Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύω, πιστεύεις, πιστεύει, πιστεύουμε, πιστεύετε, πιστεύουν (ή πιστεύουνε)
να πιστεύω, να πιστεύεις, να πιστεύει, να πιστεύουμε, να πιστεύετε, να πιστεύουν (ή να πιστεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πίστευε – β΄ πληθυντικό: πιστεύετε
Μετοχή
πιστεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
πίστευα, πίστευες, πίστευε, πιστεύαμε, πιστεύατε, πίστευαν ή πιστεύανε
Αόριστος
Οριστική
πίστεψα, πίστεψες, πίστεψε, πιστέψαμε, πιστέψατε, πίστεψαν ή πιστέψανε
να πιστέψω, να πιστέψεις, να πιστέψει, να πιστέψουμε, να πιστέψετε, να πιστέψουν (ή να πιστέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πίστεψε – β΄ πληθυντικό: πιστέψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστεύω, θα πιστεύεις, θα πιστεύει, θα πιστεύουμε, θα πιστεύετε, θα πιστεύουν (ή θα πιστεύουνε)
Οριστική
θα πιστέψω, θα πιστέψεις, θα πιστέψει, θα πιστέψουμε, θα πιστέψετε, θα πιστέψουν (ή θα πιστέψουνε)
Οριστική
θα έχω πιστέψει, θα έχεις πιστέψει, θα έχει πιστέψει, θα έχουμε πιστέψει, θα έχετε πιστέψει, θα έχουν(ε) πιστέψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιστέψει, έχεις πιστέψει, έχει πιστέψει, έχουμε πιστέψει, έχετε πιστέψει, έχουν(ε) πιστέψει
να έχω πιστέψει, να έχεις πιστέψει, να έχει πιστέψει, να έχουμε πιστέψει, να έχετε πιστέψει, να έχουν(ε) πιστέψει
Μετοχή
έχοντας πιστέψει
Οριστική
είχα πιστέψει, είχες πιστέψει, είχε πιστέψει, είχαμε πιστέψει, είχατε πιστέψει, είχαν(ε) πιστέψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύομαι, πιστεύεσαι, πιστεύεται, πιστευόμαστε, πιστεύεστε, πιστεύονται
να πιστεύομαι, να πιστεύεσαι, να πιστεύεται, να πιστευόμαστε, να πιστεύεστε, να πιστεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πιστεύεστε
Μετοχή
---
Οριστική
πιστευόμουν, πιστευόσουν, πιστευόταν, πιστευόμαστε, πιστευόσαστε, πιστεύονταν
Αόριστος
Οριστική
πιστεύτηκα, πιστεύτηκες, πιστεύτηκε, πιστευτήκαμε, πιστευτήκατε, πιστεύτηκαν ή πιστευτήκανε
να πιστευτώ, να πιστευτείς, να πιστευτεί, να πιστευτούμε, να πιστευτείτε, να πιστευτούν (ή να πιστευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: πιστέψου β΄ πληθυντικό: πιστευτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστεύομαι, θα πιστεύεσαι, θα πιστεύεται, θα πιστευόμαστε, θα πιστεύεστε, θα πιστεύονται
Οριστική
θα πιστευτώ, θα πιστευτείς, θα πιστευτεί, θα πιστευτούμε, θα πιστευτείτε, θα πιστευτούν (ή θα πιστευτούνε)
Οριστική
θα έχω πιστευτεί, θα έχεις πιστευτεί, θα έχει πιστευτεί, θα έχουμε πιστευτεί, θα έχετε πιστευτεί, θα έχουν(ε) πιστευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιστευτεί, έχεις πιστευτεί, έχει πιστευτεί, έχουμε πιστευτεί, έχετε πιστευτεί, έχουν(ε) πιστευτεί
να έχω πιστευτεί, να έχεις πιστευτεί, να έχει πιστευτεί, να έχουμε πιστευτεί, να έχετε πιστευτεί, να έχουν(ε) πιστευτεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα πιστευτεί, είχες πιστευτεί, είχε πιστευτεί, είχαμε πιστευτεί, είχατε πιστευτεί, είχαν(ε) πιστευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου