Janet Burdon
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στρώνω, στρώνεις, στρώνει, στρώνουμε, στρώνετε, στρώνουν (ή στρώνουνε)
να στρώνω, να στρώνεις, να στρώνει, να στρώνουμε, να στρώνετε, να στρώνουν (ή να στρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στρώνε – β΄ πληθυντικό: στρώνετε
Μετοχή
στρώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έστρωνα, έστρωνες, έστρωνε, στρώναμε, στρώνατε, έστρωναν ή στρώνανε
Αόριστος
Οριστική
έστρωσα, έστρωσες, έστρωσε, στρώσαμε, στρώσατε, έστρωσαν ή στρώσανε
να στρώσω, να στρώσεις, να στρώσει, να στρώσουμε, να στρώσετε, να στρώσουν (ή να στρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στρώσε – β΄ πληθυντικό: στρώστε (ή στρώσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στρώνω, θα στρώνεις, θα στρώνει, θα στρώνουμε, θα στρώνετε, θα στρώνουν (ή θα στρώνουνε)
Οριστική
θα στρώσω, θα στρώσεις, θα στρώσει, θα στρώσουμε, θα στρώσετε, θα στρώσουν (ή θα στρώσουνε)
Οριστική
θα έχω στρώσει, θα έχεις στρώσει, θα έχει στρώσει, θα έχουμε στρώσει, θα έχετε στρώσει, θα έχουν(ε) στρώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στρώσει, έχεις στρώσει, έχει στρώσει, έχουμε στρώσει, έχετε στρώσει, έχουν(ε) στρώσει
να έχω στρώσει, να έχεις στρώσει, να έχει στρώσει, να έχουμε στρώσει, να έχετε στρώσει, να έχουν(ε) στρώσει
Μετοχή
έχοντας στρώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στρώσει, είχες στρώσει, είχε στρώσει, είχαμε στρώσει, είχατε στρώσει, είχαν(ε) στρώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στρώνομαι, στρώνεσαι, στρώνεται, στρωνόμαστε, στρώνεστε, στρώνονται
να στρώνομαι, να στρώνεσαι, να στρώνεται, να στρωνόμαστε, να στρώνεστε, να στρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στρώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
στρωνόμουν, στρωνόσουν, στρωνόταν, στρωνόμαστε, στρωνόσαστε, στρώνονταν
Αόριστος
Οριστική
στρώθηκα, στρώθηκες, στρώθηκε, στρωθήκαμε, στρωθήκατε, στρώθηκαν (ή στρωθήκανε)
να στρωθώ, να στρωθείς, να στρωθεί, να στρωθούμε, να στρωθείτε, να στρωθούν (ή να στρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: στρώσου β΄ πληθυντικό: στρωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στρώνομαι, θα στρώνεσαι, θα στρώνεται, θα στρωνόμαστε, θα στρώνεστε, θα στρώνονται
Οριστική
θα στρωθώ, θα στρωθείς, θα στρωθεί, θα στρωθούμε, θα στρωθείτε, θα στρωθούν (ή θα στρωθούνε)
Οριστική
θα έχω στρωθεί, θα έχεις στρωθεί, θα έχει στρωθεί, θα έχουμε στρωθεί, θα έχετε στρωθεί, θα έχουν(ε) στρωθεί
Οριστική
έχω στρωθεί, έχεις στρωθεί, έχει στρωθεί, έχουμε στρωθεί, έχετε στρωθεί, έχουν(ε) στρωθεί
να έχω στρωθεί, να έχεις στρωθεί, να έχει στρωθεί, να έχουμε στρωθεί, να έχετε στρωθεί, να έχουν(ε) στρωθεί
Μετοχή
στρωμένος, στρωμένη, στρωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στρωθεί, είχες στρωθεί, είχε στρωθεί, είχαμε στρωθεί, είχατε στρωθεί, είχαν(ε) στρωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου