Sandra Cunningham
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φοράω / φορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φοράω & φορώ, φοράς, φοράει & φορά, φοράμε & φορούμε, φοράτε, φοράνε (ή φοράν) & φορούν (ή φορούνε)
Υποτακτική
να φοράω & να φορώ, να φοράς, να φοράει & να φορά, να φοράμε & να φορούμε, να φοράτε, να φοράνε (ή να φοράν) & να φορούν (ή να φορούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φόρα / φόραγε – β΄ πληθυντικό: φοράτε
Μετοχή
φορώντας
Παρατατικός
Οριστική
φορούσα, φορούσες, φορούσε, φορούσαμε, φορούσατε, φορούσαν (ή φορούσανε)
& φόραγα, φόραγες, φόραγε, φοράγαμε,
φοράγατε, φόραγαν (ή φοράγανε)
Αόριστος
Οριστική
φόρεσα, φόρεσες, φόρεσε, φορέσαμε, φορέσατε, φόρεσαν (ή φορέσανε)
Υποτακτική
να φορέσω, να φορέσεις, να φορέσει, να φορέσουμε, να φορέσετε, να φορέσουν (ή να φορέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φόρεσε – β΄ πληθυντικό: φορέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοράω, θα φοράς, θα φοράει, θα φοράμε, θα φοράτε, θα φοράνε (ή θα φοράν)
& θα φορώ, θα φοράς, θα
φορά, θα φορούμε, θα φοράτε, θα φορούν (ή θα φορούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φορέσω, θα φορέσεις, θα φορέσει, θα φορέσουμε, θα φορέσετε, θα φορέσουν (ή θα φορέσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φορέσει, θα έχεις φορέσει, θα έχει φορέσει, θα έχουμε φορέσει, θα έχετε φορέσει, θα έχουν φορέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φορέσει, έχεις φορέσει, έχει φορέσει, έχουμε φορέσει, έχετε φορέσει, έχουν φορέσει
Υποτακτική
να έχω φορέσει, να έχεις φορέσει, να έχει φορέσει, να έχουμε φορέσει, να έχετε φορέσει, να έχουν φορέσει
Μετοχή
έχοντας φορέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φορέσει, είχες φορέσει, είχε φορέσει, είχαμε φορέσει, είχατε φορέσει, είχαν/είχανε φορέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φοριέμαι, φοριέσαι, φοριέται, φοριόμαστε, φοριέστε, φοριούνται
Υποτακτική
να φοριέμαι, να φοριέσαι, να φοριέται, να φοριόμαστε, να φοριέστε, να φοριούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φοριέστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
φοριόμουν, φοριόσουν, φοριόταν, φοριόμαστε, φοριόσαστε, φοριόνταν ή φοριούνταν
(& φοριόμουνα, φοριόσουνα, φοριότανε,
φοριόμασταν, φοριόσασταν, φοριόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
φορέθηκα, φορέθηκες, φορέθηκε, φορεθήκαμε, φορεθήκατε, φορέθηκαν (ή φορεθήκανε)
Υποτακτική
να φορεθώ, να φορεθείς, να φορεθεί, να φορεθούμε, να φορεθείτε, να φορεθούν (ή να φορεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: φορέσου β΄ πληθυντικό: φορεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοριέμαι, θα φοριέσαι, θα φοριέται, θα φοριόμαστε, θα φοριέστε, θα φοριούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φορεθώ, θα φορεθείς, θα φορεθεί, θα φορεθούμε, θα φορεθείτε, θα φορεθούν (ή θα φορεθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φορεθεί, θα έχεις φορεθεί, θα έχει φορεθεί, θα έχουμε φορεθεί, θα έχετε φορεθεί, θα έχουν φορεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φορεθεί, έχεις φορεθεί, έχει φορεθεί, έχουμε φορεθεί, έχετε φορεθεί, έχουν φορεθεί
Υποτακτική
να έχω φορεθεί, να έχεις φορεθεί, να έχει φορεθεί, να έχουμε φορεθεί, να έχετε φορεθεί, να έχουν φορεθεί
Μετοχή
φορεμένος, φορεμένη, φορεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φορεθεί, είχες φορεθεί, είχε φορεθεί, είχαμε φορεθεί, είχατε φορεθεί, είχαν(ε) φορεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φοράω / φορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φοράω & φορώ, φοράς, φοράει & φορά, φοράμε & φορούμε, φοράτε, φοράνε (ή φοράν) & φορούν (ή φορούνε)
να φοράω & να φορώ, να φοράς, να φοράει & να φορά, να φοράμε & να φορούμε, να φοράτε, να φοράνε (ή να φοράν) & να φορούν (ή να φορούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φόρα / φόραγε – β΄ πληθυντικό: φοράτε
Μετοχή
φορώντας
Παρατατικός
Οριστική
φορούσα, φορούσες, φορούσε, φορούσαμε, φορούσατε, φορούσαν (ή φορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
φόρεσα, φόρεσες, φόρεσε, φορέσαμε, φορέσατε, φόρεσαν (ή φορέσανε)
να φορέσω, να φορέσεις, να φορέσει, να φορέσουμε, να φορέσετε, να φορέσουν (ή να φορέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φόρεσε – β΄ πληθυντικό: φορέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοράω, θα φοράς, θα φοράει, θα φοράμε, θα φοράτε, θα φοράνε (ή θα φοράν)
Οριστική
θα φορέσω, θα φορέσεις, θα φορέσει, θα φορέσουμε, θα φορέσετε, θα φορέσουν (ή θα φορέσουνε)
Οριστική
θα έχω φορέσει, θα έχεις φορέσει, θα έχει φορέσει, θα έχουμε φορέσει, θα έχετε φορέσει, θα έχουν φορέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φορέσει, έχεις φορέσει, έχει φορέσει, έχουμε φορέσει, έχετε φορέσει, έχουν φορέσει
να έχω φορέσει, να έχεις φορέσει, να έχει φορέσει, να έχουμε φορέσει, να έχετε φορέσει, να έχουν φορέσει
Μετοχή
έχοντας φορέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φορέσει, είχες φορέσει, είχε φορέσει, είχαμε φορέσει, είχατε φορέσει, είχαν/είχανε φορέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φοριέμαι, φοριέσαι, φοριέται, φοριόμαστε, φοριέστε, φοριούνται
να φοριέμαι, να φοριέσαι, να φοριέται, να φοριόμαστε, να φοριέστε, να φοριούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φοριέστε
Μετοχή
---
Οριστική
φοριόμουν, φοριόσουν, φοριόταν, φοριόμαστε, φοριόσαστε, φοριόνταν ή φοριούνταν
Αόριστος
Οριστική
φορέθηκα, φορέθηκες, φορέθηκε, φορεθήκαμε, φορεθήκατε, φορέθηκαν (ή φορεθήκανε)
να φορεθώ, να φορεθείς, να φορεθεί, να φορεθούμε, να φορεθείτε, να φορεθούν (ή να φορεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: φορέσου β΄ πληθυντικό: φορεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φοριέμαι, θα φοριέσαι, θα φοριέται, θα φοριόμαστε, θα φοριέστε, θα φοριούνται
Οριστική
θα φορεθώ, θα φορεθείς, θα φορεθεί, θα φορεθούμε, θα φορεθείτε, θα φορεθούν (ή θα φορεθούνε)
Οριστική
θα έχω φορεθεί, θα έχεις φορεθεί, θα έχει φορεθεί, θα έχουμε φορεθεί, θα έχετε φορεθεί, θα έχουν φορεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φορεθεί, έχεις φορεθεί, έχει φορεθεί, έχουμε φορεθεί, έχετε φορεθεί, έχουν φορεθεί
να έχω φορεθεί, να έχεις φορεθεί, να έχει φορεθεί, να έχουμε φορεθεί, να έχετε φορεθεί, να έχουν φορεθεί
Μετοχή
φορεμένος, φορεμένη, φορεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φορεθεί, είχες φορεθεί, είχε φορεθεί, είχαμε φορεθεί, είχατε φορεθεί, είχαν(ε) φορεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου