Mike Moyers
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επαινώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επαινώ, επαινείς, επαινεί, επαινούμε, επαινείτε, επαινούν (ή επαινούνε)
Υποτακτική
να επαινώ, να επαινείς, να επαινεί, να επαινούμε, να επαινείτε, να επαινούν (ή να επαινούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επαινείτε
Μετοχή
επαινώντας
Παρατατικός
Οριστική
επαινούσα, επαινούσες, επαινούσε, επαινούσαμε, επαινούσατε, επαινούσαν (ή επαινούσανε)
Αόριστος
Οριστική
επαίνεσα, επαίνεσες, επαίνεσε, επαινέσαμε, επαινέσατε, επαίνεσαν (ή επαινέσανε)
Υποτακτική
να επαινέσω, να επαινέσεις, να επαινέσει, να επαινέσουμε, να επαινέσετε, να επαινέσουν (ή να επαινέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επαίνεσε β΄ πληθυντικό: επαινέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινώ, θα επαινείς, θα επαινεί, θα επαινούμε, θα επαινείτε, θα επαινούν (ή θα επαινούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινέσω, θα επαινέσεις, θα επαινέσει, θα επαινέσουμε, θα επαινέσετε, θα επαινέσουν (ή θα επαινέσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινέσει, θα έχεις επαινέσει, θα έχει επαινέσει, θα έχουμε επαινέσει, θα έχετε επαινέσει, θα έχουν(ε) επαινέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επαινέσει, έχεις επαινέσει, έχει επαινέσει, έχουμε επαινέσει, έχετε επαινέσει, έχουν(ε) επαινέσει
Υποτακτική
να έχω επαινέσει, να έχεις επαινέσει, να έχει επαινέσει, να έχουμε επαινέσει, να έχετε επαινέσει, να έχουν(ε) επαινέσει
Μετοχή
έχοντας επαινέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινέσει, είχες επαινέσει, είχε επαινέσει, είχαμε επαινέσει, είχατε επαινέσει, είχαν(ε) επαινέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επαινούμαι, επαινείσαι, επαινείται, επαινούμαστε, επαινείστε, επαινούνται
Υποτακτική
να επαινούμαι, να επαινείσαι, να επαινείται, να επαινούμαστε, να επαινείστε, να επαινούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
επαινούμενος, επαινούμενη, επαινούμενο
Παρατατικός
Οριστική
επαινούμουν, επαινούσουν, επαινούταν, επαινούμασταν ή επαινούμαστε, επαινούσαστε, επαινούνταν
Αόριστος
Οριστική
επαινέθηκα, επαινέθηκες, επαινέθηκε, επαινεθήκαμε, επαινεθήκατε, επαινέθηκαν ή επαινεθήκανε
Υποτακτική
να επαινεθώ, να επαινεθείς, να επαινεθεί, να επαινεθούμε, να επαινεθείτε, να επαινεθούν ή να επαινεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: επαινέσου β΄ πληθυντικό: επαινεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινούμαι, θα επαινείσαι, θα επαινείται, θα επαινούμαστε, θα επαινείστε, θα επαινούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινεθώ, θα επαινεθείς, θα επαινεθεί, θα επαινεθούμε, θα επαινεθείτε, θα επαινεθούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινεθεί, θα έχεις επαινεθεί, θα έχει επαινεθεί, θα έχουμε επαινεθεί, θα έχετε επαινεθεί, θα έχουν(ε) επαινεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επαινεθεί, έχεις επαινεθεί, έχει επαινεθεί, έχουμε επαινεθεί, έχετε επαινεθεί, έχουν(ε) επαινεθεί
Υποτακτική
να έχω επαινεθεί, να έχεις επαινεθεί, να έχει επαινεθεί, να έχουμε επαινεθεί, να έχετε επαινεθεί, να έχουν(ε) επαινεθεί
Μετοχή
επαινεμένος, επαινεμένη, επαινεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινεθεί, είχες επαινεθεί, είχε επαινεθεί, είχαμε επαινεθεί, είχατε επαινεθεί, είχαν(ε) επαινεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επαινώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επαινώ, επαινείς, επαινεί, επαινούμε, επαινείτε, επαινούν (ή επαινούνε)
να επαινώ, να επαινείς, να επαινεί, να επαινούμε, να επαινείτε, να επαινούν (ή να επαινούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επαινείτε
Μετοχή
επαινώντας
Παρατατικός
Οριστική
επαινούσα, επαινούσες, επαινούσε, επαινούσαμε, επαινούσατε, επαινούσαν (ή επαινούσανε)
Αόριστος
Οριστική
επαίνεσα, επαίνεσες, επαίνεσε, επαινέσαμε, επαινέσατε, επαίνεσαν (ή επαινέσανε)
να επαινέσω, να επαινέσεις, να επαινέσει, να επαινέσουμε, να επαινέσετε, να επαινέσουν (ή να επαινέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επαίνεσε β΄ πληθυντικό: επαινέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινώ, θα επαινείς, θα επαινεί, θα επαινούμε, θα επαινείτε, θα επαινούν (ή θα επαινούνε)
Οριστική
θα επαινέσω, θα επαινέσεις, θα επαινέσει, θα επαινέσουμε, θα επαινέσετε, θα επαινέσουν (ή θα επαινέσουνε)
Οριστική
θα έχω επαινέσει, θα έχεις επαινέσει, θα έχει επαινέσει, θα έχουμε επαινέσει, θα έχετε επαινέσει, θα έχουν(ε) επαινέσει
Οριστική
έχω επαινέσει, έχεις επαινέσει, έχει επαινέσει, έχουμε επαινέσει, έχετε επαινέσει, έχουν(ε) επαινέσει
να έχω επαινέσει, να έχεις επαινέσει, να έχει επαινέσει, να έχουμε επαινέσει, να έχετε επαινέσει, να έχουν(ε) επαινέσει
Μετοχή
έχοντας επαινέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινέσει, είχες επαινέσει, είχε επαινέσει, είχαμε επαινέσει, είχατε επαινέσει, είχαν(ε) επαινέσει
Ενεστώτας
Οριστική
επαινούμαι, επαινείσαι, επαινείται, επαινούμαστε, επαινείστε, επαινούνται
να επαινούμαι, να επαινείσαι, να επαινείται, να επαινούμαστε, να επαινείστε, να επαινούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
επαινούμενος, επαινούμενη, επαινούμενο
Παρατατικός
Οριστική
επαινούμουν, επαινούσουν, επαινούταν, επαινούμασταν ή επαινούμαστε, επαινούσαστε, επαινούνταν
Αόριστος
Οριστική
επαινέθηκα, επαινέθηκες, επαινέθηκε, επαινεθήκαμε, επαινεθήκατε, επαινέθηκαν ή επαινεθήκανε
να επαινεθώ, να επαινεθείς, να επαινεθεί, να επαινεθούμε, να επαινεθείτε, να επαινεθούν ή να επαινεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: επαινέσου β΄ πληθυντικό: επαινεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινούμαι, θα επαινείσαι, θα επαινείται, θα επαινούμαστε, θα επαινείστε, θα επαινούνται
Οριστική
θα επαινεθώ, θα επαινεθείς, θα επαινεθεί, θα επαινεθούμε, θα επαινεθείτε, θα επαινεθούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινεθεί, θα έχεις επαινεθεί, θα έχει επαινεθεί, θα έχουμε επαινεθεί, θα έχετε επαινεθεί, θα έχουν(ε) επαινεθεί
Οριστική
έχω επαινεθεί, έχεις επαινεθεί, έχει επαινεθεί, έχουμε επαινεθεί, έχετε επαινεθεί, έχουν(ε) επαινεθεί
να έχω επαινεθεί, να έχεις επαινεθεί, να έχει επαινεθεί, να έχουμε επαινεθεί, να έχετε επαινεθεί, να έχουν(ε) επαινεθεί
Μετοχή
επαινεμένος, επαινεμένη, επαινεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινεθεί, είχες επαινεθεί, είχε επαινεθεί, είχαμε επαινεθεί, είχατε επαινεθεί, είχαν(ε) επαινεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου