Greek Art
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω - νικώ»
Το
ρήμα νικάω – νικώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία
συνηρημένα σε -άω, -ῶ.
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικώ, νικάς, νικά, νικούμε, νικάτε, νικούν
&
νικάω, νικάς, νικάει, νικάμε, νικάτε, νικάνε
Υποτακτική
να νικώ, να νικάς, να νικά, να νικούμε, να νικάτε, να νικούν
& να νικάω, να νικάς, να νικάει, να νικάμε, να νικάτε, να νικάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκα – β΄ πληθυντικό: νικάτε
Μετοχή
νικώντας
Παρατατικός
Οριστική
νικούσα, νικούσες, νικούσε, νικούσαμε, νικούσατε, νικούσαν (ή νικούσανε)
&
νίκαγα, νίκαγες, νίκαγε, νικάγαμε, νικάγατε, νίκαγαν (ή νικάγανε)
Αόριστος
Οριστική
νίκησα, νίκησες, νίκησε, νικήσαμε, νικήσατε, νίκησαν (ή νικήσανε)
Υποτακτική
να νικήσω, να νικήσεις, να νικήσει, να νικήσουμε, να νικήσετε, να νικήσουν (ή να νικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκησε – β΄ πληθυντικό: νικήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικώ, θα νικάς, θα νικά, θα νικούμε, θα νικάτε, θα νικούν
&
θα νικάω, θα νικάς, θα νικάει, θα νικάμε, θα νικάτε, θα νικάνε
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα νικήσω, θα νικήσεις, θα νικήσει, θα νικήσουμε, θα νικήσετε, θα νικήσουν (ή θα νικήσουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω νικήσει, θα έχεις νικήσει, θα έχει νικήσει, θα έχουμε νικήσει, θα έχετε νικήσει, θα έχουν νικήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικήσει, έχεις νικήσει, έχει νικήσει, έχουμε νικήσει, έχετε νικήσει, έχουν νικήσει
Υποτακτική
να έχω νικήσει, να έχεις νικήσει, να έχει νικήσει, να έχουμε νικήσει, να έχετε νικήσει, να έχουν νικήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικήσει, είχες νικήσει, είχε νικήσει, είχαμε νικήσει, είχατε νικήσει, είχαν/είχανε νικήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικιέμαι, νικιέσαι, νικιέται, νικιόμαστε, νικιέστε, νικιούνται
Υποτακτική
να νικιέμαι, να νικιέσαι, να νικιέται, να νικιόμαστε, να νικιέστε, να νικιούνται
Παρατατικός
Οριστική
νικιόμουν, νικιόσουν, νικιόταν, νικιόμαστε, νικιόσαστε, νικιόνταν ή νικιούνταν
&
νικιόμουνα, νικιόσουνα, νικιότανε, νικιόμασταν, νικιόσασταν, νικιόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
νικήθηκα, νικήθηκες, νικήθηκε, νικηθήκαμε, νικηθήκατε, νικήθηκαν (ή νικηθήκανε)
Υποτακτική
να νικηθώ, να νικηθείς, να νικηθεί, να νικηθούμε, να νικηθείτε, να νικηθούν (ή να νικηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: νικήσου β΄ πληθυντικό: νικηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικιέμαι, θα νικιέσαι, θα νικιέται, θα νικιόμαστε, θα νικιέστε, θα νικιούνται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα νικηθώ, θα νικηθείς, θα νικηθεί, θα νικηθούμε, θα νικηθείτε, θα νικηθούν (ή θα νικηθούνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω νικηθεί, θα έχεις νικηθεί, θα έχει νικηθεί, θα έχουμε νικηθεί, θα έχετε νικηθεί, θα έχουν νικηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικηθεί, έχεις νικηθεί, έχει νικηθεί, έχουμε νικηθεί, έχετε νικηθεί, έχουν νικηθεί
Υποτακτική
να έχω νικηθεί, να έχεις νικηθεί, να έχει νικηθεί, να έχουμε νικηθεί, να έχετε νικηθεί, να έχουν νικηθεί
Μετοχή
νικημένος, νικημένη, νικημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικηθεί, είχες νικηθεί, είχε νικηθεί, είχαμε νικηθεί, είχατε νικηθεί, είχαν(ε) νικηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω - νικώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικώ, νικάς, νικά, νικούμε, νικάτε, νικούν
Υποτακτική
να νικώ, να νικάς, να νικά, να νικούμε, να νικάτε, να νικούν
& να νικάω, να νικάς, να νικάει, να νικάμε, να νικάτε, να νικάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκα – β΄ πληθυντικό: νικάτε
Μετοχή
νικώντας
Παρατατικός
Οριστική
νικούσα, νικούσες, νικούσε, νικούσαμε, νικούσατε, νικούσαν (ή νικούσανε)
Αόριστος
Οριστική
νίκησα, νίκησες, νίκησε, νικήσαμε, νικήσατε, νίκησαν (ή νικήσανε)
να νικήσω, να νικήσεις, να νικήσει, να νικήσουμε, να νικήσετε, να νικήσουν (ή να νικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκησε – β΄ πληθυντικό: νικήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικώ, θα νικάς, θα νικά, θα νικούμε, θα νικάτε, θα νικούν
Οριστική
θα νικήσω, θα νικήσεις, θα νικήσει, θα νικήσουμε, θα νικήσετε, θα νικήσουν (ή θα νικήσουνε)
Οριστική
θα έχω νικήσει, θα έχεις νικήσει, θα έχει νικήσει, θα έχουμε νικήσει, θα έχετε νικήσει, θα έχουν νικήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικήσει, έχεις νικήσει, έχει νικήσει, έχουμε νικήσει, έχετε νικήσει, έχουν νικήσει
να έχω νικήσει, να έχεις νικήσει, να έχει νικήσει, να έχουμε νικήσει, να έχετε νικήσει, να έχουν νικήσει
Οριστική
είχα νικήσει, είχες νικήσει, είχε νικήσει, είχαμε νικήσει, είχατε νικήσει, είχαν/είχανε νικήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικιέμαι, νικιέσαι, νικιέται, νικιόμαστε, νικιέστε, νικιούνται
να νικιέμαι, να νικιέσαι, να νικιέται, να νικιόμαστε, να νικιέστε, να νικιούνται
Οριστική
νικιόμουν, νικιόσουν, νικιόταν, νικιόμαστε, νικιόσαστε, νικιόνταν ή νικιούνταν
Αόριστος
Οριστική
νικήθηκα, νικήθηκες, νικήθηκε, νικηθήκαμε, νικηθήκατε, νικήθηκαν (ή νικηθήκανε)
να νικηθώ, να νικηθείς, να νικηθεί, να νικηθούμε, να νικηθείτε, να νικηθούν (ή να νικηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: νικήσου β΄ πληθυντικό: νικηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικιέμαι, θα νικιέσαι, θα νικιέται, θα νικιόμαστε, θα νικιέστε, θα νικιούνται
Οριστική
θα νικηθώ, θα νικηθείς, θα νικηθεί, θα νικηθούμε, θα νικηθείτε, θα νικηθούν (ή θα νικηθούνε)
Οριστική
θα έχω νικηθεί, θα έχεις νικηθεί, θα έχει νικηθεί, θα έχουμε νικηθεί, θα έχετε νικηθεί, θα έχουν νικηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικηθεί, έχεις νικηθεί, έχει νικηθεί, έχουμε νικηθεί, έχετε νικηθεί, έχουν νικηθεί
να έχω νικηθεί, να έχεις νικηθεί, να έχει νικηθεί, να έχουμε νικηθεί, να έχετε νικηθεί, να έχουν νικηθεί
Μετοχή
νικημένος, νικημένη, νικημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικηθεί, είχες νικηθεί, είχε νικηθεί, είχαμε νικηθεί, είχατε νικηθεί, είχαν(ε) νικηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου