Οδυσσέας Ελύτης «Το Μονόγραμμα» ως παράλληλο για το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Eπειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ’ στ’ αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Nα μιλώ για σένα και για μένα.
«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από τους στίχους της διακηρύττει πως ο μόνος λόγος για τον οποίο «τραγουδά» είναι η αγάπη εκείνου. Μια αγάπη που είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχή της, καθώς την ώθησε σε μια πολλαπλή ωρίμανση, τόσο συναισθηματική όσο και σωματική. Η ποιήτρια κατόρθωσε, μέσα από τη δική του αγάπη, να αποδεχτεί τον εαυτό της, να γνωρίσει όλη την ομορφιά που κρύβει μέσα της και να παρουσιάσει πλέον τον εαυτό της με τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που της προσέφερε η επίγνωση πως εκείνος τη γνωρίζει σε βάθος και την αγαπά για αυτό ακριβώς που είναι. Η αγάπη του αποτέλεσε, επομένως, τον καθρέφτη στον οποίο μπόρεσε η ποιήτρια να δει για πρώτη φορά την πραγματική διάσταση της ομορφιάς της -εξωτερικής και εσωτερικής.
Η αγάπη εκείνου, πέραν από το γεγονός ότι υπήρξε το έναυσμα και η κυρίαρχη αιτία για την ποιητική δημιουργία της Πολυδούρη, αποτέλεσε πολύ περισσότερο το στοιχείο εκείνο που δικαίωσε την ίδια της τη ζωή. Η μέχρι πρότινος άχαρη ζωή της ποιήτριας, απέκτησε νόημα και ουσιαστική απόλαυση, από τη στιγμή που εκείνος της προσέφερε την αγάπη του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η ποιήτρια όχι μόνο να αισθάνεται πως εν τέλει γεννήθηκε μόνο και μόνο για να γνωρίσει την αγάπη του, αλλά και ότι τώρα που εκείνος έχει χαθεί, μπορεί και η ίδια να προσεγγίσει το δικό της τέλος χωρίς φόβο.
Οι στίχοι της Πολυδούρη εγκλείουν όλη την αγάπη που πλημμύρισε την ψυχή της ποιήτριας. Μια αγάπη, όμως, που δεν μπορεί πια να αποτελέσει το παρόν ή το μέλλον της, καθώς εκείνος έχει ήδη πεθάνει κι εκείνη σύντομα θα τον ακολουθήσει. Η αγάπη της ποιήτριας, επομένως, δίνεται με τη συγκράτηση που επιβάλλει η απουσία του αγαπημένου και αποτελεί περισσότερο το γιόρτασμα της παρουσίας του. Στο ποίημα της Πολυδούρη δεν υπάρχει η δύναμη που χαρακτηρίζει ένα πάθος στη γέννησή του, με όλη εκείνη την ορμή που του χαρίζει η προοπτική του μέλλοντος και η υπόσχεση της κοινής πορείας των ερωτευμένων.
«Το Μονόγραμμα» (δείτε εδώ την ανάλυση του ποιήματος)
Η δύναμη του ερωτικού πάθους, ιδωμένου μέσα από την προοπτική του παρόντος αλλά και του ελκυστικού κοινού μέλλοντος, μας δίνεται στους στίχους του εξαίσιου ποιήματος του Ελύτη. Ο ποιητής στο Μονόγραμμα παρουσιάζει έναν ιδιώνυμο έρωτα «Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου / Nα μιλώ για σένα και για μένα.», που φαίνεται πως έχει κατακυριεύσει την ψυχή του και εξουσιάζει πλέον κάθε σκέψη και πράξη του. Η ορμητικότητα του πάθους που απουσιάζει από το ποίημα της Πολυδούρη, εντοπίζεται στους γεμάτους αρρενωπότητα και ζωική ορμή στίχους του Ελύτη, ο οποίος αισθάνεται πως ο έρωτας που νιώθει για την αγαπημένη του, του παρέχει τη δύναμη να υπερβεί τα ανθρώπινα μέτρα, ώστε να της χαρίσει πρωτόγνωρες εμπειρίες: «κι έχω τη δύναμη / Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω / Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας / στοές».
Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Στους στίχους του Ελύτη το ερωτικό πάθος, αποκτά σαρκικές διαστάσεις, στοιχείο που δεν είναι τόσο εμφανές στο τραγούδι της Πολυδούρη. Ο ποιητής δε διστάζει να υπονοήσει την ευχαρίστηση που του προσφέρει η σωματική επαφή με την αγαπημένη του, παρουσιάζοντας έτσι τον έρωτα στην πληρότητά του.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Το μοτίβο που κυριαρχεί στο Μονόγραμμα είναι η ιδέα πως ο ποιητής και η αγαπημένη του αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Υπό οποιαδήποτε μορφή, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οι δυο τους θα συνυπάρχουν και ο ένας θα συμπληρώνει αρμονικά τον άλλο. Σε αντίθεση με το ποίημα της Πολυδούρη, όπου εκείνη μοιάζει να λαμβάνει περισσότερα από την αγάπη του άλλου, και όπου η δική της συνεισφορά παρουσιάζεται μόλις στην τελευταία στροφή «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες / έζησα, να πληθαίνω / τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες», ο Ελύτης παρουσιάζει έναν έρωτα ισόρροπο, όπου ο ένας αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του άλλου.
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Εκείνη αποτελεί για τον ποιητή «το νόμισμα», την απόλυτη αξία της ζωής του κι εκείνος με τη λατρεία του, με την πλήρη παράδοσή του στην παρουσία της, έρχεται να επισφραγίσει την αξία της. Για κάθε εμπειρία που πλουτίζεται με τη δική της παρουσία ή απλώς και μόνο με την επίγνωση ότι εκείνη βρίσκεται κάπου κοντά του, ο ποιητής είναι πρόθυμος να «πληρώσει». Τόσο για τη νύχτα, τόσο για τη σιγαλιά... ο ποιητής μέσα από τον έρωτά του για εκείνη, αγαπά πλέον κάθε τι γύρω του και καταθέτει, πληρώνει γι’ αυτή την αγάπη του, μέχρι που:
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Ο ποιητής δίνει τα πάντα για χάρη του έρωτα του, μέχρι που δεν έχει πια τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνη. Η ζωή του όλη κατακυριεύεται από εκείνη, ο ποιητής παραδίνεται πλήρως στην αγαπημένη του, με τέτοια ένταση που ο έρωτας τους αυτός μοιάζει πλέον προκλητικά διαφορετικός για τους άλλους ανθρώπους.
Το ποίημα της Πολυδούρη παρουσιάζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή της η αγάπη ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει πια, ενώ ο Ελύτης καταγράφει το συγκλονισμό που του παρέχει ένας έρωτας που αποτελεί το κυρίαρχο παρόν στη ζωή του. Η Πολυδούρη αποτίνει φόρο τιμής στον αγαπημένο της που σφράγισε με την παρουσία του τη ζωής, ενώ ο Ελύτης μας παρουσιάζει τους κραδασμούς της ψυχής του από τον ασίγαστο έρωτα που έχει κατακυριεύσει τη ζωή του. Η κοινή βάση, βέβαια, και τον δύο ποιημάτων είναι η αγάπη για τον άλλον που με τρόπους απρόσμενους φωτίζει τη ζωή μας και προσφέρει χαρά εκεί που κάποτε υπήρχε έλλειψη και απουσία ενδιαφέροντος.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Eπειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ’ στ’ αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Nα μιλώ για σένα και για μένα.
«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Η Μαρία Πολυδούρη μέσα από τους στίχους της διακηρύττει πως ο μόνος λόγος για τον οποίο «τραγουδά» είναι η αγάπη εκείνου. Μια αγάπη που είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχή της, καθώς την ώθησε σε μια πολλαπλή ωρίμανση, τόσο συναισθηματική όσο και σωματική. Η ποιήτρια κατόρθωσε, μέσα από τη δική του αγάπη, να αποδεχτεί τον εαυτό της, να γνωρίσει όλη την ομορφιά που κρύβει μέσα της και να παρουσιάσει πλέον τον εαυτό της με τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που της προσέφερε η επίγνωση πως εκείνος τη γνωρίζει σε βάθος και την αγαπά για αυτό ακριβώς που είναι. Η αγάπη του αποτέλεσε, επομένως, τον καθρέφτη στον οποίο μπόρεσε η ποιήτρια να δει για πρώτη φορά την πραγματική διάσταση της ομορφιάς της -εξωτερικής και εσωτερικής.
Η αγάπη εκείνου, πέραν από το γεγονός ότι υπήρξε το έναυσμα και η κυρίαρχη αιτία για την ποιητική δημιουργία της Πολυδούρη, αποτέλεσε πολύ περισσότερο το στοιχείο εκείνο που δικαίωσε την ίδια της τη ζωή. Η μέχρι πρότινος άχαρη ζωή της ποιήτριας, απέκτησε νόημα και ουσιαστική απόλαυση, από τη στιγμή που εκείνος της προσέφερε την αγάπη του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η ποιήτρια όχι μόνο να αισθάνεται πως εν τέλει γεννήθηκε μόνο και μόνο για να γνωρίσει την αγάπη του, αλλά και ότι τώρα που εκείνος έχει χαθεί, μπορεί και η ίδια να προσεγγίσει το δικό της τέλος χωρίς φόβο.
Οι στίχοι της Πολυδούρη εγκλείουν όλη την αγάπη που πλημμύρισε την ψυχή της ποιήτριας. Μια αγάπη, όμως, που δεν μπορεί πια να αποτελέσει το παρόν ή το μέλλον της, καθώς εκείνος έχει ήδη πεθάνει κι εκείνη σύντομα θα τον ακολουθήσει. Η αγάπη της ποιήτριας, επομένως, δίνεται με τη συγκράτηση που επιβάλλει η απουσία του αγαπημένου και αποτελεί περισσότερο το γιόρτασμα της παρουσίας του. Στο ποίημα της Πολυδούρη δεν υπάρχει η δύναμη που χαρακτηρίζει ένα πάθος στη γέννησή του, με όλη εκείνη την ορμή που του χαρίζει η προοπτική του μέλλοντος και η υπόσχεση της κοινής πορείας των ερωτευμένων.
«Το Μονόγραμμα» (δείτε εδώ την ανάλυση του ποιήματος)
Η δύναμη του ερωτικού πάθους, ιδωμένου μέσα από την προοπτική του παρόντος αλλά και του ελκυστικού κοινού μέλλοντος, μας δίνεται στους στίχους του εξαίσιου ποιήματος του Ελύτη. Ο ποιητής στο Μονόγραμμα παρουσιάζει έναν ιδιώνυμο έρωτα «Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου / Nα μιλώ για σένα και για μένα.», που φαίνεται πως έχει κατακυριεύσει την ψυχή του και εξουσιάζει πλέον κάθε σκέψη και πράξη του. Η ορμητικότητα του πάθους που απουσιάζει από το ποίημα της Πολυδούρη, εντοπίζεται στους γεμάτους αρρενωπότητα και ζωική ορμή στίχους του Ελύτη, ο οποίος αισθάνεται πως ο έρωτας που νιώθει για την αγαπημένη του, του παρέχει τη δύναμη να υπερβεί τα ανθρώπινα μέτρα, ώστε να της χαρίσει πρωτόγνωρες εμπειρίες: «κι έχω τη δύναμη / Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω / Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας / στοές».
Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Στους στίχους του Ελύτη το ερωτικό πάθος, αποκτά σαρκικές διαστάσεις, στοιχείο που δεν είναι τόσο εμφανές στο τραγούδι της Πολυδούρη. Ο ποιητής δε διστάζει να υπονοήσει την ευχαρίστηση που του προσφέρει η σωματική επαφή με την αγαπημένη του, παρουσιάζοντας έτσι τον έρωτα στην πληρότητά του.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Το μοτίβο που κυριαρχεί στο Μονόγραμμα είναι η ιδέα πως ο ποιητής και η αγαπημένη του αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Υπό οποιαδήποτε μορφή, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οι δυο τους θα συνυπάρχουν και ο ένας θα συμπληρώνει αρμονικά τον άλλο. Σε αντίθεση με το ποίημα της Πολυδούρη, όπου εκείνη μοιάζει να λαμβάνει περισσότερα από την αγάπη του άλλου, και όπου η δική της συνεισφορά παρουσιάζεται μόλις στην τελευταία στροφή «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες / έζησα, να πληθαίνω / τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες», ο Ελύτης παρουσιάζει έναν έρωτα ισόρροπο, όπου ο ένας αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του άλλου.
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Εκείνη αποτελεί για τον ποιητή «το νόμισμα», την απόλυτη αξία της ζωής του κι εκείνος με τη λατρεία του, με την πλήρη παράδοσή του στην παρουσία της, έρχεται να επισφραγίσει την αξία της. Για κάθε εμπειρία που πλουτίζεται με τη δική της παρουσία ή απλώς και μόνο με την επίγνωση ότι εκείνη βρίσκεται κάπου κοντά του, ο ποιητής είναι πρόθυμος να «πληρώσει». Τόσο για τη νύχτα, τόσο για τη σιγαλιά... ο ποιητής μέσα από τον έρωτά του για εκείνη, αγαπά πλέον κάθε τι γύρω του και καταθέτει, πληρώνει γι’ αυτή την αγάπη του, μέχρι που:
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Ο ποιητής δίνει τα πάντα για χάρη του έρωτα του, μέχρι που δεν έχει πια τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνη. Η ζωή του όλη κατακυριεύεται από εκείνη, ο ποιητής παραδίνεται πλήρως στην αγαπημένη του, με τέτοια ένταση που ο έρωτας τους αυτός μοιάζει πλέον προκλητικά διαφορετικός για τους άλλους ανθρώπους.
Το ποίημα της Πολυδούρη παρουσιάζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή της η αγάπη ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει πια, ενώ ο Ελύτης καταγράφει το συγκλονισμό που του παρέχει ένας έρωτας που αποτελεί το κυρίαρχο παρόν στη ζωή του. Η Πολυδούρη αποτίνει φόρο τιμής στον αγαπημένο της που σφράγισε με την παρουσία του τη ζωής, ενώ ο Ελύτης μας παρουσιάζει τους κραδασμούς της ψυχής του από τον ασίγαστο έρωτα που έχει κατακυριεύσει τη ζωή του. Η κοινή βάση, βέβαια, και τον δύο ποιημάτων είναι η αγάπη για τον άλλον που με τρόπους απρόσμενους φωτίζει τη ζωή μας και προσφέρει χαρά εκεί που κάποτε υπήρχε έλλειψη και απουσία ενδιαφέροντος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου