Milo Serrano
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαιρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαιρώ, διαιρείς, διαιρεί, διαιρούμε, διαιρείτε, διαιρούν (ή διαιρούνε)
Υποτακτική
να διαιρώ, να διαιρείς, να διαιρεί, να διαιρούμε, να διαιρείτε, να διαιρούν (ή να διαιρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαίρει, β΄ πληθυντικό: διαιρείτε
Μετοχή
διαιρώντας
Παρατατικός
Οριστική
διαιρούσα, διαιρούσες, διαιρούσε, διαιρούσαμε, διαιρούσατε, διαιρούσαν (ή διαιρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
διαίρεσα, διαίρεσες, διαίρεσε, διαιρέσαμε, διαιρέσατε, διαίρεσαν (ή διαιρέσανε)
Υποτακτική
να διαιρέσω, να διαιρέσεις, να διαιρέσει, να διαιρέσουμε, να διαιρέσετε, να διαιρέσουν (ή να διαιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαίρεσε β΄ πληθυντικό: διαιρέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρώ, θα διαιρείς, θα διαιρεί, θα διαιρούμε, θα διαιρείτε, θα διαιρούν (ή θα διαιρούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρέσω, θα διαιρέσεις, θα διαιρέσει, θα διαιρέσουμε, θα διαιρέσετε, θα διαιρέσουν (ή θα διαιρέσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαιρέσει, θα έχεις διαιρέσει, θα έχει διαιρέσει, θα έχουμε διαιρέσει, θα έχετε διαιρέσει, θα έχουν(ε) διαιρέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαιρέσει, έχεις διαιρέσει, έχει διαιρέσει, έχουμε διαιρέσει, έχετε διαιρέσει, έχουν(ε) διαιρέσει
Υποτακτική
να έχω διαιρέσει, να έχεις διαιρέσει, να έχει διαιρέσει, να έχουμε διαιρέσει, να έχετε διαιρέσει, να έχουν διαιρέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαιρέσει, είχες διαιρέσει, είχε διαιρέσει, είχαμε διαιρέσει, είχατε διαιρέσει, είχαν(ε) διαιρέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαιρούμαι, διαιρείσαι, διαιρείται, διαιρούμαστε, διαιρείστε, διαιρούνται
Υποτακτική
να διαιρούμαι, να διαιρείσαι, να διαιρείται, να διαιρούμαστε, να διαιρείστε, να διαιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
διαιρούμενος, διαιρούμενη, διαιρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
διαιρούμουν, διαιρούσουν, διαιρούταν ή διαιρούτανε, διαιρούμασταν ή διαιρούμαστε, διαιρούσασταν, διαιρούνταν ή διαιρούντο
Αόριστος
Οριστική
διαιρέθηκα, διαιρέθηκες, διαιρέθηκε, διαιρεθήκαμε, διαιρεθήκατε, διαιρέθηκαν ή διαιρεθήκανε
Υποτακτική
να διαιρεθώ, να διαιρεθείς, να διαιρεθεί, να διαιρεθούμε, να διαιρεθείτε, να διαιρεθούν ή να διαιρεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: διαιρέσου β΄ πληθυντικό: διαιρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρούμαι, θα διαιρείσαι, θα διαιρείται, θα διαιρούμαστε, θα διαιρείστε, θα διαιρούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρεθώ, θα διαιρεθείς, θα διαιρεθεί, θα διαιρεθούμε, θα διαιρεθείτε, θα διαιρεθούν ή θα διαιρεθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαιρεθεί, θα έχεις διαιρεθεί, θα έχει διαιρεθεί, θα έχουμε διαιρεθεί, θα έχετε διαιρεθεί, θα έχουν διαιρεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαιρεθεί, έχεις διαιρεθεί, έχει διαιρεθεί, έχουμε διαιρεθεί, έχετε διαιρεθεί, έχουν διαιρεθεί
Υποτακτική
να έχω διαιρεθεί, να έχεις διαιρεθεί, να έχει διαιρεθεί, να έχουμε διαιρεθεί, να έχετε διαιρεθεί, να έχουν διαιρεθεί
Μετοχή
διαιρεμένος, διαιρεμένη, διαιρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαιρεθεί, είχες διαιρεθεί, είχε διαιρεθεί, είχαμε διαιρεθεί, είχατε διαιρεθεί, είχαν(ε) διαιρεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαιρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαιρώ, διαιρείς, διαιρεί, διαιρούμε, διαιρείτε, διαιρούν (ή διαιρούνε)
να διαιρώ, να διαιρείς, να διαιρεί, να διαιρούμε, να διαιρείτε, να διαιρούν (ή να διαιρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαίρει, β΄ πληθυντικό: διαιρείτε
Μετοχή
διαιρώντας
Παρατατικός
Οριστική
διαιρούσα, διαιρούσες, διαιρούσε, διαιρούσαμε, διαιρούσατε, διαιρούσαν (ή διαιρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
διαίρεσα, διαίρεσες, διαίρεσε, διαιρέσαμε, διαιρέσατε, διαίρεσαν (ή διαιρέσανε)
να διαιρέσω, να διαιρέσεις, να διαιρέσει, να διαιρέσουμε, να διαιρέσετε, να διαιρέσουν (ή να διαιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαίρεσε β΄ πληθυντικό: διαιρέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρώ, θα διαιρείς, θα διαιρεί, θα διαιρούμε, θα διαιρείτε, θα διαιρούν (ή θα διαιρούνε)
Οριστική
θα διαιρέσω, θα διαιρέσεις, θα διαιρέσει, θα διαιρέσουμε, θα διαιρέσετε, θα διαιρέσουν (ή θα διαιρέσουνε)
Οριστική
θα έχω διαιρέσει, θα έχεις διαιρέσει, θα έχει διαιρέσει, θα έχουμε διαιρέσει, θα έχετε διαιρέσει, θα έχουν(ε) διαιρέσει
Οριστική
έχω διαιρέσει, έχεις διαιρέσει, έχει διαιρέσει, έχουμε διαιρέσει, έχετε διαιρέσει, έχουν(ε) διαιρέσει
να έχω διαιρέσει, να έχεις διαιρέσει, να έχει διαιρέσει, να έχουμε διαιρέσει, να έχετε διαιρέσει, να έχουν διαιρέσει
Οριστική
είχα διαιρέσει, είχες διαιρέσει, είχε διαιρέσει, είχαμε διαιρέσει, είχατε διαιρέσει, είχαν(ε) διαιρέσει
Ενεστώτας
Οριστική
διαιρούμαι, διαιρείσαι, διαιρείται, διαιρούμαστε, διαιρείστε, διαιρούνται
να διαιρούμαι, να διαιρείσαι, να διαιρείται, να διαιρούμαστε, να διαιρείστε, να διαιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
διαιρούμενος, διαιρούμενη, διαιρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
διαιρούμουν, διαιρούσουν, διαιρούταν ή διαιρούτανε, διαιρούμασταν ή διαιρούμαστε, διαιρούσασταν, διαιρούνταν ή διαιρούντο
Αόριστος
Οριστική
διαιρέθηκα, διαιρέθηκες, διαιρέθηκε, διαιρεθήκαμε, διαιρεθήκατε, διαιρέθηκαν ή διαιρεθήκανε
να διαιρεθώ, να διαιρεθείς, να διαιρεθεί, να διαιρεθούμε, να διαιρεθείτε, να διαιρεθούν ή να διαιρεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: διαιρέσου β΄ πληθυντικό: διαιρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαιρούμαι, θα διαιρείσαι, θα διαιρείται, θα διαιρούμαστε, θα διαιρείστε, θα διαιρούνται
Οριστική
θα διαιρεθώ, θα διαιρεθείς, θα διαιρεθεί, θα διαιρεθούμε, θα διαιρεθείτε, θα διαιρεθούν ή θα διαιρεθούνε
Οριστική
θα έχω διαιρεθεί, θα έχεις διαιρεθεί, θα έχει διαιρεθεί, θα έχουμε διαιρεθεί, θα έχετε διαιρεθεί, θα έχουν διαιρεθεί
Οριστική
έχω διαιρεθεί, έχεις διαιρεθεί, έχει διαιρεθεί, έχουμε διαιρεθεί, έχετε διαιρεθεί, έχουν διαιρεθεί
να έχω διαιρεθεί, να έχεις διαιρεθεί, να έχει διαιρεθεί, να έχουμε διαιρεθεί, να έχετε διαιρεθεί, να έχουν διαιρεθεί
Μετοχή
διαιρεμένος, διαιρεμένη, διαιρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαιρεθεί, είχες διαιρεθεί, είχε διαιρεθεί, είχαμε διαιρεθεί, είχατε διαιρεθεί, είχαν(ε) διαιρεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου