catherine Abel
Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Να περιγράψετε τις ψυχικές διακυμάνσεις της μητέρας, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής της με τον αφηγητή για το Κατερινιώ.
Η μητέρα μόλις ακούει την παράκληση του γιου της να επιστρέψει πίσω το υιοθετημένο παιδί απογοητεύεται και στεναχωριέται, καθώς πίστευε ότι τουλάχιστον ο γιος της που έχει κάνει τόσες σπουδές και είναι τόσο μορφωμένος θα συμφωνούσε μαζί της. «- Ὦ! εἶπε μετ' ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σὺ θὰ ἀγαπήσῃς τὴν Κατερινιὼ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δὲν θέλουν διόλου ἀδελφὴν, καὶ σὺ θέλεις μίαν ἄλλην. Καὶ τί φταίγει τὸ φτωχὸ, 'σὰν ἔγεινεν ὅπως τὸ ἔπλασεν ὁ Θεὸς. Ἂν εἶχες μίαν ἀδελφὴν ἄσχημην καὶ μὲ ὀλίγον νοῦν, θὰ τὴν ἔβγαζες δι' αὐτὸ μέσα 'στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ πάρῃς μίαν ἄλλην, εὔμορφην καὶ γνωστικὴν;» Η απογοήτευση, μάλιστα, της μητέρας είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα περίμενε ο αφηγητής, καθώς η μητέρα δε θεωρεί ότι το υιοθετημένο παιδί είναι ξένο, θεωρεί ότι είναι δικό της παιδί κι έτσι την παράκληση του αφηγητή την εκλαμβάνει ως απαίτηση να απαρνηθεί το παιδί της. «- Ὄχι! ἀνεφώνησε ἡ μήτηρ μου μετὰ λυγμῶν, ὄχι! Δεν εἶναι ξένο τὸ παιδὶ! Εἶναι 'δικό μου! τὸ ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπὸ 'πάνω ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς μάνας του• καὶ ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τὸ βυζί μου 'στὸ στόμα του, γιὰ νὰ τὸ πλανέσω καὶ τὸ ἐτύλιξα μὲσ' στὰ σπάργανά σας, καὶ τὸ ἐκοίμησα μὲσ' στὴν κούνια σας. Εἶναι 'δικό μου τὸ παιδί, καὶ εἶναι ἀδελφή σας!» Η μητέρα βέβαια παρά την ένταση με την οποία υπερασπίζεται το υιοθετημένο παιδί αντιλαμβάνεται ότι ο χαρακτήρας του και τα ελαττώματά του είναι πράγματι πηγή μεγάλης ταλαιπωρίας τόσο για την ίδια όσο και για την υπόλοιπη οικογένεια. Η αφοσίωσή της δηλαδή στην ανατροφή του παιδιού δεν την εμποδίζει να αντιληφθεί τη δυσκολία του έργου που έχει αναλάβει. «- Ἔ! τί νὰ γείνῃ! Κ' ἐγὼ τὸ ἤθελα καλλίτερο, μὰ -ἡ ἁμαρτία μου, βλέπεις, δὲν ἐσώθηκεν ἀκόμη. Καὶ τὸ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τέτοιο, διὰ νὰ δοκιμάσὴ τὴν ὑπομονή μου, καὶ νὰ μὲ σχωρέσῃ. Εὐχαριστῶ σέ, Κύριε!» Κι ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας θεωρούν ότι η μητέρα οφείλει να αφήσει το κορίτσι για να μην ταλαιπωρείται, εκείνη πιστεύει ότι σκόπιμα ο θεός της έστειλε ένα δύσκολο παιδί για να τη δοκιμάσει και τελικά να της προσφέρει την πολυπόθητη συγχώρεση. Η μητέρα, πάντως, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να κρατά κρυφό το αμάρτημά της από το γιο της, καθώς γίνεται πλέον εμφανές ότι δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξή του από τη στιγμή που αγνοεί τους λόγους για τους οποίους εμμένει με τέτοια ένταση στη φροντίδα του υιοθετημένου παιδιού. «- Ναί! εἶπεν ἐκείνη ἀποφασιστικῶς. Ἔχω κάτι ἐδῶ μέσα βαρὺ, πολὺ βαρύ, παιδί μου! Ὡς τώρα τὸ γνωρίζει μόνον ὁ Θεὸς καὶ ὁ πνευματικὸς μου. Ἐσὺ εἶσαι διαβασμένος καὶ συντυχαίνεις καμμιὰ φορὰ 'σὰν τὸν ἴδιο τὸν πνευματικό, καὶ καλλίτερα. Σήκω, κλεῖσε τὴ θύρα, καὶ κάτσε νὰ σὲ τὸ 'πῶ, ἴσως μὲ παρηγόρησῃς ὀλίγο, ἴσως μὲ λυπηθῇς, καὶ ἀγαπήσῃς τὸ Κατερινιώ, 'σὰν νἆταν ἀδελφή σου.»
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου