Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Giotto di Bondone

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνωμοτώ»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συνωμοτώ, συνωμοτείς, συνωμοτεί, συνωμοτούμε, συνωμοτείτε, συνωμοτούν (ή συνωμοτούνε)
Υποτακτική
να συνωμοτώ, να συνωμοτείς, να συνωμοτεί, να συνωμοτούμε, να συνωμοτείτε, να συνωμοτούν (ή να συνωμοτούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνωμοτείτε
Μετοχή
συνωμοτώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συνωμοτούσα, συνωμοτούσες, συνωμοτούσε, συνωμοτούσαμε, συνωμοτούσατε, συνωμοτούσαν (ή συνωμοτούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συνωμότησα, συνωμότησες, συνωμότησε, συνωμοτήσαμε, συνωμοτήσατε, συνωμότησαν
Υποτακτική
να συνωμοτήσω, να συνωμοτήσεις, να συνωμοτήσει, να συνωμοτήσουμε, να συνωμοτήσετε, να συνωμοτήσουν (ή να συνωμοτήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνωμότησε β΄ πληθυντικό: συνωμοτήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτώ, θα συνωμοτείς, θα συνωμοτεί, θα συνωμοτούμε, θα συνωμοτείτε, θα συνωμοτούν (ή θα συνωμοτούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνωμοτήσω, θα συνωμοτήσεις, θα συνωμοτήσει, θα συνωμοτήσουμε, θα συνωμοτήσετε, θα συνωμοτήσουν (ή θα συνωμοτήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνωμοτήσει, θα έχεις συνωμοτήσει, θα έχει συνωμοτήσει, θα έχουμε συνωμοτήσει, θα έχετε συνωμοτήσει, θα έχουν(ε) συνωμοτήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνωμοτήσει, έχεις συνωμοτήσει, έχει συνωμοτήσει, έχουμε συνωμοτήσει, έχετε συνωμοτήσει, έχουν(ε) συνωμοτήσει
Υποτακτική
να έχω συνωμοτήσει, να έχεις συνωμοτήσει, να έχει συνωμοτήσει, να έχουμε συνωμοτήσει, να έχετε συνωμοτήσει, να έχουν συνωμοτήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνωμοτήσει, είχες συνωμοτήσει, είχε συνωμοτήσει, είχαμε συνωμοτήσει, είχατε συνωμοτήσει, είχαν(ε) συνωμοτήσει
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...