Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δένω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δένω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Az Jackson
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δένω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δένω, δένεις, δένει, δένουμε, δένετε, δένουν (ή δένουνε)
Υποτακτική
να δένω, να δένεις, να δένει, να δένουμε, να δένετε, να δένουν (ή να δένουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δένε – β΄ πληθυντικό: δένετε
Μετοχή
δένοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έδενα, έδενες, έδενε, δέναμε, δένατε, έδεναν ή δένανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έδεσα, έδεσες, έδεσε, δέσαμε, δέσατε, έδεσαν ή δέσανε
Υποτακτική
να δέσω, να δέσεις, να δέσει, να δέσουμε, να δέσετε, να δέσουν (ή να δέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δέσε – β΄ πληθυντικό: δέστε (ή δέσετε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δένω, θα δένεις, θα δένει, θα δένουμε, θα δένετε, θα δένουν (ή θα δένουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δέσω, θα δέσεις, θα δέσει, θα δέσουμε, θα δέσετε, θα δέσουν (ή θα δέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δέσει, θα έχεις δέσει, θα έχει δέσει, θα έχουμε δέσει, θα έχετε δέσει, θα έχουν(ε) δέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δέσει, έχεις δέσει, έχει δέσει, έχουμε δέσει, έχετε δέσει, έχουν(ε) δέσει
Υποτακτική
να έχω δέσει, να έχεις δέσει, να έχει δέσει, να έχουμε δέσει, να έχετε δέσει, να έχουν(ε) δέσει
Μετοχή
έχοντας δέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δέσει, είχες δέσει, είχε δέσει, είχαμε δέσει, είχατε δέσει, είχαν(ε) δέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δένομαι, δένεσαι, δένεται, δενόμαστε, δένεστε, δένονται
Υποτακτική
να δένομαι, να δένεσαι, να δένεται, να δενόμαστε, να δένεστε, να δένονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δένεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
δενόμουν, δενόσουν, δενόταν, δενόμαστε, δενόσαστε, δένονταν
(& δενόμουνα, δενόσουνα, δενότανε, δενόμασταν, δενόσασταν, δενόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δέθηκα, δέθηκες, δέθηκε, δεθήκαμε, δεθήκατε, δέθηκαν (ή δεθήκανε)
Υποτακτική
να δεθώ, να δεθείς, να δεθεί, να δεθούμε, να δεθείτε, να δεθούν (ή να δεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: δέσου β΄ πληθυντικό: δεθείτε (ή δέστε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δένομαι, θα δένεσαι, θα δένεται, θα δενόμαστε, θα δένεστε, θα δένονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δεθώ, θα δεθείς, θα δεθεί, θα δεθούμε, θα δεθείτε, θα δεθούν (ή θα δεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δεθεί, θα έχεις δεθεί, θα έχει δεθεί, θα έχουμε δεθεί, θα έχετε δεθεί, θα έχουν(ε) δεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δεθεί, έχεις δεθεί, έχει δεθεί, έχουμε δεθεί, έχετε δεθεί, έχουν(ε) δεθεί
Υποτακτική
να έχω δεθεί, να έχεις δεθεί, να έχει δεθεί, να έχουμε δεθεί, να έχετε δεθεί, να έχουν(ε) δεθεί
Μετοχή
δεμένος, δεμένη, δεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δεθεί, είχες δεθεί, είχε δεθεί, είχαμε δεθεί, είχατε δεθεί, είχαν(ε) δεθεί
 
Σημείωση: Τα σύνθετα του ρήματος δένω (αρχ. δέω) σχηματίζουν τη μετοχή του μεσοπαθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (δηλ. επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρήματος + φωνήεν ε-: δε-δεμαι, αρχαίος μεσοπαθητικός παρακείμενος) κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική: συνδέω – συνδεδεμένος.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...