Evelina Kremsdorf
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αφήνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αφήνω, αφήνεις, αφήνει, αφήνουμε, αφήνετε, αφήνουν (ή αφήνουνε)
Υποτακτική
να αφήνω, να αφήνεις, να αφήνει, να αφήνουμε, να αφήνετε, να αφήνουν (ή να αφήνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άφηνε – β΄ πληθυντικό: αφήνετε
Μετοχή
αφήνοντας
Παρατατικός
Οριστική
άφηνα, άφηνες, άφηνε, αφήναμε, αφήνατε, άφηναν ή αφήνανε
Αόριστος
Οριστική
άφησα, άφησες, άφησε, αφήσαμε, αφήσατε, άφησαν ή αφήσανε
Υποτακτική
να αφήσω, να αφήσεις, να αφήσει, να αφήσουμε, να αφήσετε, να αφήσουν (ή να αφήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άφησε (ή άσε) – β΄ πληθυντικό: αφήστε (ή άστε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αφήνω, θα αφήνεις, θα αφήνει, θα αφήνουμε, θα αφήνετε, θα αφήνουν (ή θα αφήνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αφήσω, θα αφήσεις, θα αφήσει, θα αφήσουμε, θα αφήσετε, θα αφήσουν (ή θα αφήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αφήσει, θα έχεις αφήσει, θα έχει αφήσει, θα έχουμε αφήσει, θα έχετε αφήσει, θα έχουν αφήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αφήσει, έχεις αφήσει, έχει αφήσει, έχουμε αφήσει, έχετε αφήσει, έχουν(ε) αφήσει
Υποτακτική
να έχω αφήσει, να έχεις αφήσει, να έχει αφήσει, να έχουμε αφήσει, να έχετε αφήσει, να έχουν(ε) αφήσει
Μετοχή
έχοντας αφήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αφήσει, είχες αφήσει, είχε αφήσει, είχαμε αφήσει, είχατε αφήσει, είχαν(ε) αφήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αφήνομαι, αφήνεσαι, αφήνεται, αφηνόμαστε, αφήνεστε, αφήνονται
Υποτακτική
να αφήνομαι, να αφήνεσαι, να αφήνεται, να αφηνόμαστε, να αφήνεστε, να αφήνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αφήνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
αφηνόμουν, αφηνόσουν, αφηνόταν, αφηνόμαστε, αφηνόσαστε, αφήνονταν
(& αφηνόμουνα, αφηνόσουνα, αφηνότανε,
αφηνόμασταν, αφηνόσασταν, αφηνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αφέθηκα, αφέθηκες, αφέθηκε, αφεθήκαμε, αφεθήκατε, αφέθηκαν (ή αφεθήκανε)
Υποτακτική
να αφεθώ, να αφεθείς, να αφεθεί, να αφεθούμε, να αφεθείτε, να αφεθούν (ή να αφεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αφέσου – β΄ πληθυντικό: αφεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αφήνομαι, θα αφήνεσαι, θα αφήνεται, θα αφηνόμαστε, θα αφήνεστε, θα αφήνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αφεθώ, θα αφεθείς, θα αφεθεί, θα αφεθούμε, θα αφεθείτε, θα αφεθούν (ή θα αφεθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αφεθεί, θα έχεις αφεθεί, θα έχει αφεθεί, θα έχουμε αφεθεί, θα έχετε αφεθεί, θα έχουν αφεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αφεθεί, έχεις αφεθεί, έχει αφεθεί, έχουμε αφεθεί, έχετε αφεθεί, έχουν(ε) αφεθεί
Υποτακτική
να έχω αφεθεί, να έχεις αφεθεί, να έχει αφεθεί, να έχουμε αφεθεί, να έχετε αφεθεί, να έχουν(ε) αφεθεί
Μετοχή
αφημένος, αφημένη, αφημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αφεθεί, είχες αφεθεί, είχε αφεθεί, είχαμε αφεθεί, είχατε αφεθεί, είχαν(ε) αφεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αφήνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αφήνω, αφήνεις, αφήνει, αφήνουμε, αφήνετε, αφήνουν (ή αφήνουνε)
να αφήνω, να αφήνεις, να αφήνει, να αφήνουμε, να αφήνετε, να αφήνουν (ή να αφήνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άφηνε – β΄ πληθυντικό: αφήνετε
Μετοχή
αφήνοντας
Παρατατικός
Οριστική
άφηνα, άφηνες, άφηνε, αφήναμε, αφήνατε, άφηναν ή αφήνανε
Οριστική
άφησα, άφησες, άφησε, αφήσαμε, αφήσατε, άφησαν ή αφήσανε
να αφήσω, να αφήσεις, να αφήσει, να αφήσουμε, να αφήσετε, να αφήσουν (ή να αφήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: άφησε (ή άσε) – β΄ πληθυντικό: αφήστε (ή άστε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αφήνω, θα αφήνεις, θα αφήνει, θα αφήνουμε, θα αφήνετε, θα αφήνουν (ή θα αφήνουνε)
Οριστική
θα αφήσω, θα αφήσεις, θα αφήσει, θα αφήσουμε, θα αφήσετε, θα αφήσουν (ή θα αφήσουνε)
Οριστική
θα έχω αφήσει, θα έχεις αφήσει, θα έχει αφήσει, θα έχουμε αφήσει, θα έχετε αφήσει, θα έχουν αφήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αφήσει, έχεις αφήσει, έχει αφήσει, έχουμε αφήσει, έχετε αφήσει, έχουν(ε) αφήσει
να έχω αφήσει, να έχεις αφήσει, να έχει αφήσει, να έχουμε αφήσει, να έχετε αφήσει, να έχουν(ε) αφήσει
Μετοχή
έχοντας αφήσει
Οριστική
είχα αφήσει, είχες αφήσει, είχε αφήσει, είχαμε αφήσει, είχατε αφήσει, είχαν(ε) αφήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αφήνομαι, αφήνεσαι, αφήνεται, αφηνόμαστε, αφήνεστε, αφήνονται
να αφήνομαι, να αφήνεσαι, να αφήνεται, να αφηνόμαστε, να αφήνεστε, να αφήνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αφήνεστε
Μετοχή
---
Οριστική
αφηνόμουν, αφηνόσουν, αφηνόταν, αφηνόμαστε, αφηνόσαστε, αφήνονταν
Αόριστος
Οριστική
αφέθηκα, αφέθηκες, αφέθηκε, αφεθήκαμε, αφεθήκατε, αφέθηκαν (ή αφεθήκανε)
να αφεθώ, να αφεθείς, να αφεθεί, να αφεθούμε, να αφεθείτε, να αφεθούν (ή να αφεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αφέσου – β΄ πληθυντικό: αφεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αφήνομαι, θα αφήνεσαι, θα αφήνεται, θα αφηνόμαστε, θα αφήνεστε, θα αφήνονται
Οριστική
θα αφεθώ, θα αφεθείς, θα αφεθεί, θα αφεθούμε, θα αφεθείτε, θα αφεθούν (ή θα αφεθούνε)
Οριστική
θα έχω αφεθεί, θα έχεις αφεθεί, θα έχει αφεθεί, θα έχουμε αφεθεί, θα έχετε αφεθεί, θα έχουν αφεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αφεθεί, έχεις αφεθεί, έχει αφεθεί, έχουμε αφεθεί, έχετε αφεθεί, έχουν(ε) αφεθεί
να έχω αφεθεί, να έχεις αφεθεί, να έχει αφεθεί, να έχουμε αφεθεί, να έχετε αφεθεί, να έχουν(ε) αφεθεί
Μετοχή
αφημένος, αφημένη, αφημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αφεθεί, είχες αφεθεί, είχε αφεθεί, είχαμε αφεθεί, είχατε αφεθεί, είχαν(ε) αφεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου