Olga Shvartsur
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραβιάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παραβιάζω, παραβιάζεις, παραβιάζει, παραβιάζουμε, παραβιάζετε, παραβιάζουν ή παραβιάζουνε
Υποτακτική
να παραβιάζω, να παραβιάζεις, να παραβιάζει, να παραβιάζουμε, να παραβιάζετε, να παραβιάζουν ή να παραβιάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: παραβίαζε – β΄ πληθυντικό: παραβιάζετε
Μετοχή
παραβιάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
παραβίαζα, παραβίαζες, παραβίαζε, παραβιάζαμε, παραβιάζατε, παραβίαζαν ή παραβιάζανε
Αόριστος
Οριστική
παραβίασα, παραβίασες, παραβίασε, παραβιάσαμε, παραβιάσατε, παραβίασαν ή παραβιάσανε
Υποτακτική
να παραβιάσω, να παραβιάσεις, να παραβιάσει, να παραβιάσουμε, να παραβιάσετε, να παραβιάσουν ή να παραβιάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: παραβίασε – β΄ πληθυντικό: παραβιάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάζω, θα παραβιάζεις, θα παραβιάζει, θα παραβιάζουμε, θα παραβιάζετε, θα παραβιάζουν ή θα παραβιάζουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάσω, θα παραβιάσεις, θα παραβιάσει, θα παραβιάσουμε, θα παραβιάσετε, θα παραβιάσουν ή θα παραβιάσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραβιάσει, θα έχεις παραβιάσει, θα έχει παραβιάσει, θα έχουμε παραβιάσει, θα έχετε παραβιάσει, θα έχουν(ε) παραβιάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραβιάσει, έχεις παραβιάσει, έχει παραβιάσει, έχουμε παραβιάσει, έχετε παραβιάσει, έχουν(ε) παραβιάσει
Υποτακτική
να έχω παραβιάσει, να έχεις παραβιάσει, να έχει παραβιάσει, να έχουμε παραβιάσει, να έχετε παραβιάσει, να έχουν(ε) παραβιάσει
Μετοχή
έχοντας παραβιάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραβιάσει, είχες παραβιάσει, είχε παραβιάσει, είχαμε παραβιάσει, είχατε παραβιάσει, είχαν(ε) παραβιάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παραβιάζομαι, παραβιάζεσαι, παραβιάζεται, παραβιαζόμαστε, παραβιάζεστε, παραβιάζονται
Υποτακτική
να παραβιάζομαι, να παραβιάζεσαι, να παραβιάζεται, να παραβιαζόμαστε, να παραβιάζεστε, να παραβιάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παραβιάζεστε
Μετοχή
παραβιαζόμενος, παραβιαζόμενη, παραβιαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παραβιαζόμουν, παραβιαζόσουν, παραβιαζόταν, παραβιαζόμαστε, παραβιαζόσαστε, παραβιάζονταν
(& παραβιαζόμουνα, παραβιαζόσουνα, παραβιαζότανε,
παραβιαζόμασταν, παραβιαζόσασταν, παραβιαζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
παραβιάστηκα, παραβιάστηκες, παραβιάστηκε, παραβιαστήκαμε, παραβιαστήκατε, παραβιάστηκαν ή παραβιαστήκανε
Υποτακτική
να παραβιαστώ, να παραβιαστείς, να παραβιαστεί, να παραβιαστούμε, να παραβιαστείτε, να παραβιαστούν ή να παραβιαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: παραβιάσου - β΄ πληθυντικό: παραβιαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάζομαι, θα παραβιάζεσαι, θα παραβιάζεται, θα παραβιαζόμαστε, θα παραβιάζεστε, θα παραβιάζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιαστώ, θα παραβιαστείς, θα παραβιαστεί, θα παραβιαστούμε, θα παραβιαστείτε, θα παραβιαστούν ή θα παραβιαστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραβιαστεί, θα έχεις παραβιαστεί, θα έχει παραβιαστεί, θα έχουμε παραβιαστεί, θα έχετε παραβιαστεί, θα έχουν(ε) παραβιαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραβιαστεί, έχεις παραβιαστεί, έχει παραβιαστεί, έχουμε παραβιαστεί, έχετε παραβιαστεί, έχουν(ε) παραβιαστεί
Υποτακτική
να έχω παραβιαστεί, να έχεις παραβιαστεί, να έχει παραβιαστεί, να έχουμε παραβιαστεί, να έχετε παραβιαστεί, να έχουν(ε) παραβιαστεί
Μετοχή
παραβιασμένος, παραβιασμένη, παραβιασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραβιαστεί, είχες παραβιαστεί, είχε παραβιαστεί, είχαμε παραβιαστεί, είχατε παραβιαστεί, είχαν(ε) παραβιαστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραβιάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παραβιάζω, παραβιάζεις, παραβιάζει, παραβιάζουμε, παραβιάζετε, παραβιάζουν ή παραβιάζουνε
να παραβιάζω, να παραβιάζεις, να παραβιάζει, να παραβιάζουμε, να παραβιάζετε, να παραβιάζουν ή να παραβιάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: παραβίαζε – β΄ πληθυντικό: παραβιάζετε
Μετοχή
παραβιάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
παραβίαζα, παραβίαζες, παραβίαζε, παραβιάζαμε, παραβιάζατε, παραβίαζαν ή παραβιάζανε
Αόριστος
Οριστική
παραβίασα, παραβίασες, παραβίασε, παραβιάσαμε, παραβιάσατε, παραβίασαν ή παραβιάσανε
να παραβιάσω, να παραβιάσεις, να παραβιάσει, να παραβιάσουμε, να παραβιάσετε, να παραβιάσουν ή να παραβιάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: παραβίασε – β΄ πληθυντικό: παραβιάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάζω, θα παραβιάζεις, θα παραβιάζει, θα παραβιάζουμε, θα παραβιάζετε, θα παραβιάζουν ή θα παραβιάζουνε
Οριστική
θα παραβιάσω, θα παραβιάσεις, θα παραβιάσει, θα παραβιάσουμε, θα παραβιάσετε, θα παραβιάσουν ή θα παραβιάσουνε
Οριστική
θα έχω παραβιάσει, θα έχεις παραβιάσει, θα έχει παραβιάσει, θα έχουμε παραβιάσει, θα έχετε παραβιάσει, θα έχουν(ε) παραβιάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραβιάσει, έχεις παραβιάσει, έχει παραβιάσει, έχουμε παραβιάσει, έχετε παραβιάσει, έχουν(ε) παραβιάσει
να έχω παραβιάσει, να έχεις παραβιάσει, να έχει παραβιάσει, να έχουμε παραβιάσει, να έχετε παραβιάσει, να έχουν(ε) παραβιάσει
Μετοχή
έχοντας παραβιάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραβιάσει, είχες παραβιάσει, είχε παραβιάσει, είχαμε παραβιάσει, είχατε παραβιάσει, είχαν(ε) παραβιάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παραβιάζομαι, παραβιάζεσαι, παραβιάζεται, παραβιαζόμαστε, παραβιάζεστε, παραβιάζονται
να παραβιάζομαι, να παραβιάζεσαι, να παραβιάζεται, να παραβιαζόμαστε, να παραβιάζεστε, να παραβιάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παραβιάζεστε
Μετοχή
παραβιαζόμενος, παραβιαζόμενη, παραβιαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παραβιαζόμουν, παραβιαζόσουν, παραβιαζόταν, παραβιαζόμαστε, παραβιαζόσαστε, παραβιάζονταν
Αόριστος
Οριστική
παραβιάστηκα, παραβιάστηκες, παραβιάστηκε, παραβιαστήκαμε, παραβιαστήκατε, παραβιάστηκαν ή παραβιαστήκανε
να παραβιαστώ, να παραβιαστείς, να παραβιαστεί, να παραβιαστούμε, να παραβιαστείτε, να παραβιαστούν ή να παραβιαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: παραβιάσου - β΄ πληθυντικό: παραβιαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάζομαι, θα παραβιάζεσαι, θα παραβιάζεται, θα παραβιαζόμαστε, θα παραβιάζεστε, θα παραβιάζονται
Οριστική
θα παραβιαστώ, θα παραβιαστείς, θα παραβιαστεί, θα παραβιαστούμε, θα παραβιαστείτε, θα παραβιαστούν ή θα παραβιαστούνε
Οριστική
θα έχω παραβιαστεί, θα έχεις παραβιαστεί, θα έχει παραβιαστεί, θα έχουμε παραβιαστεί, θα έχετε παραβιαστεί, θα έχουν(ε) παραβιαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραβιαστεί, έχεις παραβιαστεί, έχει παραβιαστεί, έχουμε παραβιαστεί, έχετε παραβιαστεί, έχουν(ε) παραβιαστεί
να έχω παραβιαστεί, να έχεις παραβιαστεί, να έχει παραβιαστεί, να έχουμε παραβιαστεί, να έχετε παραβιαστεί, να έχουν(ε) παραβιαστεί
Μετοχή
παραβιασμένος, παραβιασμένη, παραβιασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραβιαστεί, είχες παραβιαστεί, είχε παραβιαστεί, είχαμε παραβιαστεί, είχατε παραβιαστεί, είχαν(ε) παραβιαστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου