Rachel Bingaman
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μεγεθύνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μεγεθύνω, μεγεθύνεις, μεγεθύνει, μεγεθύνουμε, μεγεθύνετε, μεγεθύνουν (ή μεγεθύνουνε)
να μεγεθύνω, να μεγεθύνεις, να μεγεθύνει, να μεγεθύνουμε, να μεγεθύνετε, να μεγεθύνουν (ή να μεγεθύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεγέθυνε – β΄ πληθυντικό: μεγεθύνετε
Μετοχή
μεγεθύνοντας
Παρατατικός
Οριστική
μεγέθυνα, μεγέθυνες, μεγέθυνε, μεγεθύναμε, μεγεθύνατε, μεγέθυναν ή μεγεθύνανε
Αόριστος
Οριστική
μεγέθυνα, μεγέθυνες, μεγέθυνε, μεγεθύναμε, μεγεθύνατε, μεγέθυναν ή μεγεθύνανε
να μεγεθύνω, να μεγεθύνεις, να μεγεθύνει, να μεγεθύνουμε, να μεγεθύνετε, να μεγεθύνουν (ή να μεγεθύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μεγέθυνε – β΄ πληθυντικό: μεγεθύνετε
Οριστική
θα μεγεθύνω, θα μεγεθύνεις, θα μεγεθύνει, θα μεγεθύνουμε, θα μεγεθύνετε, θα μεγεθύνουν (ή θα μεγεθύνουνε)
Οριστική
θα μεγεθύνω, θα μεγεθύνεις, θα μεγεθύνει, θα μεγεθύνουμε, θα μεγεθύνετε, θα μεγεθύνουν (ή θα μεγεθύνουνε)
Οριστική
θα έχω μεγεθύνει, θα έχεις μεγεθύνει, θα έχει μεγεθύνει, θα έχουμε μεγεθύνει, θα έχετε μεγεθύνει, θα έχουν(ε) μεγεθύνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεγεθύνει, έχεις μεγεθύνει, έχει μεγεθύνει, έχουμε μεγεθύνει, έχετε μεγεθύνει, έχουν(ε) μεγεθύνει
να έχω μεγεθύνει, να έχεις μεγεθύνει, να έχει μεγεθύνει, να έχουμε μεγεθύνει, να έχετε μεγεθύνει, να έχουν(ε) μεγεθύνει
Μετοχή
έχοντας μεγεθύνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεγεθύνει, είχες μεγεθύνει, είχε μεγεθύνει, είχαμε μεγεθύνει, είχατε μεγεθύνει, είχαν(ε) μεγεθύνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μεγεθύνομαι, μεγεθύνεσαι, μεγεθύνεται, μεγεθυνόμαστε, μεγεθύνεστε, μεγεθύνονται
να μεγεθύνομαι, να μεγεθύνεσαι, να μεγεθύνεται, να μεγεθυνόμαστε, να μεγεθύνεστε, να μεγεθύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μεγεθύνεστε
Μετοχή
μεγεθυνόμενος, μεγεθυνόμενη, μεγεθυνόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μεγεθυνόμουν, μεγεθυνόσουν, μεγεθυνόταν, μεγεθυνόμαστε, μεγεθυνόσαστε, μεγεθύνονταν
Αόριστος
Οριστική
μεγεθύνθηκα, μεγεθύνθηκες, μεγεθύνθηκε, μεγεθυνθήκαμε, μεγεθυνθήκατε, μεγεθύνθηκαν ή μεγεθυνθήκανε
να μεγεθυνθώ, να μεγεθυνθείς, να μεγεθυνθεί, να μεγεθυνθούμε, να μεγεθυνθείτε, να μεγεθυνθούν ή να μεγεθυνθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: μεγεθύνσου, β΄ πληθυντικό: μεγεθυνθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μεγεθύνομαι, θα μεγεθύνεσαι, θα μεγεθύνεται, θα μεγεθυνόμαστε, θα μεγεθύνεστε, θα μεγεθύνονται
Οριστική
θα μεγεθυνθώ, θα μεγεθυνθείς, θα μεγεθυνθεί, θα μεγεθυνθούμε, θα μεγεθυνθείτε, θα μεγεθυνθούν ή θα μεγεθυνθούνε
Οριστική
θα έχω μεγεθυνθεί, θα έχεις μεγεθυνθεί, θα έχει μεγεθυνθεί, θα έχουμε μεγεθυνθεί, θα έχετε μεγεθυνθεί, θα έχουν(ε) μεγεθυνθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μεγεθυνθεί, έχεις μεγεθυνθεί, έχει μεγεθυνθεί, έχουμε μεγεθυνθεί, έχετε μεγεθυνθεί, έχουν(ε) μεγεθυνθεί
να έχω μεγεθυνθεί, να έχεις μεγεθυνθεί, να έχει μεγεθυνθεί, να έχουμε μεγεθυνθεί, να έχετε μεγεθυνθεί, να έχουν(ε) μεγεθυνθεί
Μετοχή
μεγεθυσμένος, μεγεθυσμένη, μεγεθυσμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μεγεθυνθεί, είχες μεγεθυνθεί, είχε μεγεθυνθεί, είχαμε μεγεθυνθεί, είχατε μεγεθυνθεί, είχαν(ε) μεγεθυνθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου