Carmen Guedez
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγκρίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνω, εγκρίνεις, εγκρίνει, εγκρίνουμε, εγκρίνετε, εγκρίνουν (ή εγκρίνουνε)
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε
Μετοχή
εγκρίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Σημείωση:
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Σημείωση:
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγκρίνει, θα έχεις εγκρίνει, θα έχει εγκρίνει, θα έχουμε εγκρίνει, θα έχετε εγκρίνει, θα έχουν εγκρίνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκρίνει, έχεις εγκρίνει, έχει εγκρίνει, έχουμε εγκρίνει, έχετε εγκρίνει, έχουν(ε) εγκρίνει
Υποτακτική
να έχω εγκρίνει, να έχεις εγκρίνει, να έχει εγκρίνει, να έχουμε εγκρίνει, να έχετε εγκρίνει, να έχουν εγκρίνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκρίνει, είχες εγκρίνει, είχε εγκρίνει, είχαμε εγκρίνει, είχατε εγκρίνει, είχαν(ε) εγκρίνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνομαι, εγκρίνεσαι, εγκρίνεται, εγκρινόμαστε, εγκρίνεστε, εγκρίνονται
Υποτακτική
να εγκρίνομαι, να εγκρίνεσαι, να εγκρίνεται, να εγκρινόμαστε, να εγκρίνεστε, να εγκρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ---
Μετοχή
εγκρινόμενος, εγκρινόμενη, εγκρινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εγκρινόμουν, εγκρινόσουν, εγκρινόταν, εγκρινόμαστε, εγκρινόσαστε (εγκρινόσασταν), εγκρίνονταν
(&
εγκρινόμουνα, εγκρινόσουνα, εγκρινότανε)
Αόριστος
Οριστική
εγκρίθηκα, εγκρίθηκες, εγκρίθηκε, εγκριθήκαμε, εγκριθήκατε, εγκρίθηκαν
Υποτακτική
να εγκριθώ, να εγκριθείς, να εγκριθεί, να εγκριθούμε, να εγκριθείτε, να εγκριθούν (ή να εγκριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εγκρίσου β΄ πληθυντικό: εγκριθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνομαι, θα εγκρίνεσαι, θα εγκρίνεται, θα εγκρινόμαστε, θα εγκρίνεστε, θα εγκρίνονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκριθώ, θα εγκριθείς, θα εγκριθεί, θα εγκριθούμε, θα εγκριθείτε, θα εγκριθούν (ή θα εγκριθούνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγκριθεί, θα έχεις εγκριθεί, θα έχει εγκριθεί, θα έχουμε εγκριθεί, θα έχετε εγκριθεί, θα έχουν εγκριθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκριθεί, έχεις εγκριθεί, έχει εγκριθεί, έχουμε εγκριθεί, έχετε εγκριθεί, έχουν εγκριθεί
Υποτακτική
να έχω εγκριθεί, να έχεις εγκριθεί, να έχει εγκριθεί, να έχουμε εγκριθεί, να έχετε εγκριθεί, να έχουν εγκριθεί
Μετοχή
εγκεκριμένος, εγκεκριμένη, εγκεκριμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκριθεί, είχες εγκριθεί, είχε εγκριθεί, είχαμε εγκριθεί, είχατε εγκριθεί, είχαν(ε) εγκριθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγκρίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνω, εγκρίνεις, εγκρίνει, εγκρίνουμε, εγκρίνετε, εγκρίνουν (ή εγκρίνουνε)
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε
Μετοχή
εγκρίνοντας
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Αόριστος
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
Οριστική
θα έχω εγκρίνει, θα έχεις εγκρίνει, θα έχει εγκρίνει, θα έχουμε εγκρίνει, θα έχετε εγκρίνει, θα έχουν εγκρίνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκρίνει, έχεις εγκρίνει, έχει εγκρίνει, έχουμε εγκρίνει, έχετε εγκρίνει, έχουν(ε) εγκρίνει
να έχω εγκρίνει, να έχεις εγκρίνει, να έχει εγκρίνει, να έχουμε εγκρίνει, να έχετε εγκρίνει, να έχουν εγκρίνει
Οριστική
είχα εγκρίνει, είχες εγκρίνει, είχε εγκρίνει, είχαμε εγκρίνει, είχατε εγκρίνει, είχαν(ε) εγκρίνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνομαι, εγκρίνεσαι, εγκρίνεται, εγκρινόμαστε, εγκρίνεστε, εγκρίνονται
να εγκρίνομαι, να εγκρίνεσαι, να εγκρίνεται, να εγκρινόμαστε, να εγκρίνεστε, να εγκρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ---
Μετοχή
εγκρινόμενος, εγκρινόμενη, εγκρινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εγκρινόμουν, εγκρινόσουν, εγκρινόταν, εγκρινόμαστε, εγκρινόσαστε (εγκρινόσασταν), εγκρίνονταν
Αόριστος
Οριστική
εγκρίθηκα, εγκρίθηκες, εγκρίθηκε, εγκριθήκαμε, εγκριθήκατε, εγκρίθηκαν
να εγκριθώ, να εγκριθείς, να εγκριθεί, να εγκριθούμε, να εγκριθείτε, να εγκριθούν (ή να εγκριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εγκρίσου β΄ πληθυντικό: εγκριθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνομαι, θα εγκρίνεσαι, θα εγκρίνεται, θα εγκρινόμαστε, θα εγκρίνεστε, θα εγκρίνονται
Οριστική
θα εγκριθώ, θα εγκριθείς, θα εγκριθεί, θα εγκριθούμε, θα εγκριθείτε, θα εγκριθούν (ή θα εγκριθούνε)
Οριστική
θα έχω εγκριθεί, θα έχεις εγκριθεί, θα έχει εγκριθεί, θα έχουμε εγκριθεί, θα έχετε εγκριθεί, θα έχουν εγκριθεί
Οριστική
έχω εγκριθεί, έχεις εγκριθεί, έχει εγκριθεί, έχουμε εγκριθεί, έχετε εγκριθεί, έχουν εγκριθεί
να έχω εγκριθεί, να έχεις εγκριθεί, να έχει εγκριθεί, να έχουμε εγκριθεί, να έχετε εγκριθεί, να έχουν εγκριθεί
Μετοχή
εγκεκριμένος, εγκεκριμένη, εγκεκριμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκριθεί, είχες εγκριθεί, είχε εγκριθεί, είχαμε εγκριθεί, είχατε εγκριθεί, είχαν(ε) εγκριθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου