Ema Paraschiv
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναστέλλω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναστέλλω, αναστέλλεις, αναστέλλει, αναστέλλουμε, αναστέλλετε, αναστέλλουν (ή αναστέλλουνε)
Υποτακτική
να αναστέλλω, να αναστέλλεις, να αναστέλλει, να αναστέλλουμε, να αναστέλλετε, να αναστέλλουν (ή να αναστέλλουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστελλε – β΄ πληθυντικό: αναστέλλετε
Μετοχή
αναστέλλοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανέστελλα, ανέστελλες, ανέστελλε, αναστέλλαμε, αναστέλλατε, ανέστελλαν ή αναστέλλανε
Σημείωση: Η αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
ανέστειλα, ανέστειλες, ανέστειλε, αναστείλαμε, αναστείλατε, ανέστειλαν ή αναστείλανε
Υποτακτική
να αναστείλω, να αναστείλεις, να αναστείλει, να αναστείλουμε, να αναστείλετε, να αναστείλουν ή να αναστείλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστειλε – β΄ πληθυντικό: αναστείλετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστέλλω, θα αναστέλλεις, θα αναστέλλει, θα αναστέλλουμε, θα αναστέλλετε, θα αναστέλλουν ή θα αναστέλλουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστείλω, θα αναστείλεις, θα αναστείλει, θα αναστείλουμε, θα αναστείλετε, θα αναστείλουν ή θα αναστείλουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστείλει, θα έχεις αναστείλει, θα έχει αναστείλει, θα έχουμε αναστείλει, θα έχετε αναστείλει, θα έχουν αναστείλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστείλει, έχεις αναστείλει, έχει αναστείλει, έχουμε αναστείλει, έχετε αναστείλει, έχουν(ε) αναστείλει
Υποτακτική
να έχω αναστείλει, να έχεις αναστείλει, να έχει αναστείλει, να έχουμε αναστείλει, να έχετε αναστείλει, να έχουν(ε) αναστείλει
Μετοχή
έχοντας αναστείλει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστείλει, είχες αναστείλει, είχε αναστείλει, είχαμε αναστείλει, είχατε αναστείλει, είχαν(ε) αναστείλει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναστέλλομαι, αναστέλλεσαι, αναστέλλεται, αναστελλόμαστε, αναστέλλεστε, αναστέλλονται
Υποτακτική
να αναστέλλομαι, να αναστέλλεσαι, να αναστέλλεται, να αναστελλόμαστε, να αναστέλλεστε, να αναστέλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναστέλλεστε
Μετοχή
αναστελλόμενος, αναστελλόμενη, αναστελλόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναστελλόμουν, αναστελλόσουν, αναστελλόταν, αναστελλόμαστε, αναστελλόσαστε, αναστέλλονταν
(& αναστελλόμουνα, αναστελλόσουνα,
αναστελλότανε, αναστελλόμασταν, αναστελλόσασταν, αναστελλόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αναστάλθηκα, αναστάλθηκες, αναστάλθηκε, ανασταλθήκαμε, ανασταλθήκατε, αναστάλθηκαν ή ανασταλθήκανε
Υποτακτική
να ανασταλώ, να ανασταλείς, να ανασταλεί, να ανασταλούμε, να ανασταλείτε, να ανασταλούν ή να ανασταλούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανασταλείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστέλλομαι, θα αναστέλλεσαι, θα αναστέλλεται, θα αναστελλόμαστε, θα αναστέλλεστε, θα αναστέλλονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταλώ, θα ανασταλείς, θα ανασταλεί, θα ανασταλούμε, θα ανασταλείτε, θα ανασταλούν ή θα ανασταλούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανασταλεί, θα έχεις ανασταλεί, θα έχει ανασταλεί, θα έχουμε ανασταλεί, θα έχετε ανασταλεί, θα έχουν(ε) ανασταλεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανασταλεί, έχεις ανασταλεί, έχει ανασταλεί, έχουμε ανασταλεί, έχετε ανασταλεί, έχουν(ε) ανασταλεί
Υποτακτική
να έχω ανασταλεί, να έχεις ανασταλεί, να έχει ανασταλεί, να έχουμε ανασταλεί, να έχετε ανασταλεί, να έχουν(ε) ανασταλεί
Μετοχή
ανεσταλμένος, ανεσταλμένη, ανεσταλμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανασταλεί, είχες ανασταλεί, είχε ανασταλεί, είχαμε ανασταλεί, είχατε ανασταλεί, είχαν(ε) ανασταλεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναστέλλω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναστέλλω, αναστέλλεις, αναστέλλει, αναστέλλουμε, αναστέλλετε, αναστέλλουν (ή αναστέλλουνε)
να αναστέλλω, να αναστέλλεις, να αναστέλλει, να αναστέλλουμε, να αναστέλλετε, να αναστέλλουν (ή να αναστέλλουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστελλε – β΄ πληθυντικό: αναστέλλετε
Μετοχή
αναστέλλοντας
Παρατατικός
Οριστική
ανέστελλα, ανέστελλες, ανέστελλε, αναστέλλαμε, αναστέλλατε, ανέστελλαν ή αναστέλλανε
Αόριστος
Οριστική
ανέστειλα, ανέστειλες, ανέστειλε, αναστείλαμε, αναστείλατε, ανέστειλαν ή αναστείλανε
να αναστείλω, να αναστείλεις, να αναστείλει, να αναστείλουμε, να αναστείλετε, να αναστείλουν ή να αναστείλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστειλε – β΄ πληθυντικό: αναστείλετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστέλλω, θα αναστέλλεις, θα αναστέλλει, θα αναστέλλουμε, θα αναστέλλετε, θα αναστέλλουν ή θα αναστέλλουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστείλω, θα αναστείλεις, θα αναστείλει, θα αναστείλουμε, θα αναστείλετε, θα αναστείλουν ή θα αναστείλουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστείλει, θα έχεις αναστείλει, θα έχει αναστείλει, θα έχουμε αναστείλει, θα έχετε αναστείλει, θα έχουν αναστείλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστείλει, έχεις αναστείλει, έχει αναστείλει, έχουμε αναστείλει, έχετε αναστείλει, έχουν(ε) αναστείλει
να έχω αναστείλει, να έχεις αναστείλει, να έχει αναστείλει, να έχουμε αναστείλει, να έχετε αναστείλει, να έχουν(ε) αναστείλει
Μετοχή
έχοντας αναστείλει
Οριστική
είχα αναστείλει, είχες αναστείλει, είχε αναστείλει, είχαμε αναστείλει, είχατε αναστείλει, είχαν(ε) αναστείλει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναστέλλομαι, αναστέλλεσαι, αναστέλλεται, αναστελλόμαστε, αναστέλλεστε, αναστέλλονται
να αναστέλλομαι, να αναστέλλεσαι, να αναστέλλεται, να αναστελλόμαστε, να αναστέλλεστε, να αναστέλλονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναστέλλεστε
Μετοχή
αναστελλόμενος, αναστελλόμενη, αναστελλόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναστελλόμουν, αναστελλόσουν, αναστελλόταν, αναστελλόμαστε, αναστελλόσαστε, αναστέλλονταν
Αόριστος
Οριστική
αναστάλθηκα, αναστάλθηκες, αναστάλθηκε, ανασταλθήκαμε, ανασταλθήκατε, αναστάλθηκαν ή ανασταλθήκανε
να ανασταλώ, να ανασταλείς, να ανασταλεί, να ανασταλούμε, να ανασταλείτε, να ανασταλούν ή να ανασταλούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανασταλείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστέλλομαι, θα αναστέλλεσαι, θα αναστέλλεται, θα αναστελλόμαστε, θα αναστέλλεστε, θα αναστέλλονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταλώ, θα ανασταλείς, θα ανασταλεί, θα ανασταλούμε, θα ανασταλείτε, θα ανασταλούν ή θα ανασταλούνε
Οριστική
θα έχω ανασταλεί, θα έχεις ανασταλεί, θα έχει ανασταλεί, θα έχουμε ανασταλεί, θα έχετε ανασταλεί, θα έχουν(ε) ανασταλεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανασταλεί, έχεις ανασταλεί, έχει ανασταλεί, έχουμε ανασταλεί, έχετε ανασταλεί, έχουν(ε) ανασταλεί
να έχω ανασταλεί, να έχεις ανασταλεί, να έχει ανασταλεί, να έχουμε ανασταλεί, να έχετε ανασταλεί, να έχουν(ε) ανασταλεί
Μετοχή
ανεσταλμένος, ανεσταλμένη, ανεσταλμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανασταλεί, είχες ανασταλεί, είχε ανασταλεί, είχαμε ανασταλεί, είχατε ανασταλεί, είχαν(ε) ανασταλεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου