Melanie Viola
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνω, κλείνεις, κλείνει, κλείνουμε, κλείνετε, κλείνουν (ή κλείνουνε)
Υποτακτική
να κλείνω, να κλείνεις, να κλείνει, να κλείνουμε, να κλείνετε, να κλείνουν (ή να κλείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείνε – β΄ πληθυντικό: κλείνετε
Μετοχή
κλείνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έκλεινα, έκλεινες, έκλεινε, κλείναμε, κλείνατε, έκλειναν ή κλείνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
έκλεισα, έκλεισες, έκλεισε, κλείσαμε, κλείσατε, έκλεισαν ή κλείσανε
Υποτακτική
να κλείσω, να κλείσεις, να κλείσει, να κλείσουμε, να κλείσετε, να κλείσουν (ή να κλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείσε – β΄ πληθυντικό: κλείστε (ή κλείσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνω, θα κλείνεις, θα κλείνει, θα κλείνουμε, θα κλείνετε, θα κλείνουν (ή θα κλείνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείσω, θα κλείσεις, θα κλείσει, θα κλείσουμε, θα κλείσετε, θα κλείσουν (ή θα κλείσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλείσει, θα έχεις κλείσει, θα έχει κλείσει, θα έχουμε κλείσει, θα έχετε κλείσει, θα έχουν(ε) κλείσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλείσει, έχεις κλείσει, έχει κλείσει, έχουμε κλείσει, έχετε κλείσει, έχουν(ε) κλείσει
Υποτακτική
να έχω κλείσει, να έχεις κλείσει, να έχει κλείσει, να έχουμε κλείσει, να έχετε κλείσει, να έχουν(ε) κλείσει
Μετοχή
έχοντας κλείσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλείσει, είχες κλείσει, είχε κλείσει, είχαμε κλείσει, είχατε κλείσει, είχαν(ε) κλείσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνομαι, κλείνεσαι, κλείνεται, κλεινόμαστε, κλείνεστε, κλείνονται
Υποτακτική
να κλείνομαι, να κλείνεσαι, να κλείνεται, να κλεινόμαστε, να κλείνεστε, να κλείνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κλείνεστε
Μετοχή
(κλεινόμενος, κλεινόμενη, κλεινόμενο)
Παρατατικός
Οριστική
κλεινόμουν, κλεινόσουν, κλεινόταν, κλεινόμαστε, κλεινόσαστε, κλείνονταν
(& κλεινόμουνα, κλεινόσουνα, κλεινότανε,
κλεινόμασταν, κλεινόσασταν, κλεινόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
κλείστηκα, κλείστηκες, κλείστηκε, κλειστήκαμε, κλειστήκατε, κλείστηκαν (ή κλειστήκανε)
Υποτακτική
να κλειστώ, να κλειστείς, να κλειστεί, να κλειστούμε, να κλειστείτε, να κλειστούν (ή να κλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κλείσου β΄ πληθυντικό: κλειστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνομαι, θα κλείνεσαι, θα κλείνεται, θα κλεινόμαστε, θα κλείνεστε, θα κλείνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλειστώ, θα κλειστείς, θα κλειστεί, θα κλειστούμε, θα κλειστείτε, θα κλειστούν (ή θα κλειστούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλειστεί, θα έχεις κλειστεί, θα έχει κλειστεί, θα έχουμε κλειστεί, θα έχετε κλειστεί, θα έχουν(ε) κλειστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλειστεί, έχεις κλειστεί, έχει κλειστεί, έχουμε κλειστεί, έχετε κλειστεί, έχουν(ε) κλειστεί
Υποτακτική
να έχω κλειστεί, να έχεις κλειστεί, να έχει κλειστεί, να έχουμε κλειστεί, να έχετε κλειστεί, να έχουν(ε) κλειστεί
Μετοχή
κλεισμένος, κλεισμένη, κλεισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλειστεί, είχες κλειστεί, είχε κλειστεί, είχαμε κλειστεί, είχατε κλειστεί, είχαν(ε) κλειστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνω, κλείνεις, κλείνει, κλείνουμε, κλείνετε, κλείνουν (ή κλείνουνε)
να κλείνω, να κλείνεις, να κλείνει, να κλείνουμε, να κλείνετε, να κλείνουν (ή να κλείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείνε – β΄ πληθυντικό: κλείνετε
Μετοχή
κλείνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έκλεινα, έκλεινες, έκλεινε, κλείναμε, κλείνατε, έκλειναν ή κλείνανε
Αόριστος
Οριστική
έκλεισα, έκλεισες, έκλεισε, κλείσαμε, κλείσατε, έκλεισαν ή κλείσανε
να κλείσω, να κλείσεις, να κλείσει, να κλείσουμε, να κλείσετε, να κλείσουν (ή να κλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείσε – β΄ πληθυντικό: κλείστε (ή κλείσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνω, θα κλείνεις, θα κλείνει, θα κλείνουμε, θα κλείνετε, θα κλείνουν (ή θα κλείνουνε)
Οριστική
θα κλείσω, θα κλείσεις, θα κλείσει, θα κλείσουμε, θα κλείσετε, θα κλείσουν (ή θα κλείσουνε)
Οριστική
θα έχω κλείσει, θα έχεις κλείσει, θα έχει κλείσει, θα έχουμε κλείσει, θα έχετε κλείσει, θα έχουν(ε) κλείσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλείσει, έχεις κλείσει, έχει κλείσει, έχουμε κλείσει, έχετε κλείσει, έχουν(ε) κλείσει
να έχω κλείσει, να έχεις κλείσει, να έχει κλείσει, να έχουμε κλείσει, να έχετε κλείσει, να έχουν(ε) κλείσει
Μετοχή
έχοντας κλείσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλείσει, είχες κλείσει, είχε κλείσει, είχαμε κλείσει, είχατε κλείσει, είχαν(ε) κλείσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνομαι, κλείνεσαι, κλείνεται, κλεινόμαστε, κλείνεστε, κλείνονται
να κλείνομαι, να κλείνεσαι, να κλείνεται, να κλεινόμαστε, να κλείνεστε, να κλείνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κλείνεστε
Μετοχή
(κλεινόμενος, κλεινόμενη, κλεινόμενο)
Παρατατικός
Οριστική
κλεινόμουν, κλεινόσουν, κλεινόταν, κλεινόμαστε, κλεινόσαστε, κλείνονταν
Αόριστος
Οριστική
κλείστηκα, κλείστηκες, κλείστηκε, κλειστήκαμε, κλειστήκατε, κλείστηκαν (ή κλειστήκανε)
να κλειστώ, να κλειστείς, να κλειστεί, να κλειστούμε, να κλειστείτε, να κλειστούν (ή να κλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κλείσου β΄ πληθυντικό: κλειστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνομαι, θα κλείνεσαι, θα κλείνεται, θα κλεινόμαστε, θα κλείνεστε, θα κλείνονται
Οριστική
θα κλειστώ, θα κλειστείς, θα κλειστεί, θα κλειστούμε, θα κλειστείτε, θα κλειστούν (ή θα κλειστούνε)
Οριστική
θα έχω κλειστεί, θα έχεις κλειστεί, θα έχει κλειστεί, θα έχουμε κλειστεί, θα έχετε κλειστεί, θα έχουν(ε) κλειστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλειστεί, έχεις κλειστεί, έχει κλειστεί, έχουμε κλειστεί, έχετε κλειστεί, έχουν(ε) κλειστεί
να έχω κλειστεί, να έχεις κλειστεί, να έχει κλειστεί, να έχουμε κλειστεί, να έχετε κλειστεί, να έχουν(ε) κλειστεί
Μετοχή
κλεισμένος, κλεισμένη, κλεισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλειστεί, είχες κλειστεί, είχε κλειστεί, είχαμε κλειστεί, είχατε κλειστεί, είχαν(ε) κλειστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου