Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υφίσταμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υφίσταμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Giorgione
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υφίσταμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
υφίσταμαι, υφίστασαι, υφίσταται, υφιστάμεθα, υφίστασθε, υφίστανται
Υποτακτική
να υφίσταμαι, να υφίστασαι, να υφίσταται, να υφιστάμεθα, να υφίστασθε, να υφίστανται
Μετοχή
υφιστάμενος, υφιστάμενη, υφιστάμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υφιστάμην, υφίστασο, υφίστατο, υφιστάμεθα, υφίστασθε, υφίσταντο 
 
Αόριστος
Οριστική
υπέστην, υπέστης, υπέστη, υπέστημεν, υπέστητε, υπέστησαν
Υποτακτική
να υποστώ, να υποστείς, να υποστεί, να υποστούμε, να υποστείτε, να υποστούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποστείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υφίσταμαι, θα υφίστασαι, θα υφίσταται, θα υφιστάμεθα, θα υφίστασθε, θα υφίστανται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστώ, θα υποστείς, θα υποστεί, θα υποστούμε, θα υποστείτε, θα υποστούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποστεί, θα έχεις υποστεί, θα έχει υποστεί, θα έχουμε υποστεί, θα έχετε υποστεί, θα έχουν υποστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποστεί, έχεις υποστεί, έχει υποστεί, έχουμε υποστεί, έχετε υποστεί, έχουν υποστεί
Υποτακτική
να έχω υποστεί, να έχεις υποστεί, να έχει υποστεί, να έχουμε υποστεί, να έχετε υποστεί, να έχουν υποστεί
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποστεί, είχες υποστεί, είχε υποστεί, είχαμε υποστεί, είχατε υποστεί, είχαν(ε) υποστεί
 
Σημείωση: Η πιο συνηθισμένη χρήση του ρήματος υφίσταμαι είναι ως μεταβατικού με τη σημασία «παθαίνω, υποβάλλομαι σε κάτι» (π.χ. Καθημερινά υφίσταται μεγάλη ταλαιπωρία στις μετακινήσεις). Αλλά σε πιο λόγιο ύφος χρησιμοποιείται και αμετάβατο ως εμφατικό συνώνυμο του ρήματος υπάρχω (π.χ. Ξεκαθάρισαν πως τέτοιο θέμα δεν υφίσταται).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...