Νέα
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετέρχομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
μετέρχομαι, μετέρχεσαι, μετέρχεται, μετερχόμαστε, μετέρχεστε, μετέρχονται
Υποτακτική
να μετέρχομαι, να μετέρχεσαι, να μετέρχεται, να μετερχόμαστε, να μετέρχεστε, να μετέρχονται
Προστακτική
---
Μετοχή
μετερχόμενος, μετερχόμενη, μετερχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μετερχόμουν, μετερχόσουν, μετερχόταν, μετερχόμαστε, μετερχόσαστε, μετέρχονταν
&
μετερχόμουνα, μετερχόσουνα, μετερχότανε, μετερχόμασταν, μετερχόσασταν,
μετερχόντανε
Αόριστος
Οριστική
μετήλθα, μετήλθες, μετήλθε, μετήλθαμε, μετήλθατε, μετήλθαν (ή μετήλθανε)
Υποτακτική
να μετέλθω, να μετέλθεις, να μετέλθει, να μετέλθουμε, να μετέλθετε, να μετέλθουν (ή να μετέλθουνε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέρχομαι, θα μετέρχεσαι, θα μετέρχεται, θα μετερχόμαστε, θα μετέρχεστε, θα μετέρχονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέλθω, θα μετέλθεις, θα μετέλθει, θα μετέλθουμε, θα μετέλθετε, θα μετέλθουν ή θα μετέλθουνε
&
θα μετέρθω, θα μετέρθεις, θα μετέρθει, θα μετέρθουμε, θα μετέρθετε, θα
μετέρθουν ή θα μετέρθουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετέλθει, θα έχεις μετέλθει, θα έχει μετέλθει, θα έχουμε μετέλθει, θα έχετε μετέλθει, θα έχουν(ε) μετέλθει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετέλθει, έχεις μετέλθει, έχει μετέλθει, έχουμε μετέλθει, έχετε μετέλθει, έχουν μετέλθει
&
έχω μετέρθει, έχεις μετέρθει, έχει μετέρθει, έχουμε μετέρθει, έχετε μετέρθει,
έχουν μετέρθει
Υποτακτική
να έχω μετέλθει, να έχεις μετέλθει, να έχει μετέλθει, να έχουμε μετέλθει, να έχετε μετέλθει, να έχουν μετέλθει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετέλθει, είχες μετέλθει, είχε μετέλθει, είχαμε μετέλθει, είχατε μετέλθει, είχαν(ε) μετέλθει
&
είχα μετέρθει, είχες μετέρθει, είχε μετέρθει, είχαμε μετέρθει, είχατε μετέρθει,
είχαν(ε) μετέρθει
Σημείωση: Το ρήμα μετέρχομαι συντάσσεται με αιτιατική π.χ. Μετέρχεται άνομες μεθόδους. Σημαίνει ό,τι και το χρησιμοποιώ, αλλά έχει επικρατήσει να λέγεται για χρήση μεθόδου ή μέσου προς επίτευξη στόχου, συνήθως με αρνητικές συνυποδηλώσεις π.χ. Μετέρχεται κάθε μέσο, για να αναρριχηθεί στην εξουσία.
Ενεστώτας
Οριστική
μετέρχομαι, μετέρχεσαι, μετέρχεται, μετερχόμαστε, μετέρχεστε, μετέρχονται
να μετέρχομαι, να μετέρχεσαι, να μετέρχεται, να μετερχόμαστε, να μετέρχεστε, να μετέρχονται
Προστακτική
---
Μετοχή
μετερχόμενος, μετερχόμενη, μετερχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μετερχόμουν, μετερχόσουν, μετερχόταν, μετερχόμαστε, μετερχόσαστε, μετέρχονταν
Αόριστος
Οριστική
μετήλθα, μετήλθες, μετήλθε, μετήλθαμε, μετήλθατε, μετήλθαν (ή μετήλθανε)
να μετέλθω, να μετέλθεις, να μετέλθει, να μετέλθουμε, να μετέλθετε, να μετέλθουν (ή να μετέλθουνε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέρχομαι, θα μετέρχεσαι, θα μετέρχεται, θα μετερχόμαστε, θα μετέρχεστε, θα μετέρχονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέλθω, θα μετέλθεις, θα μετέλθει, θα μετέλθουμε, θα μετέλθετε, θα μετέλθουν ή θα μετέλθουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετέλθει, θα έχεις μετέλθει, θα έχει μετέλθει, θα έχουμε μετέλθει, θα έχετε μετέλθει, θα έχουν(ε) μετέλθει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετέλθει, έχεις μετέλθει, έχει μετέλθει, έχουμε μετέλθει, έχετε μετέλθει, έχουν μετέλθει
Υποτακτική
να έχω μετέλθει, να έχεις μετέλθει, να έχει μετέλθει, να έχουμε μετέλθει, να έχετε μετέλθει, να έχουν μετέλθει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετέλθει, είχες μετέλθει, είχε μετέλθει, είχαμε μετέλθει, είχατε μετέλθει, είχαν(ε) μετέλθει
Σημείωση: Το ρήμα μετέρχομαι συντάσσεται με αιτιατική π.χ. Μετέρχεται άνομες μεθόδους. Σημαίνει ό,τι και το χρησιμοποιώ, αλλά έχει επικρατήσει να λέγεται για χρήση μεθόδου ή μέσου προς επίτευξη στόχου, συνήθως με αρνητικές συνυποδηλώσεις π.χ. Μετέρχεται κάθε μέσο, για να αναρριχηθεί στην εξουσία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου