Naxart Studio
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παίρνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παίρνω, παίρνεις, παίρνει, παίρνουμε, παίρνετε, παίρνουν (ή παίρνουνε)
Υποτακτική
να παίρνω, να παίρνεις, να παίρνει, να παίρνουμε, να παίρνετε, να παίρνουν (ή να παίρνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παίρνε – β΄ πληθυντικό: παίρνετε
Μετοχή
παίρνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έπαιρνα, έπαιρνες, έπαιρνε, παίρναμε, παίρνατε, έπαιρναν (ή παίρνανε)
Αόριστος
Οριστική
πήρα, πήρες, πήρε, πήραμε, πήρατε, πήραν (ή πήρανε)
Υποτακτική
να πάρω, να πάρεις, να πάρει, να πάρουμε, να πάρετε, να πάρουν (ή να πάρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πάρε – β΄ πληθυντικό: πάρτε (ή πάρετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παίρνω, θα παίρνεις, θα παίρνει, θα παίρνουμε, θα παίρνετε, θα παίρνουν (ή θα παίρνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πάρω, θα πάρεις, θα πάρει, θα πάρουμε, θα πάρετε, θα πάρουν (ή θα πάρουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πάρει, θα έχεις πάρει, θα έχει πάρει, θα έχουμε πάρει, θα έχετε πάρει, θα έχουν πάρει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πάρει, έχεις πάρει, έχει πάρει, έχουμε πάρει, έχετε πάρει, έχουν πάρει
Υποτακτική
να έχω πάρει, να έχεις πάρει, να έχει πάρει, να έχουμε πάρει, να έχετε πάρει, να έχουν πάρει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πάρει, είχες πάρει, είχε πάρει, είχαμε πάρει, είχατε πάρει, είχαν(ε) πάρει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παίρνομαι, παίρνεσαι, παίρνεται, παιρνόμαστε, παίρνεστε, παίρνονται
Υποτακτική
να παίρνομαι, να παίρνεσαι, να παίρνεται, να παιρνόμαστε, να παίρνεστε, να παίρνονται
Παρατατικός
Οριστική
παιρνόμουν, παιρνόσουν, παιρνόταν, παιρνόμαστε, παιρνόσαστε, παίρνονταν
&
παιρνόμουνα, παιρνόσουνα, παιρνότανε, παιρνόμασταν, παιρνόσασταν, παιρνόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
πάρθηκα, πάρθηκες, πάρθηκε, παρθήκαμε, παρθήκατε, πάρθηκαν (ή παρθήκανε)
Υποτακτική
να παρθώ, να παρθείς, να παρθεί, να παρθούμε, να παρθείτε, να παρθούν (ή να παρθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πάρσου β΄ πληθυντικό: παρθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παίρνομαι, θα παίρνεσαι, θα παίρνεται, θα παιρνόμαστε, θα παίρνεστε, θα παίρνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρθώ, θα παρθείς, θα παρθεί, θα παρθούμε, θα παρθείτε, θα παρθούν (ή θα παρθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρθεί, θα έχεις παρθεί, θα έχει παρθεί, θα έχουμε παρθεί, θα έχετε παρθεί, θα έχουν παρθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρθεί, έχεις παρθεί, έχει παρθεί, έχουμε παρθεί, έχετε παρθεί, έχουν παρθεί
Υποτακτική
να έχω παρθεί, να έχεις παρθεί, να έχει παρθεί, να έχουμε παρθεί, να έχετε παρθεί, να έχουν παρθεί
Μετοχή
παρμένος, παρμένη, παρμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρθεί, είχες παρθεί, είχε παρθεί, είχαμε παρθεί, είχατε παρθεί, είχαν(ε) παρθεί
Σημείωση:
παίρνω – περνώ: Οι λέξεις αυτές
ανήκουν στα τονικά παρώνυμα, δηλαδή σε τύπους που διαφέρουν φωνητικά μόνο ως προς
τη θέση του τόνου, η δε ετυμολογική προέλευση ερμηνεύει και τη διαφορά στην
ορθογραφία. Το ρήμα παίρνω (με –αι) προέρχεται από μεσαιωνικό τύπο που ανάγεται
στο αρχαιοελληνικό σύνθετο ἐπαίρω
«υψώνω – σηκώνω») (προέρχεται από την πρόθεση ἐπί και το ρήμα αἴρω), πράγμα που εξηγεί
επιπλέον τον μεσαιωνικό αόριστο ἐπῆρα > πήρα. Το ρήμα
περνώ (με –ε) είναι μεσαιωνικό και προέρχεται από μεταπλασμό του
αρχαιοελληνικού περῶ
(-άω) (προέρχεται από το επίρρημα πέρα), πράγμα που εξηγεί επιπλέον το αόριστο ἐπέρασα > πέρασα.
Προσοχή:
Περνώ από τη γειτονιά σου – Παίρνω το λεωφορείο.
Πηγή
σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της
ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παίρνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παίρνω, παίρνεις, παίρνει, παίρνουμε, παίρνετε, παίρνουν (ή παίρνουνε)
να παίρνω, να παίρνεις, να παίρνει, να παίρνουμε, να παίρνετε, να παίρνουν (ή να παίρνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παίρνε – β΄ πληθυντικό: παίρνετε
Μετοχή
παίρνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έπαιρνα, έπαιρνες, έπαιρνε, παίρναμε, παίρνατε, έπαιρναν (ή παίρνανε)
Αόριστος
Οριστική
πήρα, πήρες, πήρε, πήραμε, πήρατε, πήραν (ή πήρανε)
να πάρω, να πάρεις, να πάρει, να πάρουμε, να πάρετε, να πάρουν (ή να πάρουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πάρε – β΄ πληθυντικό: πάρτε (ή πάρετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παίρνω, θα παίρνεις, θα παίρνει, θα παίρνουμε, θα παίρνετε, θα παίρνουν (ή θα παίρνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πάρω, θα πάρεις, θα πάρει, θα πάρουμε, θα πάρετε, θα πάρουν (ή θα πάρουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πάρει, θα έχεις πάρει, θα έχει πάρει, θα έχουμε πάρει, θα έχετε πάρει, θα έχουν πάρει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πάρει, έχεις πάρει, έχει πάρει, έχουμε πάρει, έχετε πάρει, έχουν πάρει
να έχω πάρει, να έχεις πάρει, να έχει πάρει, να έχουμε πάρει, να έχετε πάρει, να έχουν πάρει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πάρει, είχες πάρει, είχε πάρει, είχαμε πάρει, είχατε πάρει, είχαν(ε) πάρει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παίρνομαι, παίρνεσαι, παίρνεται, παιρνόμαστε, παίρνεστε, παίρνονται
να παίρνομαι, να παίρνεσαι, να παίρνεται, να παιρνόμαστε, να παίρνεστε, να παίρνονται
Οριστική
παιρνόμουν, παιρνόσουν, παιρνόταν, παιρνόμαστε, παιρνόσαστε, παίρνονταν
Αόριστος
Οριστική
πάρθηκα, πάρθηκες, πάρθηκε, παρθήκαμε, παρθήκατε, πάρθηκαν (ή παρθήκανε)
να παρθώ, να παρθείς, να παρθεί, να παρθούμε, να παρθείτε, να παρθούν (ή να παρθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πάρσου β΄ πληθυντικό: παρθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παίρνομαι, θα παίρνεσαι, θα παίρνεται, θα παιρνόμαστε, θα παίρνεστε, θα παίρνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρθώ, θα παρθείς, θα παρθεί, θα παρθούμε, θα παρθείτε, θα παρθούν (ή θα παρθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρθεί, θα έχεις παρθεί, θα έχει παρθεί, θα έχουμε παρθεί, θα έχετε παρθεί, θα έχουν παρθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρθεί, έχεις παρθεί, έχει παρθεί, έχουμε παρθεί, έχετε παρθεί, έχουν παρθεί
να έχω παρθεί, να έχεις παρθεί, να έχει παρθεί, να έχουμε παρθεί, να έχετε παρθεί, να έχουν παρθεί
Μετοχή
παρμένος, παρμένη, παρμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρθεί, είχες παρθεί, είχε παρθεί, είχαμε παρθεί, είχατε παρθεί, είχαν(ε) παρθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου