Nancy Ingersoll
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διεκπεραιώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διεκπεραιώνω, διεκπεραιώνεις, διεκπεραιώνει, διεκπεραιώνουμε, διεκπεραιώνετε, διεκπεραιώνουν (ή διεκπεραιώνουνε)
Υποτακτική
να διεκπεραιώνω, να διεκπεραιώνεις, να διεκπεραιώνει, να διεκπεραιώνουμε, να διεκπεραιώνετε, να διεκπεραιώνουν (ή να διεκπεραιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διεκπεραίωνε – β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώνετε
Μετοχή
διεκπεραιώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
διεκπεραίωνα, διεκπεραίωνες, διεκπεραίωνε, διεκπεραιώναμε, διεκπεραιώνατε, διεκπεραίωναν ή διεκπεραιώνανε
Αόριστος
Οριστική
διεκπεραίωσα, διεκπεραίωσες, διεκπεραίωσε, διεκπεραιώσαμε, διεκπεραιώσατε, διεκπεραίωσαν ή διεκπεραιώσανε
Υποτακτική
να διεκπεραιώσω, να διεκπεραιώσεις, να διεκπεραιώσει, να διεκπεραιώσουμε, να διεκπεραιώσετε, να διεκπεραιώσουν (ή να διεκπεραιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διεκπεραίωσε – β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώστε (ή διεκπεραιώσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώνω, θα διεκπεραιώνεις, θα διεκπεραιώνει, θα διεκπεραιώνουμε, θα διεκπεραιώνετε, θα διεκπεραιώνουν (ή θα διεκπεραιώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώσω, θα διεκπεραιώσεις, θα διεκπεραιώσει, θα διεκπεραιώσουμε, θα διεκπεραιώσετε, θα διεκπεραιώσουν (ή θα διεκπεραιώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διεκπεραιώσει, θα έχεις διεκπεραιώσει, θα έχει διεκπεραιώσει, θα έχουμε διεκπεραιώσει, θα έχετε διεκπεραιώσει, θα έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεκπεραιώσει, έχεις διεκπεραιώσει, έχει διεκπεραιώσει, έχουμε διεκπεραιώσει, έχετε διεκπεραιώσει, έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Υποτακτική
να έχω διεκπεραιώσει, να έχεις διεκπεραιώσει, να έχει διεκπεραιώσει, να έχουμε διεκπεραιώσει, να έχετε διεκπεραιώσει, να έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Μετοχή
έχοντας διεκπεραιώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεκπεραιώσει, είχες διεκπεραιώσει, είχε διεκπεραιώσει, είχαμε διεκπεραιώσει, είχατε διεκπεραιώσει, είχαν(ε) διεκπεραιώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διεκπεραιώνομαι, διεκπεραιώνεσαι, διεκπεραιώνεται, διεκπεραιωνόμαστε, διεκπεραιώνεστε, διεκπεραιώνονται
Υποτακτική
να διεκπεραιώνομαι, να διεκπεραιώνεσαι, να διεκπεραιώνεται, να διεκπεραιωνόμαστε, να διεκπεραιώνεστε, να διεκπεραιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώνεστε
Μετοχή
διεκπεραιωνόμενος, διεκπεραιωνόμενη, διεκπεραιωνόμενο
Παρατατικός
Οριστική
διεκπεραιωνόμουν, διεκπεραιωνόσουν, διεκπεραιωνόταν, διεκπεραιωνόμαστε, διεκπεραιωνόσαστε, διεκπεραιώνονταν
(& διεκπεραιωνόμουνα, διεκπεραιωνόσουνα,
διεκπεραιωνότανε, διεκπεραιωνόμασταν, διεκπεραιωνόσασταν, διεκπεραιωνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
διεκπεραιώθηκα, διεκπεραιώθηκες, διεκπεραιώθηκε, διεκπεραιωθήκαμε, διεκπεραιωθήκατε, διεκπεραιώθηκαν (ή διεκπεραιωθήκανε)
Υποτακτική
να διεκπεραιωθώ, να διεκπεραιωθείς, να διεκπεραιωθεί, να διεκπεραιωθούμε, να διεκπεραιωθείτε, να διεκπεραιωθούν (ή να διεκπεραιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διεκπεραιώσου β΄ πληθυντικό: διεκπεραιωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώνομαι, θα διεκπεραιώνεσαι, θα διεκπεραιώνεται, θα διεκπεραιωνόμαστε, θα διεκπεραιώνεστε, θα διεκπεραιώνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιωθώ, θα διεκπεραιωθείς, θα διεκπεραιωθεί, θα διεκπεραιωθούμε, θα διεκπεραιωθείτε, θα διεκπεραιωθούν (ή θα διεκπεραιωθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διεκπεραιωθεί, θα έχεις διεκπεραιωθεί, θα έχει διεκπεραιωθεί, θα έχουμε διεκπεραιωθεί, θα έχετε διεκπεραιωθεί, θα έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεκπεραιωθεί, έχεις διεκπεραιωθεί, έχει διεκπεραιωθεί, έχουμε διεκπεραιωθεί, έχετε διεκπεραιωθεί, έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Υποτακτική
να έχω διεκπεραιωθεί, να έχεις διεκπεραιωθεί, να έχει διεκπεραιωθεί, να έχουμε διεκπεραιωθεί, να έχετε διεκπεραιωθεί, να έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Μετοχή
διεκπεραιωμένος, διεκπεραιωμένη, διεκπεραιωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεκπεραιωθεί, είχες διεκπεραιωθεί, είχε διεκπεραιωθεί, είχαμε διεκπεραιωθεί, είχατε διεκπεραιωθεί, είχαν(ε) διεκπεραιωθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διεκπεραιώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διεκπεραιώνω, διεκπεραιώνεις, διεκπεραιώνει, διεκπεραιώνουμε, διεκπεραιώνετε, διεκπεραιώνουν (ή διεκπεραιώνουνε)
να διεκπεραιώνω, να διεκπεραιώνεις, να διεκπεραιώνει, να διεκπεραιώνουμε, να διεκπεραιώνετε, να διεκπεραιώνουν (ή να διεκπεραιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διεκπεραίωνε – β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώνετε
Μετοχή
διεκπεραιώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
διεκπεραίωνα, διεκπεραίωνες, διεκπεραίωνε, διεκπεραιώναμε, διεκπεραιώνατε, διεκπεραίωναν ή διεκπεραιώνανε
Οριστική
διεκπεραίωσα, διεκπεραίωσες, διεκπεραίωσε, διεκπεραιώσαμε, διεκπεραιώσατε, διεκπεραίωσαν ή διεκπεραιώσανε
να διεκπεραιώσω, να διεκπεραιώσεις, να διεκπεραιώσει, να διεκπεραιώσουμε, να διεκπεραιώσετε, να διεκπεραιώσουν (ή να διεκπεραιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διεκπεραίωσε – β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώστε (ή διεκπεραιώσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώνω, θα διεκπεραιώνεις, θα διεκπεραιώνει, θα διεκπεραιώνουμε, θα διεκπεραιώνετε, θα διεκπεραιώνουν (ή θα διεκπεραιώνουνε)
Οριστική
θα διεκπεραιώσω, θα διεκπεραιώσεις, θα διεκπεραιώσει, θα διεκπεραιώσουμε, θα διεκπεραιώσετε, θα διεκπεραιώσουν (ή θα διεκπεραιώσουνε)
Οριστική
θα έχω διεκπεραιώσει, θα έχεις διεκπεραιώσει, θα έχει διεκπεραιώσει, θα έχουμε διεκπεραιώσει, θα έχετε διεκπεραιώσει, θα έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεκπεραιώσει, έχεις διεκπεραιώσει, έχει διεκπεραιώσει, έχουμε διεκπεραιώσει, έχετε διεκπεραιώσει, έχουν(ε) διεκπεραιώσει
να έχω διεκπεραιώσει, να έχεις διεκπεραιώσει, να έχει διεκπεραιώσει, να έχουμε διεκπεραιώσει, να έχετε διεκπεραιώσει, να έχουν(ε) διεκπεραιώσει
Μετοχή
έχοντας διεκπεραιώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεκπεραιώσει, είχες διεκπεραιώσει, είχε διεκπεραιώσει, είχαμε διεκπεραιώσει, είχατε διεκπεραιώσει, είχαν(ε) διεκπεραιώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διεκπεραιώνομαι, διεκπεραιώνεσαι, διεκπεραιώνεται, διεκπεραιωνόμαστε, διεκπεραιώνεστε, διεκπεραιώνονται
να διεκπεραιώνομαι, να διεκπεραιώνεσαι, να διεκπεραιώνεται, να διεκπεραιωνόμαστε, να διεκπεραιώνεστε, να διεκπεραιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεκπεραιώνεστε
Μετοχή
διεκπεραιωνόμενος, διεκπεραιωνόμενη, διεκπεραιωνόμενο
Οριστική
διεκπεραιωνόμουν, διεκπεραιωνόσουν, διεκπεραιωνόταν, διεκπεραιωνόμαστε, διεκπεραιωνόσαστε, διεκπεραιώνονταν
Αόριστος
Οριστική
διεκπεραιώθηκα, διεκπεραιώθηκες, διεκπεραιώθηκε, διεκπεραιωθήκαμε, διεκπεραιωθήκατε, διεκπεραιώθηκαν (ή διεκπεραιωθήκανε)
να διεκπεραιωθώ, να διεκπεραιωθείς, να διεκπεραιωθεί, να διεκπεραιωθούμε, να διεκπεραιωθείτε, να διεκπεραιωθούν (ή να διεκπεραιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διεκπεραιώσου β΄ πληθυντικό: διεκπεραιωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεκπεραιώνομαι, θα διεκπεραιώνεσαι, θα διεκπεραιώνεται, θα διεκπεραιωνόμαστε, θα διεκπεραιώνεστε, θα διεκπεραιώνονται
Οριστική
θα διεκπεραιωθώ, θα διεκπεραιωθείς, θα διεκπεραιωθεί, θα διεκπεραιωθούμε, θα διεκπεραιωθείτε, θα διεκπεραιωθούν (ή θα διεκπεραιωθούνε)
Οριστική
θα έχω διεκπεραιωθεί, θα έχεις διεκπεραιωθεί, θα έχει διεκπεραιωθεί, θα έχουμε διεκπεραιωθεί, θα έχετε διεκπεραιωθεί, θα έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεκπεραιωθεί, έχεις διεκπεραιωθεί, έχει διεκπεραιωθεί, έχουμε διεκπεραιωθεί, έχετε διεκπεραιωθεί, έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
να έχω διεκπεραιωθεί, να έχεις διεκπεραιωθεί, να έχει διεκπεραιωθεί, να έχουμε διεκπεραιωθεί, να έχετε διεκπεραιωθεί, να έχουν(ε) διεκπεραιωθεί
Μετοχή
διεκπεραιωμένος, διεκπεραιωμένη, διεκπεραιωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεκπεραιωθεί, είχες διεκπεραιωθεί, είχε διεκπεραιωθεί, είχαμε διεκπεραιωθεί, είχατε διεκπεραιωθεί, είχαν(ε) διεκπεραιωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου