Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τέρπω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τέρπω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Naxart Studio 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τέρπω»
 
(τέρπω = ευφραίνω, χαροποιώ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τέρπω, τέρπεις, τέρπει, τέρπομεν, τέρπετε, τέρπουσι(ν)
Υποτακτική
τέρπω, τέρπς, τέρπ, τέρπωμεν, τέρπητε, τέρπωσι(ν)
Ευκτική
τέρποιμι, τέρποις, τέρποι, τέρποιμεν, τέρποιτε, τέρποιεν
Προστακτική
---, τέρπε, τερπέτω, ---, τέρπετε, τερπόντων (ή τερπέτωσαν)
Απαρέμφατο
τέρπειν
Μετοχή
τέρπων, τέρπουσα, τέρπον
 
Παρατατικός
Οριστική
τερπον, τερπες, τερπε, τέρπομεν, τέρπετε, τερπον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τέρψω, τέρψεις, τέρψει, τέρψομεν, τέρψετε, τέρψουσι(ν)
Ευκτική
τέρψοιμι, τέρψοις, τέρψοι, τέρψοιμεν, τέρψοιτε, τέρψοιεν
Απαρέμφατο
τέρψειν
Μετοχή
τέρψων, τέρψουσα, τέρψον
 
Αόριστος
Οριστική
τερψα, τερψας, τερψε(ν), τέρψαμεν, τέρψατε, ερψαν
Υποτακτική
τέρψω, τέρψς, τέρψ, τέρψωμεν, τέρψητε, τέρψωσι(ν)
Ευκτική
τέρψαιμι, τέρψαις ή τέρψειας, τέρψαι ή τέρψειε(ν), τέρψαιμεν, τέρψαιτε, τέρψαιεν ή τέρψειαν
Προστακτική
---, τέρψον, τερψάτω, ---, τέρψατε, τερψάντων (ή τερψάτωσαν)
Απαρέμφατο
τέρψαι
Μετοχή
τέρψας, τέρψασα, τέρψαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τέρπομαι, τέρπ ή τέρπει, τέρπεται, τερπόμεθα, τέρπεσθε, τέρπονται
Υποτακτική
τέρπωμαι, τέρπ, τέρπηται, τερπώμεθα, τέρπησθε, τέρπωνται
Ευκτική
τερποίμην, τέρποιο, τέρποιτο, τερποίμεθα, τέρποισθε, τέρποιντο
Προστακτική
---, τέρπου, τερπέσθω, ---, τέρπεσθε, τερπέσθων ή τερπέσθωσαν
Απαρέμφατο
τέρπεσθαι
Μετοχή
τερπόμενος
τερπομένη
τερπόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τερπόμην, τέρπου, τέρπετο, τερπόμεθα, τέρπεσθε, τέρποντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τέρψομαι, τέρψ ή τέρψει, τέρψεται, τερψόμεθα, τέρψεσθε, τέρψονται
Ευκτική
τερψοίμην, τέρψοιο, τέρψοιτο, τερψοίμεθα, τέρψοισθε, τέρψοιντο
Απαρέμφατο
τέρψεσθαι
Μετοχή
τερψόμενος
τερψομένη
τερψόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
τερψάμην, τέρψω, τέρψατο, τερψάμεθα, τέρψασθε, τέρψαντο
Υποτακτική
τέρψωμαι, τέρψ, τέρψηται, τερψώμεθα, τέρψησθε, τέρψωνται
Ευκτική
τερψαίμην, τέρψαιο, τέρψαιτο, τερψαίμεθα, τέρψαισθε, τέρψαιντο
Προστακτική
---, τέρψαι, τερψάσθω, ---, τέρψασθε, τερψάσθων ή τερψάσθωσαν
Απαρέμφατο
τέρψασθαι
Μετοχή
τερψάμενος
τερψαμένη
τερψάμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
τερπόμην, τέρπου, τέρπετο, τερπόμεθα, τέρπεσθε, τέρποντο
Υποτακτική
τέρπωμαι, τέρπ, τέρπηται, τερπώμεθα, τέρπησθε, τέρπωνται
Ευκτική
τερποίμην, τέρποιο, τέρποιτο, τερποίμεθα, τέρποισθε, τέρποιντο
Προστακτική
---, τέρπου, τερπέσθω, ----, τέρπεσθε, τερπέσθων
Απαρέμφατο
τέρπεσθαι
Μετοχή
τερπόμενος, τερπομένη, τερπόμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
τέρφθην, τέρφθης, τέρφθη, τέρφθημεν, τέρφθητε, τέρφθησαν
Υποτακτική
τερφθ, τερφθς, τερφθ, τερφθμεν, τερφθτε, τερφθσι(ν)
Ευκτική
τερφθείην, τερφθείης, τερφθείη, τερφθείημεν ή τερφθεμεν, τερφθείητε ή τερφθετε, τερφθείησαν ή τερφθεεν
Προστακτική
---, τέρφθητι, τερφθήτω, ---, τέρφθητε, τερφθέντων ή τερφθήτωσαν
Απαρέμφατο
τερφθναι
Μετοχή
τερφθείς
τερφθεσα
τερφθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
τάρπην, τάρπης, τάρπη, τάρπημεν, τάρπητε, τάρπησαν
Υποτακτική
ταρπ, ταρπς, ταρπ, ταρπμεν, ταρπτε, ταρπσι(ν)
Ευκτική
ταρπείην, ταρπείης, ταρπείη, ταρπείημεν ή ταρπεμεν, ταρπείητε ή ταρπετε, ταρπείησαν ή ταρπεεν
Προστακτική
---, τάρπητι, ταρπήτω, ---, τάρπητε, ταρπέντων ή ταρπήτωσαν
Απαρέμφατο
ταρπναι
Μετοχή
ταρπείς
ταρπεσα
ταρπέν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...