Aged Pixel
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέω, εμπνέεις, εμπνέει, εμπνέουμε, εμπνέετε, εμπνέουν (ή εμπνέουνε)
Υποτακτική
να εμπνέω, να εμπνέεις, να εμπνέει, να εμπνέουμε, να εμπνέετε, να εμπνέουν (ή να εμπνέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνεε – β΄ πληθυντικό: εμπνέετε
Μετοχή
εμπνέοντας
Παρατατικός
Οριστική
ενέπνεα, ενέπνεες, ενέπνεε, εμπνέαμε, εμπνέατε, ενέπνεαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
ενέπνευσα, ενέπνευσες, ενέπνευσε, εμπνεύσαμε, εμπνεύσατε, ενέπνευσαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να εμπνεύσω, να εμπνεύσεις, να εμπνεύσει, να εμπνεύσουμε, να εμπνεύσετε, να εμπνεύσουν (ή να εμπνεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνευσε – β΄ πληθυντικό: εμπνεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέω, θα εμπνέεις, θα εμπνέει, θα εμπνέουμε, θα εμπνέετε, θα εμπνέουν (ή θα εμπνέουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνεύσω, θα εμπνεύσεις, θα εμπνεύσει, θα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσετε, θα εμπνεύσουν (ή θα εμπνεύσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπνεύσει, θα έχεις εμπνεύσει, θα έχει εμπνεύσει, θα έχουμε εμπνεύσει, θα έχετε εμπνεύσει, θα έχουν εμπνεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνεύσει, έχεις εμπνεύσει, έχει εμπνεύσει, έχουμε εμπνεύσει, έχετε εμπνεύσει, έχουν(ε) εμπνεύσει
Υποτακτική
να έχω εμπνεύσει, να έχεις εμπνεύσει, να έχει εμπνεύσει, να έχουμε εμπνεύσει, να έχετε εμπνεύσει, να έχουν εμπνεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνεύσει, είχες εμπνεύσει, είχε εμπνεύσει, είχαμε εμπνεύσει, είχατε εμπνεύσει, είχαν(ε) εμπνεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέομαι, εμπνέεσαι, εμπνέεται, εμπνεόμαστε, εμπνέεστε, εμπνέονται
Υποτακτική
να εμπνέομαι, να εμπνέεσαι, να εμπνέεται, να εμπνεόμαστε, να εμπνέεστε, να εμπνέονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εμπνέεστε
Μετοχή
εμπνεόμενος, εμπνεόμενη, εμπνεόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εμπνεόμουν, εμπνεόσουν, εμπνεόταν, εμπνεόμαστε, εμπνεόσαστε, εμπνέονταν
(& εμπνεόμουνα, εμπνεόσουνα, εμπνεότανε,
εμπνεόμασταν, εμπνεόσασταν, εμπνεόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
εμπνεύστηκα, εμπνεύστηκες, εμπνεύστηκε, εμπνευστήκαμε, εμπνευστήκατε, εμπνεύστηκαν
& εμπνεύσθηκα, εμπνεύσθηκες,
εμπνεύσθηκε, εμπνευσθήκαμε, εμπνευσθήκατε, εμπνεύσθηκαν
Υποτακτική
να εμπνευστώ, να εμπνευστείς, να εμπνευστεί, να εμπνευστούμε, να εμπνευστείτε, να εμπνευστούν (ή να εμπνευστούνε)
& να εμπνευσθώ, να εμπνευσθείς, να εμπνευσθεί, να εμπνευσθούμε, να εμπνευσθείτε, να εμπνευσθούν (ή να εμπνευσθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εμπνεύσου β΄ πληθυντικό: εμπνευστείτε (ή εμπνευσθείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέομαι, θα εμπνέεσαι, θα εμπνέεται, θα εμπνεόμαστε, θα εμπνέεστε, θα εμπνέονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνευστώ, θα εμπνευστείς, θα εμπνευστεί, θα εμπνευστούμε, θα εμπνευστείτε, θα εμπνευστούν (ή θα εμπνευστούνε)
& θα εμπνευσθώ, θα εμπνευσθείς, θα
εμπνευσθεί, θα εμπνευσθούμε, θα εμπνευσθείτε, θα εμπνευσθούν (ή θα εμπνευσθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εμπνευστεί, θα έχεις εμπνευστεί, θα έχει εμπνευστεί, θα έχουμε εμπνευστεί, θα έχετε εμπνευστεί, θα έχουν εμπνευστεί
& θα έχω εμπνευσθεί, θα έχεις
εμπνευσθεί, θα έχει εμπνευσθεί, θα έχουμε εμπνευσθεί, θα έχετε εμπνευσθεί, θα
έχουν εμπνευσθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνευστεί, έχεις εμπνευστεί, έχει εμπνευστεί, έχουμε εμπνευστεί, έχετε εμπνευστεί, έχουν εμπνευστεί
& έχω εμπνευσθεί, έχεις εμπνευσθεί,
έχει εμπνευσθεί, έχουμε εμπνευσθεί, έχετε εμπνευσθεί, έχουν εμπνευσθεί
Υποτακτική
να έχω εμπνευστεί, να έχεις εμπνευστεί, να έχει εμπνευστεί, να έχουμε εμπνευστεί, να έχετε εμπνευστεί, να έχουν εμπνευστεί
Μετοχή
εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνευστεί, είχες εμπνευστεί, είχε εμπνευστεί, είχαμε εμπνευστεί, είχατε εμπνευστεί, είχαν(ε) εμπνευστεί
& είχα εμπνευσθεί, είχες εμπνευσθεί,
είχε εμπνευσθεί, είχαμε εμπνευσθεί, είχατε εμπνευσθεί, είχαν(ε) εμπνευσθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εμπνέω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέω, εμπνέεις, εμπνέει, εμπνέουμε, εμπνέετε, εμπνέουν (ή εμπνέουνε)
να εμπνέω, να εμπνέεις, να εμπνέει, να εμπνέουμε, να εμπνέετε, να εμπνέουν (ή να εμπνέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνεε – β΄ πληθυντικό: εμπνέετε
Μετοχή
εμπνέοντας
Παρατατικός
Οριστική
ενέπνεα, ενέπνεες, ενέπνεε, εμπνέαμε, εμπνέατε, ενέπνεαν
Αόριστος
Οριστική
ενέπνευσα, ενέπνευσες, ενέπνευσε, εμπνεύσαμε, εμπνεύσατε, ενέπνευσαν
Υποτακτική
να εμπνεύσω, να εμπνεύσεις, να εμπνεύσει, να εμπνεύσουμε, να εμπνεύσετε, να εμπνεύσουν (ή να εμπνεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έμπνευσε – β΄ πληθυντικό: εμπνεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέω, θα εμπνέεις, θα εμπνέει, θα εμπνέουμε, θα εμπνέετε, θα εμπνέουν (ή θα εμπνέουνε)
Οριστική
θα εμπνεύσω, θα εμπνεύσεις, θα εμπνεύσει, θα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσετε, θα εμπνεύσουν (ή θα εμπνεύσουνε)
Οριστική
θα έχω εμπνεύσει, θα έχεις εμπνεύσει, θα έχει εμπνεύσει, θα έχουμε εμπνεύσει, θα έχετε εμπνεύσει, θα έχουν εμπνεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνεύσει, έχεις εμπνεύσει, έχει εμπνεύσει, έχουμε εμπνεύσει, έχετε εμπνεύσει, έχουν(ε) εμπνεύσει
να έχω εμπνεύσει, να έχεις εμπνεύσει, να έχει εμπνεύσει, να έχουμε εμπνεύσει, να έχετε εμπνεύσει, να έχουν εμπνεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνεύσει, είχες εμπνεύσει, είχε εμπνεύσει, είχαμε εμπνεύσει, είχατε εμπνεύσει, είχαν(ε) εμπνεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εμπνέομαι, εμπνέεσαι, εμπνέεται, εμπνεόμαστε, εμπνέεστε, εμπνέονται
να εμπνέομαι, να εμπνέεσαι, να εμπνέεται, να εμπνεόμαστε, να εμπνέεστε, να εμπνέονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εμπνέεστε
Μετοχή
εμπνεόμενος, εμπνεόμενη, εμπνεόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εμπνεόμουν, εμπνεόσουν, εμπνεόταν, εμπνεόμαστε, εμπνεόσαστε, εμπνέονταν
Αόριστος
Οριστική
εμπνεύστηκα, εμπνεύστηκες, εμπνεύστηκε, εμπνευστήκαμε, εμπνευστήκατε, εμπνεύστηκαν
Υποτακτική
να εμπνευστώ, να εμπνευστείς, να εμπνευστεί, να εμπνευστούμε, να εμπνευστείτε, να εμπνευστούν (ή να εμπνευστούνε)
& να εμπνευσθώ, να εμπνευσθείς, να εμπνευσθεί, να εμπνευσθούμε, να εμπνευσθείτε, να εμπνευσθούν (ή να εμπνευσθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εμπνεύσου β΄ πληθυντικό: εμπνευστείτε (ή εμπνευσθείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εμπνέομαι, θα εμπνέεσαι, θα εμπνέεται, θα εμπνεόμαστε, θα εμπνέεστε, θα εμπνέονται
Οριστική
θα εμπνευστώ, θα εμπνευστείς, θα εμπνευστεί, θα εμπνευστούμε, θα εμπνευστείτε, θα εμπνευστούν (ή θα εμπνευστούνε)
Οριστική
θα έχω εμπνευστεί, θα έχεις εμπνευστεί, θα έχει εμπνευστεί, θα έχουμε εμπνευστεί, θα έχετε εμπνευστεί, θα έχουν εμπνευστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εμπνευστεί, έχεις εμπνευστεί, έχει εμπνευστεί, έχουμε εμπνευστεί, έχετε εμπνευστεί, έχουν εμπνευστεί
Υποτακτική
να έχω εμπνευστεί, να έχεις εμπνευστεί, να έχει εμπνευστεί, να έχουμε εμπνευστεί, να έχετε εμπνευστεί, να έχουν εμπνευστεί
Μετοχή
εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εμπνευστεί, είχες εμπνευστεί, είχε εμπνευστεί, είχαμε εμπνευστεί, είχατε εμπνευστεί, είχαν(ε) εμπνευστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου