Galeria Trompiz
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραλείπω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παραλείπω, παραλείπεις, παραλείπει, παραλείπουμε, παραλείπετε, παραλείπουν (ή παραλείπουνε)
να παραλείπω, να παραλείπεις, να παραλείπει, να παραλείπουμε, να παραλείπετε, να παραλείπουν (ή να παραλείπουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράλειπε – β΄ πληθυντικό: παραλείπετε
Μετοχή
παραλείποντας
Παρατατικός
Οριστική
παρέλειπα, παρέλειπες, παρέλειπε, παραλείπαμε, παραλείπατε, παρέλειπαν ή παραλείπανε
Αόριστος
Οριστική
παρέλειψα, παρέλειψες, παρέλειψε, παραλείψαμε, παραλείψατε, παρέλειψαν ή παραλείψανε
να παραλείψω, να παραλείψεις, να παραλείψει, να παραλείψουμε, να παραλείψετε, να παραλείψουν (ή να παραλείψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράλειψε – β΄ πληθυντικό: παραλείψετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραλείπω, θα παραλείπεις, θα παραλείπει, θα παραλείπουμε, θα παραλείπετε, θα παραλείπουν (ή θα παραλείπουνε)
Οριστική
θα παραλείψω, θα παραλείψεις, θα παραλείψει, θα παραλείψουμε, θα παραλείψετε, θα παραλείψουν (ή θα παραλείψουνε)
Οριστική
θα έχω παραλείψει, θα έχεις παραλείψει, θα έχει παραλείψει, θα έχουμε παραλείψει, θα έχετε παραλείψει, θα έχουν παραλείψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραλείψει, έχεις παραλείψει, έχει παραλείψει, έχουμε παραλείψει, έχετε παραλείψει, έχουν(ε) παραλείψει
να έχω παραλείψει, να έχεις παραλείψει, να έχει παραλείψει, να έχουμε παραλείψει, να έχετε παραλείψει, να έχουν(ε) παραλείψει
Μετοχή
έχοντας παραλείψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραλείψει, είχες παραλείψει, είχε παραλείψει, είχαμε παραλείψει, είχατε παραλείψει, είχαν(ε) παραλείψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παραλείπομαι, παραλείπεσαι, παραλείπεται, παραλειπόμαστε, παραλείπεστε, παραλείπονται
να παραλείπομαι, να παραλείπεσαι, να παραλείπεται, να παραλειπόμαστε, να παραλείπεστε, να παραλείπονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παραλείπεστε
Μετοχή
παραλειπόμενος, παραλειπόμενη, παραλειπόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παραλειπόμουν, παραλειπόσουν, παραλειπόταν, παραλειπόμαστε, παραλειπόσαστε, παραλείπονταν
Αόριστος
Οριστική
παραλείφθηκα, παραλείφθηκες, παραλείφθηκε, παραλειφθήκαμε, παραλειφθήκατε, παραλείφθηκαν (ή παραλειφθήκανε)
να παραλειφθώ, να παραλειφθείς, να παραλειφθεί, να παραλειφθούμε, να παραλειφθείτε, να παραλειφθούν (ή να παραλειφθούνε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραλείπομαι, θα παραλείπεσαι, θα παραλείπεται, θα παραλειπόμαστε, θα παραλείπεστε, θα παραλείπονται
Οριστική
θα παραλειφθώ, θα παραλειφθείς, θα παραλειφθεί, θα παραλειφθούμε, θα παραλειφθείτε, θα παραλειφθούν (ή θα παραλειφθούνε)
Οριστική
θα έχω παραλειφθεί, θα έχεις παραλειφθεί, θα έχει παραλειφθεί, θα έχουμε παραλειφθεί, θα έχετε παραλειφθεί, θα έχουν παραλειφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραληφθεί, έχεις παραληφθεί, έχει παραληφθεί, έχουμε παραληφθεί, έχετε παραληφθεί, έχουν παραληφθεί
να έχω παραληφθεί, να έχεις παραληφθεί, να έχει παραληφθεί, να έχουμε παραληφθεί, να έχετε παραληφθεί, να έχουν παραληφθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα παραληφθεί, είχες παραληφθεί, είχε παραληφθεί, είχαμε παραληφθεί, είχατε παραληφθεί, είχαν(ε) παραληφθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου