Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρέχω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρέχω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Reid Callaway
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρέχω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρέχω, παρέχεις, παρέχει, παρέχουμε, παρέχετε, παρέχουν (ή παρέχουνε) 
Υποτακτική
να παρέχω, να παρέχεις, να παρέχει, να παρέχουμε, να παρέχετε, να παρέχουν (ή να παρέχουνε) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρέχετε
Μετοχή
παρέχοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παρείχα, παρείχες, παρείχε, παρείχαμε, παρείχατε, παρείχαν ή παρείχανε
 
Αόριστος
Οριστική
παρείχα, παρείχες, παρείχε, παρείχαμε, παρείχατε, παρείχαν ή παρείχανε
(& παρέσχον, παρέσχες, παρέσχε, παρέσχομεν, παρέσχετε, παρέσχον)
Υποτακτική
να παράσχω, να παράσχεις, να παράσχει, να παράσχουμε, να παράσχετε, να παράσχουν (ή να παράσχουνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παράσχετε       
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρέχω, θα παρέχεις, θα παρέχει, θα παρέχουμε, θα παρέχετε, θα παρέχουν (ή θα παρέχουνε) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παράσχω, θα παράσχεις, θα παράσχει, θα παράσχουμε, θα παράσχετε, θα παράσχουν (ή θα παράσχουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παράσχει, θα έχεις παράσχει, θα έχει παράσχει, θα έχουμε παράσχει, θα έχετε παράσχει, θα έχουν(ε) παράσχει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παράσχει, έχεις παράσχει, έχει παράσχει, έχουμε παράσχει, έχετε παράσχει, έχουν(ε) παράσχει
Υποτακτική
να έχω παράσχει, να έχεις παράσχει, να έχει παράσχει, να έχουμε παράσχει, να έχετε παράσχει, να έχουν(ε) παράσχει
Μετοχή
έχοντας παράσχει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παράσχει, είχες παράσχει, είχε παράσχει, είχαμε παράσχει, είχατε παράσχει, είχαν/είχανε παράσχει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρέχομαι, παρέχεσαι, παρέχεται, παρεχόμαστε, παρέχεστε, παρέχονται
Υποτακτική
να παρέχομαι, να παρέχεσαι, να παρέχεται, να παρεχόμαστε, να παρέχεστε, να παρέχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρέχεστε
Μετοχή
παρεχόμενος, παρεχόμενη, παρεχόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
παρεχόμουν, παρεχόσουν, παρεχόταν, παρεχόμαστε, παρεχόσαστε, παρέχονταν
(& παρεχόμουνα, παρεχόσουνα, παρεχότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
παρασχέθηκα, παρασχέθηκες, παρασχέθηκε, παρασχεθήκαμε, παρασχεθήκατε, παρασχέθηκαν (ή παρασχεθήκανε)
Υποτακτική
να παρασχεθώ, να παρασχεθείς, να παρασχεθεί, να παρασχεθούμε, να παρασχεθείτε, να παρασχεθούν (ή να παρασχεθούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παρασχεθείτε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρέχομαι, θα παρέχεσαι, θα παρέχεται, θα παρεχόμαστε, θα παρέχεστε, θα παρέχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρασχεθώ, θα παρασχεθείς, θα παρασχεθεί, θα παρασχεθούμε, θα παρασχεθείτε, θα παρασχεθούν (ή θα παρασχεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρασχεθεί, θα έχεις παρασχεθεί, θα έχει παρασχεθεί, θα έχουμε παρασχεθεί, θα έχετε παρασχεθεί, θα έχουν παρασχεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρασχεθεί, έχεις παρασχεθεί, έχει παρασχεθεί, έχουμε παρασχεθεί, έχετε παρασχεθεί, έχουν παρασχεθεί
Υποτακτική
να έχω παρασχεθεί, να έχεις παρασχεθεί, να έχει παρασχεθεί, να έχουμε παρασχεθεί, να έχετε παρασχεθεί, να έχουν παρασχεθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρασχεθεί, είχες παρασχεθεί, είχε παρασχεθεί, είχαμε παρασχεθεί, είχατε παρασχεθεί, είχαν(ε) παρασχεθεί
 
Σημείωση:
παρέσχον – παράσχεσα. Ο αόριστος του ρήματος παρέχω σχηματίζεται με δύο τρόπους: με τη λόγια μορφή παρέσχον και με την προσαρμοσμένη στα νεότερα δεδομένα μορφή παράσχεσα.
Το παρέσχον ακολουθεί την κλίση της λόγιας γλώσσας:
παρέσχον, παρέσχες, παρέσχε, παρέσχομεν, παρέσχετε, παρέσχον
π.χ. Η τράπεζα παρέσχε πλήρη υποστήριξη στο φιλανθρωπικό έργο του συλλόγου.
Πολλές χώρες παρέσχον οικονομική και διπλωματική βοήθεια στο νεοσύστατο κράτος.
Οι δυσκολίες που γεννά η χρήση του λόγιου τύπου παρέσχον έχουν οδηγήσει μερικούς ομιλητές να χρησιμοποιούν τον παρατατικό παρείχα και ως αόριστο ή να καταφεύγουν στον τύπο παράσχεσα, σχηματίζοντάς τον από τον ανύπαρκτο ενεστωτικό τύπο *παράσχω (αντί του κανονικού παρέχω).
Οι συνοπτικοί τύποι του μέλλοντα και του αόριστου σχηματίζονται ως εξής: θα παράσχω, να παράσχω. Οι περιφραστικοί χρόνοι σχηματίζονται με το παράσχει: έχω / είχα / θα έχω παράσχει.
Η παθητική μετοχή αορίστου του παρέχω είναι παρασχεθείς, παρασχεθείσα, παρασχεθέν π.χ. οι παρασχεθείσες πρώτες βοήθειες, και η μετοχή του παθητικού παρακειμένου είναι παρεσχημένος, π.χ. οι παρεσχημένες εγγυήσεις (= οι εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...