Naxart Studio
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνω, κρίνεις, κρίνει, κρίνουμε, κρίνετε, κρίνουν (ή κρίνουνε)
Υποτακτική
να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε, να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε
Μετοχή
κρίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν ή κρίνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος
διατηρείται όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν ή κρίνανε
Υποτακτική
να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε, να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κρίνει, θα έχεις κρίνει, θα έχει κρίνει, θα έχουμε κρίνει, θα έχετε κρίνει, θα έχουν(ε) κρίνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κρίνει, έχεις κρίνει, έχει κρίνει, έχουμε κρίνει, έχετε κρίνει, έχουν(ε) κρίνει
Υποτακτική
να έχω κρίνει, να έχεις κρίνει, να έχει κρίνει, να έχουμε κρίνει, να έχετε κρίνει, να έχουν(ε) κρίνει
Μετοχή
έχοντας κρίνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κρίνει, είχες κρίνει, είχε κρίνει, είχαμε κρίνει, είχατε κρίνει, είχαν(ε) κρίνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνομαι, κρίνεσαι, κρίνεται, κρινόμαστε, κρίνεστε, κρίνονται
Υποτακτική
να κρίνομαι, να κρίνεσαι, να κρίνεται, να κρινόμαστε, να κρίνεστε, να κρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κρίνεστε
Μετοχή
κρινόμενος, κρινόμενη, κρινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κρινόμουν, κρινόσουν, κρινόταν, κρινόμαστε, κρινόσαστε, κρίνονταν
(& κρινόμουνα, κρινόσουνα, κρινότανε,
κρινόμασταν, κρινόσασταν, κρινόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
κρίθηκα, κρίθηκες, κρίθηκε, κριθήκαμε, κριθήκατε, κρίθηκαν (ή κριθήκανε)
Υποτακτική
να κριθώ, να κριθείς, να κριθεί, να κριθούμε, να κριθείτε, να κριθούν (ή να κριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κρίσου β΄ πληθυντικό: κριθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνομαι, θα κρίνεσαι, θα κρίνεται, θα κρινόμαστε, θα κρίνεστε, θα κρίνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κριθώ, θα κριθείς, θα κριθεί, θα κριθούμε, θα κριθείτε, θα κριθούν (ή θα κριθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κριθεί, θα έχεις κριθεί, θα έχει κριθεί, θα έχουμε κριθεί, θα έχετε κριθεί, θα έχουν(ε) κριθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κριθεί, έχεις κριθεί, έχει κριθεί, έχουμε κριθεί, έχετε κριθεί, έχουν(ε) κριθεί
Υποτακτική
να έχω κριθεί, να έχεις κριθεί, να έχει κριθεί, να έχουμε κριθεί, να έχετε κριθεί, να έχουν(ε) κριθεί
Μετοχή
κριμένος, κριμένη, κριμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κριθεί, είχες κριθεί, είχε κριθεί, είχαμε κριθεί, είχατε κριθεί, είχαν(ε) κριθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνω, κρίνεις, κρίνει, κρίνουμε, κρίνετε, κρίνουν (ή κρίνουνε)
να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε, να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε
Μετοχή
κρίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν ή κρίνανε
Αόριστος
Οριστική
έκρινα, έκρινες, έκρινε, κρίναμε, κρίνατε, έκριναν ή κρίνανε
να κρίνω, να κρίνεις, να κρίνει, να κρίνουμε, να κρίνετε, να κρίνουν (ή να κρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κρίνε – β΄ πληθυντικό: κρίνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε)
Οριστική
θα κρίνω, θα κρίνεις, θα κρίνει, θα κρίνουμε, θα κρίνετε, θα κρίνουν (ή θα κρίνουνε)
Οριστική
θα έχω κρίνει, θα έχεις κρίνει, θα έχει κρίνει, θα έχουμε κρίνει, θα έχετε κρίνει, θα έχουν(ε) κρίνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κρίνει, έχεις κρίνει, έχει κρίνει, έχουμε κρίνει, έχετε κρίνει, έχουν(ε) κρίνει
να έχω κρίνει, να έχεις κρίνει, να έχει κρίνει, να έχουμε κρίνει, να έχετε κρίνει, να έχουν(ε) κρίνει
Μετοχή
έχοντας κρίνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κρίνει, είχες κρίνει, είχε κρίνει, είχαμε κρίνει, είχατε κρίνει, είχαν(ε) κρίνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρίνομαι, κρίνεσαι, κρίνεται, κρινόμαστε, κρίνεστε, κρίνονται
να κρίνομαι, να κρίνεσαι, να κρίνεται, να κρινόμαστε, να κρίνεστε, να κρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κρίνεστε
Μετοχή
κρινόμενος, κρινόμενη, κρινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κρινόμουν, κρινόσουν, κρινόταν, κρινόμαστε, κρινόσαστε, κρίνονταν
Αόριστος
Οριστική
κρίθηκα, κρίθηκες, κρίθηκε, κριθήκαμε, κριθήκατε, κρίθηκαν (ή κριθήκανε)
να κριθώ, να κριθείς, να κριθεί, να κριθούμε, να κριθείτε, να κριθούν (ή να κριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κρίσου β΄ πληθυντικό: κριθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κρίνομαι, θα κρίνεσαι, θα κρίνεται, θα κρινόμαστε, θα κρίνεστε, θα κρίνονται
Οριστική
θα κριθώ, θα κριθείς, θα κριθεί, θα κριθούμε, θα κριθείτε, θα κριθούν (ή θα κριθούνε)
Οριστική
θα έχω κριθεί, θα έχεις κριθεί, θα έχει κριθεί, θα έχουμε κριθεί, θα έχετε κριθεί, θα έχουν(ε) κριθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κριθεί, έχεις κριθεί, έχει κριθεί, έχουμε κριθεί, έχετε κριθεί, έχουν(ε) κριθεί
να έχω κριθεί, να έχεις κριθεί, να έχει κριθεί, να έχουμε κριθεί, να έχετε κριθεί, να έχουν(ε) κριθεί
Μετοχή
κριμένος, κριμένη, κριμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κριθεί, είχες κριθεί, είχε κριθεί, είχαμε κριθεί, είχατε κριθεί, είχαν(ε) κριθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου