Έκθεση Γ΄ Λυκείου «Το δίκαιο της πυγμής» (ασκήσεις σχολικού) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Γ΄ Λυκείου «Το δίκαιο της πυγμής» (ασκήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Johan Swanepoel

Έκθεση Γ΄ Λυκείου «Το δίκαιο της πυγμής» (ασκήσεις σχολικού)

Το δίκαιο της πυγμής είναι μια πανάρχαιη θεωρία, που πρεσβεύει ότι η βία είναι «νόμος της φύσης». Σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι φυσικό ο ικανότερος να επιβάλλει με τη βία το δικό του δίκαιο στον ασθενέστερο. Όπως είναι γνωστό, αυτό κατά το Θουκυδίδη υποστήριξαν και οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο τους με τους Μηλίους:
«Κι’ εμείς οι Αθηναίοι γνωρίζουμε όπως και σεις ότι κατά τον ανθρώπινο νόμο τα δίκαια κρίνονται μόνο από ίσους, ενώ τα δυνατά τα πράττουν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι ασθενείς [...] Και οι θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι, και αναμφισβήτητα και οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από φυσική ορμή να εξουσιάζουν εκείνους από τους οποίους υπερτερούν.» (Ε 89, 105).

Διαβάστε προσεκτικά το παρακάτω απόσπασμα από ένα δοκίμιο του Ε. Παπανούτσου με τον τίτλο «Το δίκαιο της πυγμής», στο οποίο ο συγγραφέας ασκεί κριτική στη συγκεκριμένη θεωρία και ανασκευάζει το επιχείρημα στο οποίο βασίζεται.

Το δίκαιο της πυγμής

[...] Η δύναμη αλλά και η αδυναμία της θεωρίας του «δικαίου της πυγμής» είναι το επιχείρημά της ότι η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο δεν είναι μόνο γεγονός αλλά και αξία· και βέβαιη αξία, επειδή το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Εάν οι οπαδοί της μας έλεγαν απλώς:
Τα πράγματα είναι αυτά που είναι: θηρίο και ο άνθρωπος ζει, όπως και τα άλλα θηρία, με τα δόντια του. Μην προσπαθήσετε να τον αλλάξετε, ματαιοπονείτε· με τη φύση δεν τα βάζει κανείς, εκείνη θα ειπεί πάντοτε την τελευταία λέξη, μπορεί να μη μας έπειθαν, αλλά ίσως θα μας έβρισκαν πρόθυμους να σκύψομε μελαγχολικά το κεφάλι και να σωπάσομε. Μας λένε όμως κάτι περισσότερο· ότι:
Αυτό που γίνεται, να επιβάλλει δηλαδή ο άνθρωπος με τη γροθιά τη θέληση και το συμφέρον του, αξίζει και πρέπει να γίνεται, γιατί έτσι μόνο θα προοδέψει και αυτός και ο κόσμος, και τούτο ακριβώς γεννάει μέσα μας πολλές και σοβαρές αμφιβολίες. Όχι ανησυχίες ηθικές, αλλά αμφιβολίες θεωρητικές. Τις πρώτες θα μπορούσαν να τις παραβλέψουν, τις δεύτερες όμως είναι υποχρεωμένοι να τις εξετάσουν. Αναφέρω εδώ τις σπουδαιότερες.
Από αυτό που «γίνεται», και μάλιστα από αυτό που «γίνεται ως τώρα», δεν είναι λογικά επιτρεπτό να συμπεράνεις με βεβαιότητα ότι τούτο «θα γίνεται και στο μέλλον», και πολύ λιγότερο ότι τούτο «αξίζει και πρέπει να γίνεται». Αν ο άνθρωπος φέρθηκε ως τώρα με αγριότητα και απερισκεψία όπως όλα τα θηρία, και όταν καταλαβαίνει ότι έχει την υπεροχή, λύνει τις διαφορές του με τη βία, το γεγονός αυτό δεν σου δίνει το λογικό δικαίωμα να περιμένεις ότι θα επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον και πολύ λιγότερο ότι τούτο «θα γίνεται και στο μέλλον», και πολύ λιγότερο να υποστηρίζεις ότι πρέπει να επαναλαμβάνεται. Γιατί τίποτα δεν εμποδίζει να αλλάξει αύριο και στο σημείο τούτο η ροή της ιστορίας (φαινόμενο όχι τόσο σπάνιο όσο νομίζεται) είτε από τη συνδρομή διάφορων απρόβλεπτων περιστάσεων, είτε με την πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου, που αφού έχει τις καταβολές του λογικού, μπορεί κάποτε να λογικευτεί και ν’ αποφασίσει να αξιοποιεί με άλλους συμφερότερους και ευπρεπέστερους τρόπους την περίσσεια των σωματικών και των πνευματικών του δυνάμεων, όχι με τον εξευτελισμό και τη σφαγή των ομοίων του. Και εάν όμως αποκλείσω και τα δύο αυτά ενδεχόμενα, πάλι θα δυσκολευτώ να πεισθώ ότι το φυσικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει δεοντολογικό κανόνα. Το κήρυγμα «κατά φύσιν ζην» ή «επιστροφή στη Φύση» δεν είναι αποτελεσματικό, ούτε πάντοτε φρόνιμο. Όχι μόνο γιατί ο άνθρωπος με την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική του εξέλιξη απομακρύνθηκε οριστικά και ανέκκλητα από τη «φυσική κατάσταση» και δεν εξαρτάται από την θέληση του να ξαναγυρίσει σ’ αυτήν αλλά και για έναν άλλο σπουδαιότερο λόγο. Το «φυσικό» δεν είναι κατ’ ανάγκη και «αξιόπρακτο». Οι πολιτισμένοι άνθρωποι έμαθαν (με τον ιδρώτα και το αίμα τους) να μην ταυτίζουν τις δύο έννοιες ούτε κατά το πλάτος ούτε κατά το βάθος τους. Τα «αξιόπρακτα», όπως λέμε στη γλώσσα της φιλοσοφίας, υπερβαίνουν τα «φυσικά». Βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, προσδιορίζονται με άλλου είδους γνωρίσματα, μετριούνται με άλλα μέτρα. Επομένως δεν συναντώνται πάντοτε με τα «φυσικά», ούτε συμπίπτουν μ’ αυτά.
Γι’ αυτό η συνείδηση μας σκανδαλίζεται, όταν ο αντίδικος αναιρεί ή σαρκάζει την προσήλωσή μας σε μιαν αξία, π.χ. στον ηθικό κανόνα «ε ναγκαον εη δικεσθαι δικεν, λοίμην ν δικεσθαι δικεν» με το επιχείρημα ότι τούτο δεν είναι «φυσικό». Την αμφισβήτηση την αισθανόμαστε σαν προσβολή στην «ανθρωπιά» μας. Βέβαια δεν είναι «φυσικό», την ώρα που αναγκάζομαι ή ν’ αδικήσω ή να αδικηθώ, εγώ να προτιμήσω να αδικηθώ παρά να αδικήσω· είμαι όμως περήφανος σαν άνθρωπος, τιμώ την «ανθρωπιά» στο πρόσωπο μου, όταν υπερβαίνω την φυσική ίσως τάση να βλάψω τον όμοιό μου για ν’ αποφύγω την βιαιότητα του και δέχομαι τα πλήγματα χωρίς να τα ανταποδίνω. Εάν υποχωρήσω στις παρορμήσεις του ενστίκτου και επιτεθώ, το «ζώο» μέσα μου θα νικήσει, εγώ όμως σαν άνθρωπος με φρόνημα ηθικό θα νικηθώ. Και αυτή τη νίκη του «φυσικού», που με ταπεινώνει, δεν τη θέλω [...]

Ε. Π. Παπανούτσος, «Το δίκαιο της πυγμής», εκδόσεις Δωδώνη, (1975) , Αθήνα 1989

- Στο παραπάνω απόσπασμα, παρατηρούμε ότι το επιχείρημα στο οποίο βασίζεται η θεωρία το δικαίου της πυγμής είναι ένας παραγωγικός συλλογισμός, που μπορεί να αναλυθεί ως εξής:

Προκείμενες κρίσεις:
1.  Η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο δεν είναι μόνο γεγονός αλλά και αξία.
2. Το γεγονός αυτό είναι αναμφισβήτητο.
Συμπέρασμα: Άρα και η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο έχει αναμφισβήτητη αξία.

Ασκήσεις:

1. Στο απόσπασμα που διαβάσατε ο συγγραφέας αξιολογεί το παραπάνω επιχείρημα και επισημαίνει την αδυναμία του. Συγκεκριμένα αμφισβητεί την αλήθεια της πρώτης προκείμενης κρίσης και αμφιβάλλει, επομένως, αν μπορεί να μας οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα. Να αναδιατυπώσετε με δικά σας λόγια τα επιχειρήματα με τα οποία ο συγγραφέας θέτει υπό αμφισβήτηση την πρώτη προκείμενη κρίση.

Ο συγγραφέας αμφισβητεί την πρώτη προκείμενη αξιοποιώντας, όχι τις ηθικές ενστάσεις που αυτή εγείρει, αλλά τις θεωρητικές. Έτσι, τα επιχειρήματά του δεν αφορούν την ηθική πτυχή του ζητήματος, η οποία θα μπορούσε να παραβλεφθεί εύκολα από τους υποστηρικτές μιας τέτοιας άποψης, αλλά τη θεωρητική πτυχή, η οποία βασίζεται σε συλλογισμούς της λογικής.
Το πρώτο επιχείρημα, λοιπόν, του συγγραφέα έγκειται στο γεγονός πως δεν είναι λογικό ή αναγκαίο να συμπεραίνει κανείς πως ό,τι συμβαίνει τώρα ή ό,τι συνέβαινε μέχρι τώρα, θα συνεχίσει να συμβαίνει και στο μέλλον· κι επιπλέον ότι αξίζει να συνεχίσει να συμβαίνει.
Το ότι ο άνθρωπος, επομένως, έχει φερθεί μέχρι τώρα με αγριότητα, χρησιμοποιώντας τη βία για την επίλυση των διαφορών του, δεν χρειάζεται απαραίτητα να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Σκέψη που ενισχύεται με ένα ακόμη επιχείρημα: τίποτε δεν εμποδίζει το να αλλάξει η ροή της ιστορίας, κι αυτό μπορεί να προκύψει είτε λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου, ο οποίος ενδεχομένως -κι αφού χρησιμοποιήσει τη λογική του- να αντιληφθεί το αναποτελεσματικό και το ασύμφορο της βίας, επιλέγοντας τελικά την αξιοποίηση του περισσεύματος της δύναμής του με άλλους ορθότερους τρόπους.
Άλλωστε, ακόμη κι αν τα δύο αυτά ενδεχόμενα αποκλειστούν, ο συγγραφέας θεωρεί πως ό,τι συνιστά κατάσταση της φύσης, δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να εκλαμβάνεται κι ως δεοντολογικός κανόνας. Η σκέψη αυτή, πως ό,τι δηλαδή είναι φυσικό δεν είναι απαραίτητα και αξιόπρακτο, αποτελεί το τρίτο επιχείρημα του συγγραφέα. Ο άνθρωπος με το πέρασμα στη κοινωνική οργάνωση και με τη σημαντική πνευματική του εξέλιξη έχει πια απομακρυνθεί από τη φυσική κατάσταση και δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει την επιστροφή σε συμπεριφορές που, αν και αποδεκτές από τη φύση, δεν έχουν θέση σε μια οργανωμένη κοινωνία.
Ο συγγραφέας, μάλιστα, επικαλείται την ιστορική πορεία των ανθρώπων από την οποία έχει προκύψει κατά τρόπο επώδυνο, κι είναι πια σαφές, πως ό,τι είναι φυσικό δεν ταυτίζεται αναγκαία με το αξιόπρακτο. Η υπεροχή του ισχυρότερου, ως εκ τούτου, κι η βίαιη συμπεριφορά, αντιστοίχως, αν και βρίσκουν εφαρμογή στη φύση, δεν μπορούν, και δεν πρέπει, να θεωρηθούν ως λογικές επιλογές σε μια κοινωνία, όπου η ηθική κι ο σεβασμός του συνανθρώπου οφείλουν να έχουν κυρίαρχη θέση.  

[Τα επιχειρήµατα µε τα οποία ο συγγραφέας θέτει υπό αµφισβήτηση την πρώτη προκείµενη κρίση µπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Τα όσα συµβαίνουν στην ανθρώπινη ζωή και ιστορία δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα· µπορούν να ανατραπούν. Άλλωστε πάντα υπάρχουν και εξαιρέσεις, ώστε δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κανείς για το τι θα ισχύει, ως φυσικό, στο µέλλον. Επιπλέον, υπάρχουν οι πολιτιστικές αρχές και ο ηθικός νόµος που επιβάλλουν το σεβασµό σε κάποιες αξίες. Οι άνθρωποι έµαθαν να µην ταυτίζουν το φυσικό µε το αξιόπρακτο, να θεωρούν µάλιστα ότι το αξιόπρακτο υπερβαίνει το φυσικό.]

2. Συζητήστε την άποψη του συγγραφέα (παρ. 4) ότι, αν είναι αναγκαίο να επιλέξουμε ανάμεσα στο να αδικήσουμε ή να αδικηθούμε, η «φυσική μας τάση» είναι να προτιμήσουμε το πρώτο, αλλά επιλέγοντας το δεύτερο «τιμούμε την ανθρωπιά μας».

Ο συγγραφέας επισημαίνει ορθώς πως όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, γιατί πιθανώς είναι ισχυρότερος (είτε βιολογικά είτε οικονομικά είτε άλλως), κι έρχεται αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να αδικηθεί από κάποιον άλλο -υποδεέστερο-, είναι λογικό, και φυσικό, να προτιμήσει να αμυνθεί με τρόπο επιθετικό, αδικώντας δηλαδή πρώτα εκείνος. Εφόσον έχει τη δυνατότητα να αποφύγει κάποιο χτύπημα, κι εφόσον μπορεί να είναι εκείνος που θα επιφέρει το αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλό του, είναι απολύτως φυσικό να ακολουθήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ωστόσο, αυτή η φυσική τάση, αυτό το βίαιο ένστικτο, δεν συνιστά πάντοτε την ορθότερη επιλογή.
Είναι σαφές πως ο συγγραφέας δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του ανθρώπου, οπότε η αυτοάμυνα αποτελεί μονόδρομο, αλλά στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εκείνες περιπτώσεις, όπου το άτομο επιλέγει συνειδητά να αδικήσει κάποιον, για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, η επιλογή να αδικηθούμε, και άρα να προσφέρουμε το προβάδισμα σ’ έναν συνάνθρωπό μας, που προφανώς έχει μεγαλύτερη ανάγκη, λειτουργεί ως επιβεβαίωση της ανθρωπιάς μας.
Αν οι άνθρωποι ακολουθούσαν πάντοτε τη φυσική τους τάση να επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον και τη συνεχή επιβεβαίωση της υπεροχής τους έναντι των ασθενέστερων, η κοινωνία θα εισερχόταν σε μια κατάσταση αδιάκοπης πάλης και ανταγωνισμού. Ωστόσο, η επίγνωση της αδυναμίας που διακρίνει αρκετούς συνανθρώπους μας· η επίγνωση των δυσκολιών που βιώνουν σε διάφορους τομείς της ζωής τους, και ιδίως στον οικονομικό, μας υποδεικνύει την ανάγκη παραμερισμού της εγωιστικής θέασης των πραγμάτων και μας ωθεί σε μια αλληλέγγυα συμπεριφορά.
Είναι, άλλωστε, προφανές πως το να ακολουθούν οι άνθρωποι τις ορμέφυτες τάσεις και τα φυσικά τους ένστικτα, όταν πια δεν τίθεται θέμα για την προσωπική τους επιβίωση, αλλά πρόκειται απλώς για την απόκτηση επιπλέον πλούτου κι επιμέρους προνομίων, συνιστά μια αναίτια εγωκεντρική στάση. Μια αναποτελεσματική στάση που ωθεί στη δημιουργία και διατήρηση επιβλαβών ανισοτήτων ανάμεσα στους πολίτες. Μια απορριπτέα στάση, που εύλογα, δεν τιμά και δεν ωφελεί την οργανωμένη κοινωνία.
Κάθε άνθρωπος, επομένως, καλείται να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί πως το να παραμερίζει κάποτε το προσωπικό του συμφέρον προς όφελος ενός συνανθρώπου του που βρίσκεται σε πιο δυσμενή θέση, αποτελεί μια αναγκαία και πολύτιμη πράξη αλτρουισμού. Η αναγνώριση της αξίας του συνανθρώπου έχει -και πρέπει να έχει- μεγαλύτερη βαρύτητα από τη συνεχή προσπάθεια ικανοποίησης των προσωπικών επιθυμιών, οι οποίες τείνουν, το δίχως άλλο, να είναι ακόρεστες.

3. Στις σελίδες για διάλογο ανάμεσα στους νέους, που άνοιξε γνωστό περιοδικό, εμφανίστηκαν, μεταξύ άλλων, και οι απόψεις που παρατίθενται πιο κάτω.
Αποφασίζετε να ασκήσετε κριτική σε μια από τις απόψεις αυτές με ένα κείμενο σας 150-200 λέξεων. Προσπαθήστε: α) να επισημάνετε τα αδύνατα σημεία των επιχειρημάτων στα οποία στηρίζεται η κάθε άποψη, και β) να προβάλετε τα κατάλληλα αντεπιχειρήματα. Στην κριτική σας μπορείτε να λάβετε υπόψη τις παρατηρήσεις του Ε. Π. Παπανούτσου πρώτον ότι πρέπει να ελέγχουμε αν μια ιδιότητα/συμπεριφορά απορρέει πράγματι από τη φύση (ένστικτο) του ανθρώπου ή οφείλεται σε κοινωνικούς παράγοντες και δεύτερον ότι «το φυσικό δεν είναι αναγκαστικά και αξιόπρακτο».

Απόψεις στις οποίες θα ασκηθεί κριτική:

- Ο άντρας έχει από τη φύση του ηγετικές ικανότητες, τις οποίες δε διαθέτει η γυναίκα, όπως φαίνεται από αναρίθμητα ιστορικά παραδείγματα. Δικαιολογημένα, επομένως, και στην εποχή μας οι άντρες κατέχουν ηγετικές θέσεις σε διάφορους τομείς όπως π.χ. στην πολιτική, την επιστήμη, την εργασία κτλ.

Το γεγονός ότι οι άντρες συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να διεκδικούν και να λαμβάνουν ηγετικές θέσεις σε σημαντικούς τομείς του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού βίου, δεν μπορεί σαφώς να στηριχτεί σε ιστορικές αναφορές. Εφόσον οι γυναίκες για πάρα πολλά χρόνια γνώρισαν την καταπίεση και τον αυστηρό κοινωνικό αποκλεισμό, είναι εύλογο πως η παρουσία τους στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα είναι ισχνή. Δεν μπορεί, επομένως, η παρούσα κατάσταση να αιτιολογείται με βάση τις προγενέστερες περιόδους, κατά τις οποίες οι γυναίκες δεν είχαν ούτε την ευκαιρία, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να λάβουν ενεργό ρόλο στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.
Αντιθέτως, η σημερινή αδυναμία των γυναικών να σημειώσουν την παρουσία εκείνη που ανταποκρίνεται στις πραγματικές τους δυνατότητες και στην πραγματική τους αξία, θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως απόρροια του παλαιότερου κοινωνικού τους αποκλεισμού, και κατ’ επέκταση της συνεχιζόμενης προκατάληψης εις βάρος τους. Είναι, άλλωστε, προφανές πως, παρά τις νομοθετικές ρυθμίσεις που διασφάλισαν την εξίσωση των δύο φύλων, παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις η διατήρηση της παλαιότερης νοοτροπίας που ήθελε τις γυναίκες να βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση έναντι των ανδρών. Έτσι, ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, οι γυναίκες δεν λαμβάνουν τις επαγγελματικές ευκαιρίες που τους αναλογούν.
Τόσο στον επιχειρηματικό κόσμο, όσο και στην πολιτική, οι γυναίκες αντιμετωπίζονται με αδιάκοπη δυσπιστία, καθώς επιβαρύνονται με πολλά από τα προγενέστερα αρνητικά στερεότυπα. Είναι, έτσι, σύνηθες να βρίσκονται αποκλεισμένες από σημαντικές θέσεις ευθύνης, όχι γιατί δεν έχουν τις αναγκαίες ικανότητες προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της εκάστοτε θέσης, αλλά γιατί δεν τους παρέχεται καν η ευκαιρία να αποδείξουν την αξία τους. Ενώ, ακόμη και στις περιπτώσεις που κάποιες γυναίκες κατορθώσουν να ξεπεράσουν τους φραγμούς αυτούς και σημειώσουν σημαντικές επιτεύξεις, αντιμετωπίζονται συχνά ως μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να επαρκούν, ώστε να αρθεί η γενικότερη αμφισβήτηση απέναντι στο γυναικείο φύλο.   

- Ορισμένοι μαθητές είναι από τη φύση τους ικανότεροι στα μαθήματα από άλλους. Πρέπει, λοιπόν, να τους δοθεί η δυνατότητα να προοδεύουν απρόσκοπτα με ταχύτερους και πιο εντατικούς ρυθμούς διδασκαλίας από ό,τι οι υπόλοιποι μαθητές. Γι’ αυτό το λόγο είναι σκόπιμο να εφαρμοστεί το σύστημα των επιπέδων διδασκαλίας, σύμφωνα με το οποίο οι ικανότεροι μαθητές θα διαχωριστούν από τους λιγότερο ικανούς και θα παρακολουθούν μαθήματα ανωτέρου επιπέδου.

Η πρόταση για την εφαρμογή ενός συστήματος επιπέδων διδασκαλίας και άρα ο διαχωρισμός των ικανότερων μαθητών από τους λιγότερο ικανούς, θα μπορούσε να εκληφθεί θετικά, αν στόχος της διδασκαλίας ήταν αποκλειστικά η επιδίωξη βαθμολογικών επιδόσεων. Ωστόσο, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας βασικότερος στόχος είναι εκείνος της συνολικής αγωγής του ατόμου· της παροχής, δηλαδή, στον μαθητή, όχι μόνο γνώσεων, αλλά και εμπειριών συνεργασίας και κοινωνικής συνύπαρξης, που θα του επιτρέψουν να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη μετέπειτα ομαλή παρουσία του στον κοινωνικό βίο.
Υπ’ αυτή την έννοια, ένας πιθανός διαχωρισμός των μαθητών με βάση τις βαθμολογικές τους επιδόσεις, θα παραγνώριζε το εύλογο γεγονός πως κάθε μαθητής έχει τη δική του ξεχωριστή αξία, η οποία τίθεται σαφώς πέρα από βαθμολογικές ή άλλες αξιολογήσεις. Άρα, ένας τέτοιος διαχωρισμός, θα στερούσε από τους μαθητές τη δυνατότητα να συγχρωτιστούν με άτομα, που ακόμη κι αν δεν βρίσκονται σε αντίστοιχο επίπεδο σχολικών επιδόσεων, έχουν εντούτοις πλήθος άλλων αρετών, όπως είναι πιθανώς οι κοινωνικές δεξιότητες, η δημιουργικότητα και η γόνιμη αντίδραση σε πιέσεις πνευματικής εξομοίωσης. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, θα τους στερούσε την ευκαιρία να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν με άτομα από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα, που προφανώς έχουν μια διαφορετική εμπειρία, και άρα μια διαφορετική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, πως οι σχολικές επιδόσεις αποτελούν συχνά ένα καθρέφτισμα των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετωπίζει ο μαθητής στο οικογενειακό και στο ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Ένας μαθητής, επομένως, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα μιας επιπλέον εκπαιδευτικής βοήθειας, όπως είναι για παράδειγμα τα φροντιστηριακά μαθήματα, είναι πιθανό να υστερεί στις σχολικές του επιδόσεις, χωρίς αυτό να συνιστά φανέρωμα των πραγματικών του δυνατοτήτων. Ο ίδιος μαθητής, αν είχε την απαραίτητη στήριξη, θα μπορούσε πιθανότατα να σημειώνει υψηλότερες επιδόσεις. Προκύπτει, άρα, η ανησυχητική διαπίστωση, πως ένας ενδεχόμενος διαχωρισμός των μαθητών με βάση τις βαθμολογικές τους επιδόσεις, θα είναι επί της ουσίας ένας διαχωρισμός κοινωνικής ή καλύτερα οικονομικής υφής.

Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ένας τέτοιος διαχωρισμός, ενώ θα έδινε μια περαιτέρω ώθηση στις επιδόσεις των ήδη ικανών μαθητών, θα συνιστούσε  πλήγμα για την πορεία των λιγότερο ικανών μαθητών. Η ποιότητα του παρεχόμενου μαθήματος θα σημείωνε αναπόφευκτα κάμψη, εφόσον θα απουσίαζαν πλέον οι μαθητές εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιούν πληρέστερα τα εκπαιδευτικά ερεθίσματα. Ενώ, συνάμα, σε ψυχολογικό επίπεδο, οι μαθητές που θα είχαν ενταχθεί στα λιγότερο αποδοτικά τμήματα, θα βίωναν μια ακόμη κοινωνική διάκριση, αφού θα θεωρούσαν την εκεί ένταξή τους ως στιγματισμό της αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν στις σχολικές απαιτήσεις. Μιας αδυναμίας που πολύ πιθανώς συνιστά γέννημα της προϋπάρχουσας οικονομικής τους δυσπραγίας.  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...