Γεώργιος Βιζυηνός «Νοσταλγία»
Εψές ο ήλιος έδυνε στην άγια μου πατρίδα
κ’ ένα του δώκαν φίλημα σε θλιβερήν αχτίδα
Να μου το φέρ’ εμένα.
Θέλω να δω τη μάνα μου, τ’ δέρφια μ’ να φιλήσω,
στον τάφο του πατέρα μου θέλω να προσκυνήσω,
βαρέθηκα τα ξένα.
Μικρό μικρό μ’ ωρφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,
μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα,
με χείλη πικραμένα.
Μα τώρα πια τα χόρτασα της ξενητειάς τα κάλλη,
αν είναι και παράδεισος θα την αφήσω πάλι,
βαρέθηκα τα ξένα.
………………………………………………………
(απόσπασμα, Βοσπορίδες Αύραι)
Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του Βιζυηνού που επισημάνατε στο διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου υπάρχουν και στο ποίημα «Νοσταλγία»;
Ο Βιζυηνός έχοντας φύγει σε μικρή ηλικία από το χωριό του τη Βιζύη για να πάει στην Κωνσταντινούπολη (1860, όταν ήταν μόλις 11 χρονών) και στην πορεία έχοντας ακολουθήσει μια πολύχρονη παραμονή σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού [Κωνσταντινούπολη (1860-1868), Λευκωσία (1868-1872), Χάλκη (1872), Αθήνα (1873-1875), Γοτίγγη (1875), Λιψία (1877), Βερολίνο (1879), Λονδίνο (1882), Αθήνα (1884)], βρίσκεται εκ των πραγμάτων μακριά από την οικογένειά του για πολύ καιρό κι αυτό του προκαλεί έντονη στεναχώρια. Ο Βιζυηνός χάνει νωρίς τον πατέρα του (1854), όταν δηλαδή ο συγγραφέας ήταν μόλις 5 ετών, κι αυτό ενισχύει το συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα και τα αδέρφια του.
Η συνεχής απουσία του συγγραφέα, κρατά τη μητέρα του σε μια διαρκή αγωνία, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί του και πολύ περισσότερο καθώς δεν μπορεί να γνωρίζει αν το παιδί της είναι καλά ή αν αντιμετωπίζει προβλήματα. Η μητέρα του, όπως διαπιστώνουμε τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου, όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, μη έχοντας άλλο τρόπο να σταθεί στο παιδί της, βοηθά όποιον ξένο έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι η βοήθεια που προσφέρει στους ξένους θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο εκεί στη ξενιτιά που βρίσκεται ο γιος της. Τις προσπάθειες αυτές της μητέρας του ο Βιζυηνός της αποδίδει στο ποίημά του με το φίλημα που οι δικοί του δίνουν στην αχτίνα του ήλιου, για να το μεταφέρει σ’ αυτόν, όπου κι αν είναι.
Ο Βιζυηνός αισθάνεται έντονη νοσταλγία για την άγια πατρίδα του, αλλά και για τους δικούς του, καθώς τόσα χρόνια στην ξενιτιά νιώθει πια έντονη την ανάγκη να δει ξανά τη μητέρα και τους αδερφούς του, και φυσικά να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του.
Ο συγγραφέας τονίζει στους στίχους του ποιήματος τον πρόωρο χαμό του πατέρα του, καθώς και το γεγονός ότι έχει φύγει από την πατρίδα κι από τους δικούς του από μικρό παιδί, κι ότι πια δεν αντέχει άλλο τις πίκρες της ξενιτιάς. Παρά το γεγονός ότι οι ξένες χώρες του προσέφεραν άφθονες εμπειρίες και παρά το γεγονός ότι η ζωή στο εξωτερικό μοιάζει σαν παράδεισος, σε σύγκριση με την Ελλάδα που είχε ελάχιστα αναπτυχθεί εκείνα τα χρόνια, ο ίδιος αισθάνεται πως έχει πια κουραστεί κι έχει βαρεθεί τη ζωή της ξενιτιάς.
Παρόλο που στο διήγημα το Αμάρτημα της μητρός μου ο συγγραφέας καταγράφει την απουσία του περισσότερο ως προς τον αντίκτυπο που είχε στη μητέρα του, εδώ -με έντονα εξομολογητική διάθεση- μας παρουσιάζει κυρίως τα δικά του συναισθήματα.
κ’ ένα του δώκαν φίλημα σε θλιβερήν αχτίδα
Να μου το φέρ’ εμένα.
Θέλω να δω τη μάνα μου, τ’ δέρφια μ’ να φιλήσω,
στον τάφο του πατέρα μου θέλω να προσκυνήσω,
βαρέθηκα τα ξένα.
Μικρό μικρό μ’ ωρφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,
μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα,
με χείλη πικραμένα.
Μα τώρα πια τα χόρτασα της ξενητειάς τα κάλλη,
αν είναι και παράδεισος θα την αφήσω πάλι,
βαρέθηκα τα ξένα.
………………………………………………………
(απόσπασμα, Βοσπορίδες Αύραι)
Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του Βιζυηνού που επισημάνατε στο διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου υπάρχουν και στο ποίημα «Νοσταλγία»;
Ο Βιζυηνός έχοντας φύγει σε μικρή ηλικία από το χωριό του τη Βιζύη για να πάει στην Κωνσταντινούπολη (1860, όταν ήταν μόλις 11 χρονών) και στην πορεία έχοντας ακολουθήσει μια πολύχρονη παραμονή σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού [Κωνσταντινούπολη (1860-1868), Λευκωσία (1868-1872), Χάλκη (1872), Αθήνα (1873-1875), Γοτίγγη (1875), Λιψία (1877), Βερολίνο (1879), Λονδίνο (1882), Αθήνα (1884)], βρίσκεται εκ των πραγμάτων μακριά από την οικογένειά του για πολύ καιρό κι αυτό του προκαλεί έντονη στεναχώρια. Ο Βιζυηνός χάνει νωρίς τον πατέρα του (1854), όταν δηλαδή ο συγγραφέας ήταν μόλις 5 ετών, κι αυτό ενισχύει το συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα και τα αδέρφια του.
Η συνεχής απουσία του συγγραφέα, κρατά τη μητέρα του σε μια διαρκή αγωνία, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί του και πολύ περισσότερο καθώς δεν μπορεί να γνωρίζει αν το παιδί της είναι καλά ή αν αντιμετωπίζει προβλήματα. Η μητέρα του, όπως διαπιστώνουμε τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου, όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, μη έχοντας άλλο τρόπο να σταθεί στο παιδί της, βοηθά όποιον ξένο έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι η βοήθεια που προσφέρει στους ξένους θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο εκεί στη ξενιτιά που βρίσκεται ο γιος της. Τις προσπάθειες αυτές της μητέρας του ο Βιζυηνός της αποδίδει στο ποίημά του με το φίλημα που οι δικοί του δίνουν στην αχτίνα του ήλιου, για να το μεταφέρει σ’ αυτόν, όπου κι αν είναι.
Ο Βιζυηνός αισθάνεται έντονη νοσταλγία για την άγια πατρίδα του, αλλά και για τους δικούς του, καθώς τόσα χρόνια στην ξενιτιά νιώθει πια έντονη την ανάγκη να δει ξανά τη μητέρα και τους αδερφούς του, και φυσικά να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του.
Ο συγγραφέας τονίζει στους στίχους του ποιήματος τον πρόωρο χαμό του πατέρα του, καθώς και το γεγονός ότι έχει φύγει από την πατρίδα κι από τους δικούς του από μικρό παιδί, κι ότι πια δεν αντέχει άλλο τις πίκρες της ξενιτιάς. Παρά το γεγονός ότι οι ξένες χώρες του προσέφεραν άφθονες εμπειρίες και παρά το γεγονός ότι η ζωή στο εξωτερικό μοιάζει σαν παράδεισος, σε σύγκριση με την Ελλάδα που είχε ελάχιστα αναπτυχθεί εκείνα τα χρόνια, ο ίδιος αισθάνεται πως έχει πια κουραστεί κι έχει βαρεθεί τη ζωή της ξενιτιάς.
Παρόλο που στο διήγημα το Αμάρτημα της μητρός μου ο συγγραφέας καταγράφει την απουσία του περισσότερο ως προς τον αντίκτυπο που είχε στη μητέρα του, εδώ -με έντονα εξομολογητική διάθεση- μας παρουσιάζει κυρίως τα δικά του συναισθήματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου