Naxart Studio
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τέρπω»
(τέρπω = ευφραίνω, χαροποιώ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τέρπω, τέρπεις, τέρπει, τέρπομεν, τέρπετε, τέρπουσι(ν)
τέρπω, τέρπῃς, τέρπῃ, τέρπωμεν, τέρπητε, τέρπωσι(ν)
τέρποιμι, τέρποις, τέρποι, τέρποιμεν, τέρποιτε, τέρποιεν
Προστακτική
---, τέρπε, τερπέτω, ---, τέρπετε, τερπόντων (ή τερπέτωσαν)
Απαρέμφατο
τέρπειν
Μετοχή
τέρπων, τέρπουσα, τέρπον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτερπον, ἔτερπες, ἔτερπε, ἐτέρπομεν, ἐτέρπετε, ἔτερπον
Μέλλοντας
Οριστική
τέρψω, τέρψεις, τέρψει, τέρψομεν, τέρψετε, τέρψουσι(ν)
τέρψοιμι, τέρψοις, τέρψοι, τέρψοιμεν, τέρψοιτε, τέρψοιεν
Απαρέμφατο
τέρψειν
Μετοχή
τέρψων, τέρψουσα, τέρψον
Αόριστος
Οριστική
ἔτερψα, ἔτερψας, ἔτερψε(ν), ἐτέρψαμεν, ἐτέρψατε, ἔερψαν
τέρψω, τέρψῃς, τέρψῃ, τέρψωμεν, τέρψητε, τέρψωσι(ν)
τέρψαιμι, τέρψαις ή τέρψειας, τέρψαι ή τέρψειε(ν), τέρψαιμεν, τέρψαιτε, τέρψαιεν ή τέρψειαν
Προστακτική
---, τέρψον, τερψάτω, ---, τέρψατε, τερψάντων (ή τερψάτωσαν)
Απαρέμφατο
τέρψαι
Μετοχή
τέρψας, τέρψασα, τέρψαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τέρπομαι, τέρπῃ ή τέρπει, τέρπεται, τερπόμεθα, τέρπεσθε, τέρπονται
τέρπωμαι, τέρπῃ, τέρπηται, τερπώμεθα, τέρπησθε, τέρπωνται
τερποίμην, τέρποιο, τέρποιτο, τερποίμεθα, τέρποισθε, τέρποιντο
Προστακτική
---, τέρπου, τερπέσθω, ---, τέρπεσθε, τερπέσθων ή τερπέσθωσαν
Απαρέμφατο
τέρπεσθαι
Μετοχή
τερπόμενος
τερπομένη
τερπόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτερπόμην, ἐτέρπου, ἐτέρπετο, ἐτερπόμεθα, ἐτέρπεσθε, ἐτέρποντο
Μέλλοντας
Οριστική
τέρψομαι, τέρψῃ ή τέρψει, τέρψεται, τερψόμεθα, τέρψεσθε, τέρψονται
τερψοίμην, τέρψοιο, τέρψοιτο, τερψοίμεθα, τέρψοισθε, τέρψοιντο
Απαρέμφατο
τέρψεσθαι
Μετοχή
τερψόμενος
τερψομένη
τερψόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐτερψάμην, ἐτέρψω, ἐτέρψατο, ἐτερψάμεθα, ἐτέρψασθε, ἐτέρψαντο
τέρψωμαι, τέρψῃ, τέρψηται, τερψώμεθα, τέρψησθε, τέρψωνται
τερψαίμην, τέρψαιο, τέρψαιτο, τερψαίμεθα, τέρψαισθε, τέρψαιντο
Προστακτική
---, τέρψαι, τερψάσθω, ---, τέρψασθε, τερψάσθων ή τερψάσθωσαν
Απαρέμφατο
τέρψασθαι
Μετοχή
τερψάμενος
τερψαμένη
τερψάμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐτερπόμην, ἐτέρπου, ἐτέρπετο, ἐτερπόμεθα, ἐτέρπεσθε, ἐτέρποντο
τέρπωμαι, τέρπῃ, τέρπηται, τερπώμεθα, τέρπησθε, τέρπωνται
τερποίμην, τέρποιο, τέρποιτο, τερποίμεθα, τέρποισθε, τέρποιντο
Προστακτική
---, τέρπου, τερπέσθω, ----, τέρπεσθε, τερπέσθων
Απαρέμφατο
τέρπεσθαι
Μετοχή
τερπόμενος, τερπομένη, τερπόμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐτέρφθην, ἐτέρφθης, ἐτέρφθη, ἐτέρφθημεν, ἐτέρφθητε, ἐτέρφθησαν
τερφθῶ, τερφθῇς, τερφθῇ, τερφθῶμεν, τερφθῆτε, τερφθῶσι(ν)
τερφθείην, τερφθείης, τερφθείη, τερφθείημεν ή τερφθεῖμεν, τερφθείητε ή τερφθεῖτε, τερφθείησαν ή τερφθεῖεν
---, τέρφθητι, τερφθήτω, ---, τέρφθητε, τερφθέντων ή τερφθήτωσαν
Απαρέμφατο
τερφθῆναι
τερφθείς
τερφθεῖσα
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐτάρπην, ἐτάρπης, ἐτάρπη, ἐτάρπημεν, ἐτάρπητε, ἐτάρπησαν
ταρπῶ, ταρπῇς, ταρπῇ, ταρπῶμεν, ταρπῆτε, ταρπῶσι(ν)
ταρπείην, ταρπείης, ταρπείη, ταρπείημεν ή ταρπεῖμεν, ταρπείητε ή ταρπεῖτε, ταρπείησαν ή ταρπεῖεν
---, τάρπητι, ταρπήτω, ---, τάρπητε, ταρπέντων ή ταρπήτωσαν
Απαρέμφατο
ταρπῆναι
ταρπείς
ταρπεῖσα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου