Giotto di Bondone
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»
Ενεστώτας
Οριστική
συνωμοτώ, συνωμοτείς, συνωμοτεί, συνωμοτούμε, συνωμοτείτε, συνωμοτούν (ή συνωμοτούνε)
να συνωμοτώ, να συνωμοτείς, να συνωμοτεί, να συνωμοτούμε, να συνωμοτείτε, να συνωμοτούν (ή να συνωμοτούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνωμοτείτε
Μετοχή
συνωμοτώντας
Παρατατικός
Οριστική
συνωμοτούσα, συνωμοτούσες, συνωμοτούσε, συνωμοτούσαμε, συνωμοτούσατε, συνωμοτούσαν (ή συνωμοτούσανε)
Αόριστος
Οριστική
συνωμότησα, συνωμότησες, συνωμότησε, συνωμοτήσαμε, συνωμοτήσατε, συνωμότησαν
να συνωμοτήσω, να συνωμοτήσεις, να συνωμοτήσει, να συνωμοτήσουμε, να συνωμοτήσετε, να συνωμοτήσουν (ή να συνωμοτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνωμότησε β΄ πληθυντικό: συνωμοτήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτώ, θα συνωμοτείς, θα συνωμοτεί, θα συνωμοτούμε, θα συνωμοτείτε, θα συνωμοτούν (ή θα συνωμοτούνε)
Οριστική
θα συνωμοτήσω, θα συνωμοτήσεις, θα συνωμοτήσει, θα συνωμοτήσουμε, θα συνωμοτήσετε, θα συνωμοτήσουν (ή θα συνωμοτήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνωμοτήσει, θα έχεις συνωμοτήσει, θα έχει συνωμοτήσει, θα έχουμε συνωμοτήσει, θα έχετε συνωμοτήσει, θα έχουν(ε) συνωμοτήσει
Οριστική
έχω συνωμοτήσει, έχεις συνωμοτήσει, έχει συνωμοτήσει, έχουμε συνωμοτήσει, έχετε συνωμοτήσει, έχουν(ε) συνωμοτήσει
να έχω συνωμοτήσει, να έχεις συνωμοτήσει, να έχει συνωμοτήσει, να έχουμε συνωμοτήσει, να έχετε συνωμοτήσει, να έχουν συνωμοτήσει
Οριστική
είχα συνωμοτήσει, είχες συνωμοτήσει, είχε συνωμοτήσει, είχαμε συνωμοτήσει, είχατε συνωμοτήσει, είχαν(ε) συνωμοτήσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου