Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διανέμω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διανέμω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Science Photo Library
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διανέμω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διανέμω, διανέμεις, διανέμει, διανέμουμε, διανέμετε, διανέμουν (ή διανέμουνε)
Υποτακτική
να διανέμω, να διανέμεις, να διανέμει, να διανέμουμε, να διανέμετε, να διανέμουν (ή να διανέμουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάνεμε – β΄ πληθυντικό: διανέμετε
Μετοχή
διανέμοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διένεμα, διένεμες, διένεμε, διανέμαμε, διανέματε, διένεμαν ή διανέμανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
διένειμα, διένειμες, διένειμε, διανείμαμε, διανείματε, διένειμαν ή διανείμανε
Υποτακτική
να διανείμω, να διανείμεις, να διανείμει, να διανείμουμε, να διανείμετε, να διανείμουν (ή να διανείμουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάνειμε – β΄ πληθυντικό: διανείμετε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανέμω, θα διανέμεις, θα διανέμει, θα διανέμουμε, θα διανέμετε, θα διανέμουν (ή θα διανέμουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανείμω, θα διανείμεις, θα διανείμει, θα διανείμουμε, θα διανείμετε, θα διανείμουν (ή θα διανείμουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διανείμει, θα έχεις διανείμει, θα έχει διανείμει, θα έχουμε διανείμει, θα έχετε διανείμει, θα έχουν(ε) διανείμει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διανείμει, έχεις διανείμει, έχει διανείμει, έχουμε διανείμει, έχετε διανείμει, έχουν(ε) διανείμει
Υποτακτική
να έχω διανείμει, να έχεις διανείμει, να έχει διανείμει, να έχουμε διανείμει, να έχετε διανείμει, να έχουν(ε) διανείμει
Μετοχή
έχοντας διανείμει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διανείμει, είχες διανείμει, είχε διανείμει, είχαμε διανείμει, είχατε διανείμει, είχαν(ε) διανείμει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διανέμομαι, διανέμεσαι, διανέμεται, διανεμόμαστε, διανέμεστε, διανέμονται
Υποτακτική
να διανέμομαι, να διανέμεσαι, να διανέμεται, να διανεμόμαστε, να διανέμεστε, να διανέμονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διανέμεστε
Μετοχή
διανεμόμενος, διανεμόμενη, διανεμόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διανεμόμουν, διανεμόσουν, διανεμόταν, διανεμόμαστε, διανεμόσαστε, διανέμονταν
(& διανεμόμουνα, διανεμόσουνα, διανεμότανε, διανεμόμασταν, διανεμόσασταν, διανεμόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διανεμήθηκα, διανεμήθηκες, διανεμήθηκε, διανεμηθήκαμε, διανεμηθήκατε, διανεμήθηκαν (ή διανεμηθήκανε)
Υποτακτική
να διανεμηθώ, να διανεμηθείς, να διανεμηθεί, να διανεμηθούμε, να διανεμηθείτε, να διανεμηθούν (ή να διανεμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διανεμήσου β΄ πληθυντικό: διανεμηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανέμομαι, θα διανέμεσαι, θα διανέμεται, θα διανεμόμαστε, θα διανέμεστε, θα διανέμονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διανεμηθώ, θα διανεμηθείς, θα διανεμηθεί, θα διανεμηθούμε, θα διανεμηθείτε, θα διανεμηθούν (ή θα διανεμηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διανεμηθεί, θα έχεις διανεμηθεί, θα έχει διανεμηθεί, θα έχουμε διανεμηθεί, θα έχετε διανεμηθεί, θα έχουν(ε) διανεμηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διανεμηθεί, έχεις διανεμηθεί, έχει διανεμηθεί, έχουμε διανεμηθεί, έχετε διανεμηθεί, έχουν(ε) διανεμηθεί
Υποτακτική
να έχω διανεμηθεί, να έχεις διανεμηθεί, να έχει διανεμηθεί, να έχουμε διανεμηθεί, να έχετε διανεμηθεί, να έχουν(ε) διανεμηθεί
Μετοχή
διανεμημένος, διανεμημένη, διανεμημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διανεμηθεί, είχες διανεμηθεί, είχε διανεμηθεί, είχαμε διανεμηθεί, είχατε διανεμηθεί, είχαν(ε) διανεμηθεί
 
Σημείωση: διανέμω – κατανέμω. Τα δύο ομόρριζα ρήματα, σύνθετα του αρχαιοελληνικού νέμω, συγκλίνουν στη γενική σημασία «μοιράζω (κάτι) σε μέρη ή μερίδια», αλλά παρουσιάζουν σημαντική διαφορά στη χρήση. Δύο βασικοί παράγοντες περιλαμβάνονται στην εν λόγω διαφορά: πρώτον, η αναφορά σε σύνολο (ομοιογενές ή ενιαίο) ή σε χωριστά μέρη και, δεύτερον, η δήλωση προηγούμενης ταξινόμησης και υποδιαίρεσης του συνόλου ή απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε τέτοια ενέργεια.
Συγκεκριμένα, το ρήμα διανέμω (ουσιαστικό: διανομή) αφορά περισσότερο σε χωριστά μέρη ενός συνόλου και δεν εστιάζει σε τυχόν προηγούμενη ταξινόμησή του, ενώ το κατανέμω (ουσιαστικό: κατανομή) αναφέρεται στην ύλη του ως σύνολο και προϋποθέτει προηγούμενη ταξινόμηση και υποδιαίρεση. Η διαφορά τους φαίνεται ευθύς αμέσως αν χρησιμοποιηθούν με το ίδιο αντικείμενο, όπως φαίνεται στα ακόλουθα παραδείγματα:
-        διανέμω τρόφιμα «προσφέρω τρόφιμα στους δικαιούχους»
-        κατανέμω τρόφιμα «μοιράζω και ταξινομώ τα τρόφιμα»
-        διανέμω επιστολές «παραδίδω τις επιστολές (στους παραλήπτες)»
-        κατανέμω επιστολές «μοιράζω και ταξινομώ τις επιστολές»
-        διανομή εκπαιδευτικού υλικού (σημαίνει ότι όλοι οι αποδέκτες έλαβαν το υλικό, π.χ. βιβλίο, λογισμικό κ.ά.)
-        κατανομή εκπαιδευτικού υλικού (σημαίνει ότι το υλικό ταξινομήθηκε και χωρίστηκε σε τμήματα)
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, όταν προϋποτίθεται ταξινόμηση και κατόπιν απόδοση (χωρίς αυτή να είναι απαραίτητη), κατάλληλο είναι μόνο το ρήμα κατανέμω και το ουσιαστικό κατανομή (π.χ. κατανομή της ύλης σε κεφάλαια [όχι: διανομή της ύλης] – κατανομή των βουλευτικών εδρών στα κόμματα [όχι: διανομή των εδρών] – κατανομή αρμοδιοτήτων στους συνεργάτες [όχι: διανομή αρμοδιοτήτων]), ενώ όπου δίνεται έμφαση μόνο στην πράξη του μοιράσματος και της απόδοσης, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα αν προηγήθηκε ταξινόμηση και επιμερισμός με ειδικά κριτήρια, τότε είναι κατάλληλο το ρήμα διανέμω και το ουσιαστικό διανομή (π.χ. Ομάδα παραγωγών διένειμε δωρεάν πατάτες σε απόρους [όχι: κατένειμε δωρεάν πατάτες] – Δέκα τόνοι αλεύρι διανεμήθηκαν δωρεάν σε ευπαθείς ομάδες [όχι: κατανεμήθηκαν σε ευπαθείς ομάδες] – Το φυλλάδιο της μητρόπολης διανεμήθηκε την Κυριακή στους ναούς [όχι: κατανεμήθηκε στους ναούς]).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...