Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεγεθύνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεγεθύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Rachel Bingaman

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεγεθύνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μεγεθύνω, μεγεθύνεις, μεγεθύνει, μεγεθύνουμε, μεγεθύνετε, μεγεθύνουν (ή μεγεθύνουνε)
Υποτακτική
να μεγεθύνω, να μεγεθύνεις, να μεγεθύνει, να μεγεθύνουμε, να μεγεθύνετε, να μεγεθύνουν (ή να μεγεθύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεγέθυνε – β΄ πληθυντικό: μεγεθύνετε
Μετοχή
μεγεθύνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
μεγέθυνα, μεγέθυνες, μεγέθυνε, μεγεθύναμε, μεγεθύνατε, μεγέθυναν ή μεγεθύνανε
 
Αόριστος
Οριστική
μεγέθυνα, μεγέθυνες, μεγέθυνε, μεγεθύναμε, μεγεθύνατε, μεγέθυναν ή μεγεθύνανε
Υποτακτική
να μεγεθύνω, να μεγεθύνεις, να μεγεθύνει, να μεγεθύνουμε, να μεγεθύνετε, να μεγεθύνουν (ή να μεγεθύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεγέθυνε – β΄ πληθυντικό: μεγεθύνετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεγεθύνω, θα μεγεθύνεις, θα μεγεθύνει, θα μεγεθύνουμε, θα μεγεθύνετε, θα μεγεθύνουν (ή θα μεγεθύνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεγεθύνω, θα μεγεθύνεις, θα μεγεθύνει, θα μεγεθύνουμε, θα μεγεθύνετε, θα μεγεθύνουν (ή θα μεγεθύνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεγεθύνει, θα έχεις μεγεθύνει, θα έχει μεγεθύνει, θα έχουμε μεγεθύνει, θα έχετε μεγεθύνει, θα έχουν(ε) μεγεθύνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεγεθύνει, έχεις μεγεθύνει, έχει μεγεθύνει, έχουμε μεγεθύνει, έχετε μεγεθύνει, έχουν(ε) μεγεθύνει
Υποτακτική
να έχω μεγεθύνει, να έχεις μεγεθύνει, να έχει μεγεθύνει, να έχουμε μεγεθύνει, να έχετε μεγεθύνει, να έχουν(ε) μεγεθύνει
Μετοχή
έχοντας μεγεθύνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεγεθύνει, είχες μεγεθύνει, είχε μεγεθύνει, είχαμε μεγεθύνει, είχατε μεγεθύνει, είχαν(ε) μεγεθύνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μεγεθύνομαι, μεγεθύνεσαι, μεγεθύνεται, μεγεθυνόμαστε, μεγεθύνεστε, μεγεθύνονται
Υποτακτική
να μεγεθύνομαι, να μεγεθύνεσαι, να μεγεθύνεται, να μεγεθυνόμαστε, να μεγεθύνεστε, να μεγεθύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεγεθύνεστε
Μετοχή
μεγεθυνόμενος, μεγεθυνόμενη, μεγεθυνόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
μεγεθυνόμουν, μεγεθυνόσουν, μεγεθυνόταν, μεγεθυνόμαστε, μεγεθυνόσαστε, μεγεθύνονταν
(& μεγεθυνόμουνα, μεγεθυνόσουνα, μεγεθυνότανε, μεγεθυνόμασταν, μεγεθυνόσασταν, μεγεθυνόντουσαν ή μεγεθυνόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
μεγεθύνθηκα, μεγεθύνθηκες, μεγεθύνθηκε, μεγεθυνθήκαμε, μεγεθυνθήκατε, μεγεθύνθηκαν ή μεγεθυνθήκανε
Υποτακτική
να μεγεθυνθώ, να μεγεθυνθείς, να μεγεθυνθεί, να μεγεθυνθούμε, να μεγεθυνθείτε, να μεγεθυνθούν ή να μεγεθυνθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: μεγεθύνσου, β΄ πληθυντικό: μεγεθυνθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεγεθύνομαι, θα μεγεθύνεσαι, θα μεγεθύνεται, θα μεγεθυνόμαστε, θα μεγεθύνεστε, θα μεγεθύνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεγεθυνθώ, θα μεγεθυνθείς, θα μεγεθυνθεί, θα μεγεθυνθούμε, θα μεγεθυνθείτε, θα μεγεθυνθούν ή θα μεγεθυνθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μεγεθυνθεί, θα έχεις μεγεθυνθεί, θα έχει μεγεθυνθεί, θα έχουμε μεγεθυνθεί, θα έχετε μεγεθυνθεί, θα έχουν(ε) μεγεθυνθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεγεθυνθεί, έχεις μεγεθυνθεί, έχει μεγεθυνθεί, έχουμε μεγεθυνθεί, έχετε μεγεθυνθεί, έχουν(ε) μεγεθυνθεί
Υποτακτική
να έχω μεγεθυνθεί, να έχεις μεγεθυνθεί, να έχει μεγεθυνθεί, να έχουμε μεγεθυνθεί, να έχετε μεγεθυνθεί, να έχουν(ε) μεγεθυνθεί
Μετοχή
μεγεθυσμένος, μεγεθυσμένη, μεγεθυσμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεγεθυνθεί, είχες μεγεθυνθεί, είχε μεγεθυνθεί, είχαμε μεγεθυνθεί, είχατε μεγεθυνθεί, είχαν(ε) μεγεθυνθεί
 
Σημείωση: Τόσο το ρήμα «μεγεθύνω» όσο και ο ονοματοποιημένος τύπος «μεγέθυνση» προέρχονται από το ουσιαστικό «μέγεθος», ως εκ τούτου οι τύποι «μεγε-ν-θύνω» και «μεγέ-ν-θυνση» είναι ετυμολογικά εσφαλμένοι. Δείτε αντιστοίχως τους τύπους: «εμβαθύνω», «εμβάθυνση», «διευθύνω», «διεύθυνση», «επιβραδύνω», «επιβράδυνση».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...