Αleksandrova Κarina
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τρώω, τρως, τρώει, τρώμε, τρώτε, τρων (ή τρώνε)
να τρώω, να τρως, να τρώει, να τρώμε, να τρώτε, να τρων (ή να τρώνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: τρώγε – β΄ πληθυντικό: τρώτε (ή τρώγετε)
Μετοχή
τρώγοντας
Παρατατικός
Οριστική
έτρωγα, έτρωγες, έτρωγε, τρώγαμε, τρώγατε, έτρωγαν (ή τρώγανε)
Αόριστος
Οριστική
έφαγα, έφαγες, έφαγε, φάγαμε, φάγατε, έφαγαν (ή φάγανε)
να φάω, να φας, να φάει, να φάμε, να φάτε, να φαν (ή να φάνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φάε – β΄ πληθυντικό: φάτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τρώω, θα τρως, θα τρώει, θα τρώμε, θα τρώτε, θα τρων (ή θα τρώνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φάω, θα φας, θα φάει, θα φάμε, θα φάτε, θα φαν (ή θα φάνε)
Οριστική
θα έχω φάει, θα έχεις φάει, θα έχει φάει, θα έχουμε φάει, θα έχετε φάει, θα έχουν φάει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φάει, έχεις φάει, έχει φάει, έχουμε φάει, έχετε φάει, έχουν φάει
να έχω φάει, να έχεις φάει, να έχει φάει, να έχουμε φάει, να έχετε φάει, να έχουν φάει
Οριστική
είχα φάει, είχες φάει, είχε φάει, είχαμε φάει, είχατε φάει, είχαν(ε) φάει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τρώγομαι, τρώγεσαι, τρώγεται, τρωγόμαστε, τρώγεστε, τρώγονται
να τρώγομαι, να τρώγεσαι, να τρώγεται, να τρωγόμαστε, να τρώγεστε, να τρώγονται
Οριστική
τρωγόμουν, τρωγόσουν, τρωγόταν, τρωγόμαστε, τρωγόσαστε, τρώγονταν
Αόριστος
Οριστική
φαγώθηκα, φαγώθηκες, φαγώθηκε, φαγωθήκαμε, φαγωθήκατε, φαγώθηκαν (ή φαγωθήκανε)
να φαγωθώ, να φαγωθείς, να φαγωθεί, να φαγωθούμε, να φαγωθείτε, να φαγωθούν (ή να φαγωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: φαγώσου, β΄ πληθυντικό: φαγωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τρώγομαι, θα τρώγεσαι, θα τρώγεται, θα τρωγόμαστε, θα τρώγεστε, θα τρώγονται
Οριστική
θα φαγωθώ, θα φαγωθείς, θα φαγωθεί, θα φαγωθούμε, θα φαγωθείτε, θα φαγωθούν (ή θα φαγωθούνε)
Οριστική
θα έχω φαγωθεί, θα έχεις φαγωθεί, θα έχει φαγωθεί, θα έχουμε φαγωθεί, θα έχετε φαγωθεί, θα έχουν φαγωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φαγωθεί, έχεις φαγωθεί, έχει φαγωθεί, έχουμε φαγωθεί, έχετε φαγωθεί, έχουν φαγωθεί
να έχω φαγωθεί, να έχεις φαγωθεί, να έχει φαγωθεί, να έχουμε φαγωθεί, να έχετε φαγωθεί, να έχουν φαγωθεί
Μετοχή
φαγωμένος, φαγωμένη, φαγωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φαγωθεί, είχες φαγωθεί, είχε φαγωθεί, είχαμε φαγωθεί, είχατε φαγωθεί, είχαν(ε) φαγωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου