Carl
Spitzweg
Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς
λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [edico έως
iudico]
Δείτε ετυμολογικά συγγενείς λέξεις από ab έως certamen.
Δείτε ετυμολογικά συγγενείς λέξεις από certo έως dux.
edīco, -dixi, -dictum,
-dicĕre, 3 = διατάζω να 31
Ετυμολογία:
ex + dico < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι». Βλέπε: ανάδειξη, επίδειξη,
δείγμα.
effemino, 1 = εκθηλύνω 15
Ετυμολογία:
ex + femina < ρίζα dhe(i)- < θῆσθαι (θηλάζω), θήνιον (γάζα), τιθήνη (τροφός),
θῆλυς. Παράβαλε και
νεοελληνικά: φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, αντιφεμινισμός.
efficio,
-fēci, -fectum, -ficĕre, 3* (ex + facio) = κατορθώνω 46· δημιουργώ 39
Ετυμολογία: ex + facio < < ρίζα dhe- (θέτω) < θη- > τίθημι. Βλέπε: θεσμός, νομοθέτης,
κατάθεση, ανάθεση.
effigies -ēi
= εικόνα, μορφή, «είδωλο» 14
Ετυμολογία:
< ex + fingo < ρίζα dhegh- (αλείφω, επιχρίω) < δίζα (φρούριο)
< θιγγάνω. Παράβαλε και
νεοελληνικά «φιγούρα». Βλέπε: άθικτος, εύθικτος.
ego (προσ. αντ.) = εγώ 8
Ετυμολογία
> εγώ.
elābor,
-lapsus sum, -lābi, αποθ. 3 =
(ξε)γλυστρώ 49
Ετυμολογία:
< ex + labor < labo < ρίζα lab-, leb- < λοβός (το κατώτερο μέρος του αυτιού).
elephas
-ntis (elephantus -i) = ελέφαντας 11
Ετυμολογία:
< ἐλέφας
< ελέφαντας.
emitto, -mīsi, -missum, -mittĕre, 3 = αφήνω ελεύθερο 48
Ετυμολογία:
< ex + mitto < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μίτος (νήμα). Παράβαλε νεοελληνικά: μισεύω (ξενιτεύομαι), μισεμός
(ξενιτεμός, αποδημία).
eo, ii, itum, ire
= πηγαίνω 28Π
Ετυμολογία: < eio < εἶμι. Βλέπε: ιταμός, εισιτήριο, ισθμός.
ephippium
-ii = εφίππιο, σέλα 15
Ετυμολογία: < ἐφίππιον < έφιππος.
Ephesus -i
= η Έφεσος 28
Ετυμολογία:
< Ἔφεσος.
Epicurēus -a -um = επικούρειος 28
Ετυμολογία:
< Epicurus
< Ἐπίκουρος.
epicus -a -um = επικός 5
Ετυμολογία:
< ἐπικός.
epistula -ae = επιστολή 1
Ετυμολογία:
< ἐπιστολή.
eques -itis (αρσ.) = ιππέας 16
Ετυμολογία:
equus < iquus < ἵππος.
equester
-stris -stre = ιππικός 15· proelium equestre = ιππομαχία
Ετυμολογία: < equus < < iquus < ἵππος.
equidem
(επίρρ.) = (εγώ) βέβαια 37
Ετυμολογία: < ec + quidem < ego + quidem < qui + dem < qui < quei < ελληνικά οπει < ὁποῖος.
equitātus
-us (αρσ.) = ιππικό 16
Ετυμολογία: <equito < equus < < iquus < ἵππος.
equus
-i = άλογο 15
Ετυμολογία:
Ετυμολογία: < iquus < ἵππος.
erga (πρόθ.+ αιτ.) = προς 49
Ετυμολογία:
< ergo < κατά μία εκδοχή
< ἔργῳ (=
πραγματικά, βέβαια), κατ’ άλλη εκδοχή < e rego ή e rogo (= από την κατεύθυνση).
ergo (σύνδ. συμπερ.) =
επομένως 41
Ετυμολογία:
κατά μία εκδοχή < ἔργῳ (=
πραγματικά, βέβαια), κατ’ άλλη εκδοχή < e rego ή e rogo (= από την κατεύθυνση).
erro, 1 = περιπλανιέμαι 8
Ετυμολογία:
Συγγενές με το ελληνικό «ἔρρω» (=
πορεύομαι αργά, χάνομαι). Κατ’ άλλη εκδοχή συγγενές με τα ομηρικά «ἀρειή» (= απειλή,
κατάρα), «ἀρά»
(κατάρα), ἐπήρεια.
et (σύνδ. συμπλ.) = και 1
Ετυμολογία:
< ἔτι.
etsi (σύνδ. εναντ.) = αν και
8, 21
Ετυμολογία:
< et + si < ἔτι + εἰ.
eventus -us (αρσ.) = έκβαση 31
Ετυμολογία:
< evenio < e + venio < βαμjω > βανjω > βαίνω. Βλέπε: βάση, ανάβαση, διάβαση, επιβάτης.
everto,
-verti, -versum, -vertĕre, 3 = καταστρέφω εντελώς 21
Ετυμολογία:
< e + verto < παράβαλε και νεοελληνικά «τραβέρσα».
Κατά τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά «στρέφω» και «τρέπω».
ex (πρόθ. + αφ.) = από 7
Ετυμολογία:
< eks < ἐξ < ἐκ.
excellens -ntis = έξοχος, διακεκριμένος 32
Ετυμολογία:
<ex + cello < collis < κολωνός, κολώνη (λόφος), κολοφών (κορυφή, ανώτατο σημείο).
excito, 1 = (ξε)σηκώνω 14· αποκαθιστώ 33
Ετυμολογία:
< επιτατικό του excieo
< cieo < κίω (κινώ), κινέω-ῶ,
κίνδαξ (ευκίνητος).
exclāmo, 1
= αναφωνώ 24
Ετυμολογία:
< ex + clamo < ρίζα kle- < κλη-, κικλήσκω (καλώ, προσκαλώ),
κλα- καλ- < καλέω-ῶ.
exclūdo, -clūsi, -clūsum, -cludĕre, 3 (ex+claudo) = κλείνω απέξω, διώχνω 20
Ετυμολογία:
ex + claudo < λαΐς, κλεις, κλειδός, κλείω.
exercitus -us (αρσ.) = στρατός 13
Ετυμολογία:
< exerceo
< ex + arceo < ἀρκέω (κρατώ μακριά,
αποσοβώ), ἄρκος
(αμυντικό όπλο).
exigo,
-ēgi, -actum, -igĕre, 3 (ex + ago) = εισπράττω 35·
Ετυμολογία: ex + ago < ἄγω < ago, egi, actum, agre < Παράβαλε νεοελληνικά: ακτιβιστής, ακτιβισμός και
ατζέντα.
eximius
-a -um = εξαιρετικός 48
Ετυμολογία: < eximo < ex + emo < ρίζα em- (λαμβάνω).
existimo,
1 = νομίζω 14
Ετυμολογία: < ex + aestimo < aes + κατάληξη –timo ή tumo, για
την οποία
παράβαλε ρίζα
τεμ- στο
τέμνω, τεμαχίζω. Παράβαλε και νεοελληνικά την έννοια
«κόβω τιμή ενός προϊόντος», κοστολογώ.
exitus -us (αρσ.) = έκβαση 37
Ετυμολογία:
< exeo < ex + eo < Το ρήμα eo συνδέεται ετυμολογικώς
με το εἶμι.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία,
ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός,
αμαξιτός.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία,
ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός,
αμαξιτός.
ex(s)pecto, 1
= περιμένω 38
Ετυμολογία:
< ex + specto < θαμιστικό του specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σπεκ- < σκοπός, σκέψη.
expedio, 4 = απελευθερώνω 11
Ετυμολογία:
< ex + pes < πούς, ποδός, πόδι, πεδινό, πεζός, αλλά και πεντικιούρ.
expello,
-puli, -pulsum, -pellĕre, 3 = διώχνω 19
Ετυμολογία:
< ex + pello < ἀπέλλα, πέλας, πελάζω, πελάτης, απροσπέλαστος.
experior,
-pertus sum, -perīri, αποθ. 4 = δοκιμάζω 49
Ετυμολογία: < ex + perior < περja < πεῖρα.
expeto,
-petīvi (-petii), -petītum, -petĕre,3 = επιδιώκω
32
Ετυμολογία:
< ex + peto < ρίζα pet- < πέτομαι, ἵπταμαι,
ποταμός (αρχικά νερό κατακρημνιζόμενο). Παράβαλε και νεοελληνικά: πετώ, πίπτω.
explico, 1 = αναπτύσσω, εκφράζω 39
Ετυμολογία:
< ex + plico < pleko < πλέκω.
expugno, 1 = κυριεύω, 2
Ετυμολογία:
< ex + pugno < pugna < πύξ, πυγμή, πυγμάχος. Παράβαλε και νεοελληνικά: μπουνιά.
ex(s)ul
-is (αρσ. και
θηλ.) = εξόριστος 43
Ετυμολογία:
< eks-el-s < ἐλαύνω. Βλέπε: προέλαση, απέλαση,
στρατηλάτης.
exterreo,
-terrui, -territum, - terrēre, 2 = τρομοκρατώ 20
Ετυμολογία: < ex + terreo < τρέω (τρέμω), τρέσας (ρίψασπις), τρήρων. Παράβαλε και νεοελληνικά: τερορισμός
(τρομοκρατία).
extraho,
-traxi, -tractum, -trahĕre, 3 = βγάζω (τραβώντας), τραβάω
έξω 9,20· παρατείνω 47
Ετυμολογία:
< ex + traho < πιθανή συγγένεια με το τρέχω. Παράβαλε και νεοελληνικά
τρακτέρ.
extrēmus -a -um = έσχατος 25
Παράβαλε
και νεοελληνικά: εξτρεμισμός (δόγμα
ακραίων λύσεων).
ex(s)ulo, 1
= είμαι εξόριστος 1
Ετυμολογία:
< exsul < eks- al-s < ἀλάομαι, ἀλῶμαι
(περιπλανώμαι) ή < eks –el-s < ἐλαύνω. Βλέπε: έλασμα, παρέλαση.
facies -ēi = πρόσωπο 14
Ετυμολογία:
< facio < < ρίζα dhe- (θέτω) > fe- < θη- > τίθημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: φάτσα. Βλέπε: ανάθεση, επίθεση,
πρόθεση, σύνθεση.
facilis -is -e = εύκολος 36·
Ετυμολογία:
< facio (επειδή
facilis = πρακτός,
δυνάμενος να πραχθεί, εύκολος) < ρίζα dhe- (θέτω) > fe- < θη- > τίθημι.
facio,
fēci, factum, facĕre, 3* = κάνω 24
Ετυμολογία:
< ρίζα dhe- (θέτω) > fe- < θη- > τίθημι.
factum -i = πράξη 21
Ετυμολογία:
< μετοχή παρακειμένου του facio
<
ρίζα dhe- (θέτω) > fe- < θη- > τίθημι.
fallo, fefelli, falsum, fallĕre, 3 = εξαπατώ
Ετυμολογία:
< ρίζα ghuelno
< φαλνο- < φῆλος
(απατηλός), φήληξ. Παράβαλε και νεοελληνικά «φαλιμέντο» (χρεοκοπία), «φαλιρίζω», «φαλτσάρω» (κάνω λάθος στη
μουσική).
familia -ae = οικογένεια 30
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φαμίλια, φαμελιά.
fateor,
fassus sum, fatēri, αποθ. 2 =
ομολογώ 42
Ετυμολογία:
< παράβαλε ελληνικά: φατός, άφατος, φημί,
φάσκω.
fatum -i = μοίρα, πεπρωμένο
17
Ετυμολογία:
< for < fa-ior < ρίζα bha- < φημί < φήμη, φωνή, φάσκω, άφατος.
femina -ae = γυναίκα 9
Ετυμολογία:
< ρίζα dhe(i) < θῆσθαι (θηλάζω), θῆλυς. Παράβαλε
και νεοελληνικά: φεμινισμός, φεμινίστρια.
fero,
tuli, latum, ferre = υπομένω 22
Ετυμολογία: < φέρω.
ferox
-ōcis = άγριος 8,10
Ετυμολογία: < ρίζα
gheuros- < θήρ, θηρός (άγριο
ζώο), θηρίο.
festīvus -a -um = πρόσχαρος 26
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φεστιβάλ, φιέστα (γιορτή).
fides -ĕi = πίστη 14·
εμπιστοσύνη 44· εμπορική πίστη 33
Ετυμολογία:
< fido < ρίζα bheidho < πείθομαι, πειθώ,
πιθανός, πιστός, πίστη.
fiducia -ae
= εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση 13· πίστη 44
Ετυμολογία:
< fido < ρίζα bheidho < πείθομαι, πειθώ, πιθανός, πιστός, πίστη.
fidus -a -um = πιστός 44
Ετυμολογία:
< fido < ρίζα bheidho < πείθομαι, πειθώ,
πιθανός, πιστός, πίστη.
filia -ae = θυγατέρα 3
Ετυμολογία:
< felo (θηλάζω) < ρίζα dhe-l < θηλή, θῆλυς,
θηλάζω.
filiola -ae = κορούλα 12
Ετυμολογία:
Υποκοριστικό του filia
< felo (θηλάζω) < ρίζα dhe-l < θηλή, θῆλυς, θηλάζω.
fingo, finxi, fictum, fingĕre, 3 = πλάθω, κατασκευάζω 17·
vultum fingo = προσποιούμαι 17
Ετυμολογία:
< ρίζα dhegh
< θιγγάνω. Παράβαλε και νεοελληνικά: φιγούρα.
finis -is (αρσ.) = τέλος 10· σύνορο 43
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φινάλε, φιναλίστ.
fio, factus sum, fieri = γίνομαι 16· fit (απρόσ.) = συμβαίνει 46
flagitium -ii
(i) = όνειδος, ντροπή 30
Ετυμολογία:
< είναι της ίδιας ρίζας με το flagro (φλέγομαι)
< φλέγω, φλοξ, φλόγα, φλέγμα,
φλεγμονή.
flumen -inis (ουδ.) = ποτάμι 15
Ετυμολογία:
< fluo < φλύω (υπερχειλίζω),
φλέω (ξεχειλίζω), φλύαρος, φλοίσβος.
fluvius -ii = ποτάμι 18
Ετυμολογία:
< fluo < φλύω (υπερχειλίζω),
φλέω (ξεχειλίζω), φλύαρος, φλοίσβος.
focus -i = εστία, φωτιά 36
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φουαγιέ (εστία,
τζάκι).
foras ( επίρρ.) = προς τα
έξω 18
Ετυμολογία:
< foris <
ρίζα dhvores.
Στο λατινικό f
στην
αρχή λέξης αντιστοιχεί το ελληνικό θ: dhura
< θύρα.
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φόρα.
foris
-is (συνηθ. πληθ. fores -ium) (θηλ.) = πόρτα 20
Ετυμολογία:
< ρίζα dhvores. Στο λατινικό f στην αρχή λέξης αντιστοιχεί το ελληνικό θ:
dhura < θύρα.
forma -ae = σχήμα, ομορφιά 3
Ετυμολογία:
Κατά τον Κουμανούδη η λέξη προέρχεται από το ελληνικό «μορφή» με αντιμετάθεση γραμμάτων. Παράβαλε και νεοελληνικά: φόρμα,
φόρμουλα.
forte (επίρρ.) = τυχαία 34·
ίσως 44
Ετυμολογία:
< fors < fero < φέρω.
fortis -is
-e = ανδρείος, δυνατός 22
Ετυμολογία:
< fero < φέρω. Παράβαλε και νεοελληνικά: φόρτε
(μέγιστο όριο ικανότητας), φορτσάρω (δυναμώνω).
fortuītus -a -um = τυχαίος 12
Ετυμολογία:
< fors < fero < φέρω.
fortūna -ae = τύχη 1
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φουρτούνα.
Ετυμολογία:
< fors < fero < φέρω.
foveo, fovi, fotum, fovēre, 2 = θάλπω, περιβάλλω με αγάπη 5
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φαβορί.
frigidus -a -um = παγωμένος 15
Ετυμολογία:
< frigus < ρίζα srig- < ρίγος.
fructus -us (αρσ.) = καρπός, ωφέλεια, κέρδος, 22
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φρούτο.
frustra (επίρρ.)
= μάταια 11
Ετυμολογία:
< fraus < frustum < furor < συγγενές με το ελληνικό «θραύω» από ρίζα drau-.
fuga -ae = φυγή 16
Ετυμολογία:
< fugio < ρίζα bheug- (=πετώ) < φεύγω / ἔφυγον.
fugio, fūgi, fugitum*,
fugĕre, 3* = φεύγω 16· αποφεύγω 41
Ετυμολογία:
< ρίζα bheug-
(=πετώ) < φεύγω / ἔφυγον.
fugitīvus -i
= δραπέτης, φυγάς 28
Ετυμολογία:
< fugio < ρίζα bheug- (=πετώ) < φεύγω / ἔφυγον.
fugo, 1 = τρέπω σε φυγή 31
Ετυμολογία:
fuga < fugio < ρίζα bheug- (=πετώ) < φεύγω / ἔφυγον.
fundamentum -i = θεμέλιο 6
Ετυμολογία: < fundus. Παράβαλε και νεοελληνικά: φουντάρω, φούντο (βυθός, αποτυχία),
φόντο.
fundo, 1 = θεμελιώνω, ιδρύω 2
Ετυμολογία:
< fundus. Παράβαλε και
νεοελληνικά: φουντάρω, φούντο (βυθός, αποτυχία), φόντο.
fundo, fudi, fusum, fundĕre, 3 = χύνω· τρέπω σε φυγή 35
Ετυμολογία:
< ghu-n-do < ρίζα gheu-d (χύνω). Παράβαλε ελληνικά: χέω, χύτρα,
χυμός, χοῦς (χώμα), χύδην,
χυδαίος, χοάνη, χώννυμι.
funero, 1 = κηδεύω 35
Ετυμολογία:
< funus. Παράβαλε και
νεοελληνικά: φόνος.
funus -eris (ουδ.) = κηδεία 23
Παράβαλε
και νεοελληνικά: φόνος.
furor -ōris (αρσ.) = μανία 37
Ετυμολογία:
< fur < bhor < φώρ, φωρός (κλέφτης), φωράω
(αναζητώ κλέφτη, αποκαλύπτω), αυτόφωρο.
gaudeo,
gavīsus sum, gaudēre* ημιαποθ. 2 = χαίρομαι 3
Ετυμολογία:
< gau-edh-eio < γηθέω δωρ. γαθέω < γάνος (λαμπρότητα),
γανυρός (φαιδρός), γανερός (λαμπρός), γάνυμαι (φαιδρύνομαι). Παράβαλε και
νεοελληνικά: γανώνω (στιλβώνω
σκεύη), γανωματής, γάνωμα (κασσιτέρωμα των χάλκινων σκευών).
gelidus -a -um = παγωμένος 1
Ετυμολογία:
< gelo < ρίζα gel-. Παράβαλε και νεοελληνικά: ζελέ, ζελατίνα.
gens,
gentis (θηλ.) = λαός, έθνος
11
Ετυμολογία:
< gingo < γίγνομαι. Παράβαλε και νεοελληνικά: τζέντλεμαν
(αριστοκράτης στους τρόπους).
genus -eris
(ουδ.) = γένος, καταγωγή,19
Ετυμολογία:
< gigno < γίγνομαι < γένος, γενεά.
gero, gessi, gestum, gerĕre, 3 = – bellum διεξάγω 12· – rem μάχομαι 16· διοικώ 32
Ετυμολογία:
< ρίζα ges
με
προέκταση της ρίζας ag-
> ago < άγω.
gigno,
genui, genitum, gignĕre, 3 = γεννώ 27
Ετυμολογία:
< γίγνομαι. Βλέπε: γένος, γένεση,
απόγονος, μεταγενέστερος.
gladius -ii = ξίφος 16
Ετυμολογία:
< συγγενές με το clades
< κλάω (θραύω), κλάσμα, κλάδος,
κλήρος.
gloria -ae = δόξα 5
Ετυμολογία:
< gnosco, gnorus < γνώριμος.
gratia -ae = συμφιλίωση 35· χάρη, εύνοια, 44
Ετυμολογία:
< συγγενές με το garrio
< gar- < χάρις.
gratulatio -ōnis (θηλ.) = έκφραση συγχαρητηρίων 30
Ετυμολογία:
< συγγενές με το garrio
< gar- < χάρις.
gratus
-a -um = ευχάριστος 28
Ετυμολογία:
< συγγενές με το garrio
< gar- < χάρις.
gravitas -ātis (θηλ.) = σεμνότητα, σοβαρότητα 26
Ετυμολογία:
< gravis < ρίζα gur-. To gu- είναι μέσος χειλικοουρανικός φθόγγος
ο οποίος προ συμφώνου στη λατινική τρέπεται σε g, ενώ στην ελληνική σε β. Ο φθόγγος r είναι συμφωνοειδές φωνήεν, το οποίο
εμφανίζεται με τις μορφές αρ, ρα, ορ, ρο∙ έτσι αντικαθιστώντας λαμβάνουμε gar- > βαρ- > βαρύς, βρίθω.
graviter (επίρρ.)
= βαριά 19· με σοβαρότητα, με κύρος, 50
Ετυμολογία:
< gravis < ρίζα gur-. To gu- είναι μέσος χειλικοουρανικός φθόγγος
ο οποίος προ συμφώνου στη λατινική τρέπεται σε g, ενώ στην ελληνική σε β. Ο φθόγγος r είναι συμφωνοειδές φωνήεν, το οποίο
εμφανίζεται με τις μορφές αρ, ρα, ορ, ρο∙ έτσι αντικαθιστώντας λαμβάνουμε gar- > βαρ- > βαρύς, βρίθω.
grex, gregis (αρσ.) =
κοπάδι 18
Ετυμολογία:
< ρίζα gere- <
ἀγρέτας
< ἀγείρω,
ἀγορά, ἀγύρτης.
habeo, habui, habitum, habēre,
2 = έχω 3· θεωρώ 5, 15
Ετυμολογία:
< ρίζα ghab-
< capio < συνδέεται
ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω (λαμβάνω).
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω,
χαψιά, χάψιμο.
Hercules
-is (i) = ο Ηρακλής 18
Ετυμολογία:
< Ἡρακλῆς.
hiberna -ōrum (μόνον πληθ.) = χειμερινό στρατόπεδο 7
Ετυμολογία:
< hiems < ρίζα ghiem < χιών (χιόνι), χειμώνας, χειμερινός, χειμέριος.
hiemo, 1 = ξεχειμωνιάζω 7
Ετυμολογία:
< hiems < ρίζα ghiem < χιών (χιόνι), χειμώνας, χειμερινός, χειμέριος.
homo -inis (αρσ. και θηλ.)
= άνθρωπος 14
Ετυμολογία:
< ρίζα ghdom
(γη) < χθων, χθόνιος. Βλέπε:
υποχθόνιος.
Homērus -i
= ο Όμηρος 35
Ετυμολογία:
< Ὅμηρος.
hostia -ae = σφάγιο για θυσία 3
Παράβαλε
και νεοελληνικά «όστια» (αγιασμένος, άζυμος άρτος, που χρησιμοποιείται στη Θεία
Κοινωνία από τους Καθολικούς).
iaceo, iacui, iacitum*,
iacēre, 2 = κείμαι, βρίσκομαι 5
Ετυμολογία:
< πιθανή συγγένεια με το ἳημι.
ianua -ae = πόρτα 24
Ετυμολογία:
< Ianus (θεός κάθε εισόδου)
< Ἰανός.
ignōro, 1
= αγνοώ 23
Ετυμολογία:
< ignarus
< in + gnarus < (g)nosco < γιγνώσκω.
illustris
-is -e = λαμπρός, ένδοξος 13
Ετυμολογία: < in + lux < luceo < λευκός, λευκή, λυκόφως, λύχνος. Παράβαλε και νεοελληνικά: λούστρο,
λουστρίνι, λουστράρω.
imāgo -inis (θηλ.) = εικόνα 32
Ετυμολογία:
Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό μιμοῦμαι.
imitor, αποθ. 1 = μιμούμαι, 22
Ετυμολογία:
< imago < πιθανή συγγένεια
με το ελληνικό μιμοῦμαι.
immensus -a -um = τεράστιος, πολύ μεγάλος 21
Ετυμολογία:
< in + metior < παράβαλε «μέτρον».
Παράβαλε
και νεοελληνικά: μεζούρα.
immortālis -is -e = αθάνατος 22
Ετυμολογία:
< in + mortalis < mors < morior < μόρος < μοίρα.
imperātor -ōris (αρσ.) = στρατηγός 13· αυτοκράτορας 20
Ετυμολογία:
< impero. Παράβαλε νεοελληνικά:
ιμπεριαλισμός.
imperītus
-a -um = άπειρος 39
Ετυμολογία: < in + peritus < perior < ρίζα περ- < πείρα.
imperium -ii (i) = εξουσία 9,10
Ετυμολογία:
< impero. Παράβαλε νεοελληνικά: ιμπεριαλισμός.
impero, 1 (+ δοτ.) = διατάζω 7
Παράβαλε
νεοελληνικά: ιμπεριαλισμός.
impetro, 1 = κατορθώνω κάτι 23
Ετυμολογία:
< in + patro < pater < πατήρ.
impetus -us (αρσ.) = ορμή 33
Ετυμολογία:
< in + peto < ρίζα pet- < πέτομαι, ποταμός (αρχικά νερό κατακρημνιζόμενο). Παράβαλε και νεοελληνικά: πετώ,
πίπτω.
impleo, -plēvi, -plētum, -plēre, 2 = συμπληρώνω 26
Ετυμολογία:
in + pleo < πίμπλημι (γεμίζω), πληρῶ, πλήρης, ἔμπλεως.
Παράβαλε και νεοελληνικά: κομπλέ.
impōno,
-posui, -positum, -ponĕre, 3 = επιβάλλω 10· επιβιβάζω 23
Ετυμολογία:
< in + pono. Παράβαλε νεοελληνικά: πόζα.
importo, 1 = εισάγω, φέρνω μέσα 7
Ετυμολογία:
< in + porto < porta < πόρος, περάω. Παράβαλε και νεοελληνικά: πορτατίφ, πορτοφόλι.
impotens -ntis = ανίκανος να κυριαρχηθεί, αχαλίνωτος
37
Ετυμολογία: < in + potens < possum < pot-is + sum < εἰμί.
improbus
-a -um = αχρείος 19
Ετυμολογία: < in + probus < pro + bhuo < fui < ἔφυν, φύομαι.
in (πρόθ. + αφ.) = σε (στάση) 1· επίσης
δηλώνει χρόνο, κατάσταση, αναφορά, τρόπο κτλ.
Ετυμολογία:
< ἐν.
inaudītus -a
-um = ανήκουστος, πρωτάκουστος 41
Ετυμολογία: < inaudio < in + audio < aus-dio < αFισεσθαι < αἰσθάνομαι. Κατ’ άλλη
εκδοχή < aus < οὖς + dire < do < δίδωμι (οὖς διδόναι).
incitamentum -i = ερέθισμα, 8
Ετυμολογία: < incite < in + cito < cieo < κίω, κινώ.
incito,
1 = παρακινώ κάποιον 29
Ετυμολογία: < in + cito < cieo < κίω, κινώ.
inclāmo,
1 = φωνάζω 14
Ετυμολογία: < in + clamo < ρίζα kle- < κικλήσκω (καλώ, προσκαλώ), καλέω-καλῶ.
incola -ae = κάτοικος 1
Ετυμολογία:
< in + colo < ρίζα quolo < ο χειλικοουρανικός φθόγγος qu προ ο και γίνεται π, οπότε προκύπτει
πελ-, πέλομαι (κινούμαι), πόλος,
αλλά και βουκόλος.
indicium -ii (i) = απόδειξη, τεκμήριο 49
Ετυμολογία:
< in + dico < deico < δείκνυμι.
indūco,
-duxi, -ductum, -ducĕre, 3 = εισάγω· φέρνω
κάτι για
συζήτηση 47
Ετυμολογία:
in + duco < ρίζα deuk- < δεύκει (= φροντίζει) < δεύκω
(= βλέπω) < ἀδευκής
(= απρόοπτος, αιφνίδιος).
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: Δευκαλίων, Πολυδεύκης.
Από
το duco προκύπτει το dux, ducis, το οποίο συνδέεται με τις ελληνικές
λέξεις: δούκας, δούκισσα, δουκάτο.
ineptus -a
-um = άκαιρος, ανόητος 36, 41
Ετυμολογία:
< in + aptus < ἅπτω. Βλέπε: αφή, αψιμαχία.
iners
-rtis = νωθρός, άπραγος 15
Ετυμολογία:
< in + ars < ἀρτίζω (ετοιμάζω), άρτιος, αρετή, ἀρτύω
(τακτοποιώ).
infīdus -a -um = άπιστος, αβέβαιος, ψεύτικος 44
Ετυμολογία:
< in + fidus < fido < πείθομαι, πείθω, πιθανός, πιστός, πίστη.
infirmus -a -um = αδύναμος 4
Ετυμολογία:
< in + firmus < ρίζα dher- (κρατώ, στηρίζω) < θρᾶνος (θρόνος), θρανίον (κάθισμα, έδρα). Παράβαλε και
νεοελληνικά: φίρμα, φερμουάρ.
ingens -ntis = πελώριος, φοβερός 10
Ετυμολογία:
< in + gens < gigno < γίγνομαι.
innumerabilis -is -e = αμέτρητος
22
Ετυμολογία: < in + numerabilis < numerus < emo < νέμω, νόμος. Παράβαλε και «νούμερο».
insidiātor -ōris = συνωμότης, δολοφόνος 20
Ετυμολογία: < insidiae < insideo < in + sedeo < <
ἕζομαι, ἕδρα, ἱδρύω.
insidiae -ārum (μόνον πληθ.) = ενέδρα, δόλος 2
Ετυμολογία:
< insideo
< in + sedeo < ἕζομαι, ἕδρα, ἱδρύω.
insolens -ntis = ασυνήθιστος 41
Ετυμολογία:
< insoleo
< in + soleo < συγγενές με τα ελληνικά «ἔθος» και «εἴωθα».
instinguo,
-stinxi, -stinctum, - stinguĕre, 3 = παρορμώ, κατευθύνω 48
Ετυμολογία:
< instigo
< στίζω, στίγμα, στικτός.
Παράβαλε και νεοελληνικά: ένστικτο.
instituo,
-stitui, -stitūtum, -stituĕre, 3 = διδάσκω 29
Ετυμολογία: in + statuo < sisto < sto < stajo < ἵσταμαι, ἵστημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο,
στάνταρ.
insto, -stĭti, -stāre, 1 = ασκώ πίεση 40
Ετυμολογία:
< in + sto < stajo < ἵσταμαι, ἵστημι. Παράβαλε και
νεοελληνικά: αερόστατο, στάνταρ.
integer
-gra -grum = υγιής, αρτιμελής 39
Ετυμολογία:
< in + tango < τάγω (αδράχνω, πιάνω). Παράβαλε
και «ταγκό» (είδος χορού).
intellegenter (επίρρ.) = με εξυπνάδα 26
Ετυμολογία: < intelligens
< intellego < < inter + lego < λέγω. Παράβαλε ακόμη: λεζάντα, λέκτορας.
intellego
(intelligo), -lēxi, -lectum, -legĕre, 3 = καταλαβαίνω 41,42
Ετυμολογία:
< inter + lego < λέγω. Παράβαλε ακόμη: λεζάντα, λέκτορας.
intendo,
-tendi, -tentum (-tensum), -tendĕre, 3 = κατευθύνομαι 42
Ετυμολογία: < in + tendo < ρίζα ten- < τείνω.
intercipio, -cēpi, -ceptum, -cipĕre, 3* = αρπάζω κάτι πριν φθάσει στον προορισμό
του 45
Ετυμολογία:
< inter + capio
< συνδέεται ετυμολογικώς με το ρήμα κάπτω (λαμβάνω).
Ετυμολογικά
συγγενείς λέξεις: χάφτω / χάβω, χαψιά, χάψιμο.
interest,
interfuit, interesse (απρόσ. + γεν.) = (με) ενδιαφέρει 29
Ετυμολογία: < inter + sum < εἰμί.
interficio, -fēci, -fectum, -ficĕre, 3* (inter + facio) = σκοτώνω
9
Ετυμολογία: < inter + facio
< ρίζα dhe- (θέτω) < θη- < τίθημι.
interimo,
-ēmi, -emptum, -imĕre, 3 (inter + emo) = εξολοθρεύω 21
Ετυμολογία: < inter + emo < ρίζα em- < λαμβάνω.
interpres -pretis (αρσ. και θηλ.)= ερμηνευτής 6
Ετυμολογία:
< inter + pretium < συγγενές με το ελληνικό πέρνημι, περάω (μεταφέρω μακριά, περνάω),
πιπράσκω.
interrogo, 1 = ρωτώ 8,14· ζητώ τη γνώμη κάποιου
40
Ετυμολογία:
< inter + rogo < συγγενές με το rego και το ελληνικό ὀρέγω, ὀρέγομαι.
intervenio, -vēni, -ventum, -venīre, 4 = παρεμβαίνω, εμφανίζομαι απρόοπτα
47
Ετυμολογία:
< inter + venio < βάνjω < βαίνω.
intra (προθ. + αιτ.) = μέσα
Ετυμολογία:
< en-tero < έντερα (τα ενδότερα).
intromitto, -mīsi, -missum, -mittĕre, 3 = βάζω μέσα 34
Ετυμολογία:
< intro + mitto < Πιθανή συγγένεια με το ελληνικό
μίτος (νήμα). Παράβαλε νεοελληνικά: μισεύω (ξενιτεύομαι), μισεμός (ξενιτεμός, αποδημία).
intus (επίρρ.) = μέσα 24
Ετυμολογία:
< en – tos < ἐντός.
invenio, -vēni, -ventum, -venīre, 4 = βρίσκω 9
Ετυμολογία:
in + venio < βάνjω < βαίνω.
investīgo, 1
= αναζητώ τα ίχνη 28
Ετυμολογία:
< in + vestigo < vestigium < ρίζα ue-steighiom < στείχω (βαδίζω).
ipse, ipsa, ipsum (αντ. δεικτ.– οριστ.) = ο ίδιος 8
Ετυμολογία:
< is + pse < παράβαλε δωρικό τύπο ψε αντί σφε.
ira -ae = οργή 43
Ετυμολογία:
< eisa < οἶμα < οἶσμα < οἶστρος < ἰαίνω (δρω).
irātus -a -um = οργισμένος 3
Ετυμολογία:
< ira < eisa < οἶμα < οἶσμα < οἶστρος < ἰαίνω (δρω).
is, ea, id (αντ. δεικτ.– επαναλ.) αυτός 4
Παράβαλε
ελληνικά: ὅς
iste, ista, istud (αντ. δεικτ.) = αυτός
Ετυμολογία:
< is + te < οὗτος. Παράβαλε και ita < ὅτε
iter, itineris (ουδ.) = πορεία
Ετυμολογία:
< eo < εἶμι / ἔρχομαι < ἴτε
iudex -icis (αρσ.) = δικαστής 6
Ετυμολογία:
< ius + dico < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
iudicium -ii (i) = το δικαστήριο, η δικαιοσύνη 33
Ετυμολογία:
< ius + dico < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
iudico, 1 = κρίνω
Ετυμολογία:
< ius + dico < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
Βιβλιογραφία:
-
Βασιλείου Αριστ. Κούβελα, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της λατινικής
γλώσσας, Μακεδονικές Εκδόσεις.
-
Oxford Latin Dictionary
-
Στεφ. Κουμανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Εκδόσεις Γρηγόρη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου