Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραλείπω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραλείπω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Galeria Trompiz 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραλείπω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παραλείπω, παραλείπεις, παραλείπει, παραλείπουμε, παραλείπετε, παραλείπουν (ή παραλείπουνε)
Υποτακτική
να παραλείπω, να παραλείπεις, να παραλείπει, να παραλείπουμε, να παραλείπετε, να παραλείπουν (ή να παραλείπουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράλειπε – β΄ πληθυντικό: παραλείπετε
Μετοχή
παραλείποντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παρέλειπα, παρέλειπες, παρέλειπε, παραλείπαμε, παραλείπατε, παρέλειπαν ή παραλείπανε
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
παρέλειψα, παρέλειψες, παρέλειψε, παραλείψαμε, παραλείψατε, παρέλειψαν ή παραλείψανε
Υποτακτική
να παραλείψω, να παραλείψεις, να παραλείψει, να παραλείψουμε, να παραλείψετε, να παραλείψουν (ή να παραλείψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράλειψε – β΄ πληθυντικό: παραλείψετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραλείπω, θα παραλείπεις, θα παραλείπει, θα παραλείπουμε, θα παραλείπετε, θα παραλείπουν (ή θα παραλείπουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραλείψω, θα παραλείψεις, θα παραλείψει, θα παραλείψουμε, θα παραλείψετε, θα παραλείψουν (ή θα παραλείψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραλείψει, θα έχεις παραλείψει, θα έχει παραλείψει, θα έχουμε παραλείψει, θα έχετε παραλείψει, θα έχουν παραλείψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραλείψει, έχεις παραλείψει, έχει παραλείψει, έχουμε παραλείψει, έχετε παραλείψει, έχουν(ε) παραλείψει
Υποτακτική
να έχω παραλείψει, να έχεις παραλείψει, να έχει παραλείψει, να έχουμε παραλείψει, να έχετε παραλείψει, να έχουν(ε) παραλείψει
Μετοχή
έχοντας παραλείψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραλείψει, είχες παραλείψει, είχε παραλείψει, είχαμε παραλείψει, είχατε παραλείψει, είχαν(ε) παραλείψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παραλείπομαι, παραλείπεσαι, παραλείπεται, παραλειπόμαστε, παραλείπεστε, παραλείπονται
Υποτακτική
να παραλείπομαι, να παραλείπεσαι, να παραλείπεται, να παραλειπόμαστε, να παραλείπεστε, να παραλείπονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παραλείπεστε
Μετοχή
παραλειπόμενος, παραλειπόμενη, παραλειπόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
παραλειπόμουν, παραλειπόσουν, παραλειπόταν, παραλειπόμαστε, παραλειπόσαστε, παραλείπονταν
(& παραλειπόμουνα, παραλειπόσουνα, παραλειπότανε, παραλειπόμασταν, παραλειπόσασταν, παραλειπόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
παραλείφθηκα, παραλείφθηκες, παραλείφθηκε, παραλειφθήκαμε, παραλειφθήκατε, παραλείφθηκαν (ή παραλειφθήκανε)
Υποτακτική
να παραλειφθώ, να παραλειφθείς, να παραλειφθεί, να παραλειφθούμε, να παραλειφθείτε, να παραλειφθούν (ή να παραλειφθούνε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραλείπομαι, θα παραλείπεσαι, θα παραλείπεται, θα παραλειπόμαστε, θα παραλείπεστε, θα παραλείπονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραλειφθώ, θα παραλειφθείς, θα παραλειφθεί, θα παραλειφθούμε, θα παραλειφθείτε, θα παραλειφθούν (ή θα παραλειφθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραλειφθεί, θα έχεις παραλειφθεί, θα έχει παραλειφθεί, θα έχουμε παραλειφθεί, θα έχετε παραλειφθεί, θα έχουν παραλειφθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραληφθεί, έχεις παραληφθεί, έχει παραληφθεί, έχουμε παραληφθεί, έχετε παραληφθεί, έχουν παραληφθεί
Υποτακτική
να έχω παραληφθεί, να έχεις παραληφθεί, να έχει παραληφθεί, να έχουμε παραληφθεί, να έχετε παραληφθεί, να έχουν παραληφθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραληφθεί, είχες παραληφθεί, είχε παραληφθεί, είχαμε παραληφθεί, είχατε παραληφθεί, είχαν(ε) παραληφθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...