Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιστεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύω, πιστεύεις, πιστεύει, πιστεύουμε, πιστεύετε, πιστεύουν (ή πιστεύουνε)
Υποτακτική
να πιστεύω, να πιστεύεις, να πιστεύει, να πιστεύουμε, να πιστεύετε, να πιστεύουν (ή να πιστεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πίστευε – β΄ πληθυντικό: πιστεύετε
Μετοχή
πιστεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
πίστευα, πίστευες, πίστευε, πιστεύαμε, πιστεύατε, πίστευαν ή πιστεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
πίστεψα, πίστεψες, πίστεψε, πιστέψαμε, πιστέψατε, πίστεψαν ή πιστέψανε
Υποτακτική
να πιστέψω, να πιστέψεις, να πιστέψει, να πιστέψουμε, να πιστέψετε, να πιστέψουν (ή να πιστέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πίστεψε – β΄ πληθυντικό: πιστέψτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστεύω, θα πιστεύεις, θα πιστεύει, θα πιστεύουμε, θα πιστεύετε, θα πιστεύουν (ή θα πιστεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστέψω, θα πιστέψεις, θα πιστέψει, θα πιστέψουμε, θα πιστέψετε, θα πιστέψουν (ή θα πιστέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιστέψει, θα έχεις πιστέψει, θα έχει πιστέψει, θα έχουμε πιστέψει, θα έχετε πιστέψει, θα έχουν(ε) πιστέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιστέψει, έχεις πιστέψει, έχει πιστέψει, έχουμε πιστέψει, έχετε πιστέψει, έχουν(ε) πιστέψει
Υποτακτική
να έχω πιστέψει, να έχεις πιστέψει, να έχει πιστέψει, να έχουμε πιστέψει, να έχετε πιστέψει, να έχουν(ε) πιστέψει
Μετοχή
έχοντας πιστέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιστέψει, είχες πιστέψει, είχε πιστέψει, είχαμε πιστέψει, είχατε πιστέψει, είχαν(ε) πιστέψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιστεύομαι, πιστεύεσαι, πιστεύεται, πιστευόμαστε, πιστεύεστε, πιστεύονται
Υποτακτική
να πιστεύομαι, να πιστεύεσαι, να πιστεύεται, να πιστευόμαστε, να πιστεύεστε, να πιστεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πιστεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
πιστευόμουν, πιστευόσουν, πιστευόταν, πιστευόμαστε, πιστευόσαστε, πιστεύονταν
(& πιστευόμουνα, πιστευόσουνα, πιστευότανε, πιστευόμασταν, πιστευόσασταν, πιστευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
πιστεύτηκα, πιστεύτηκες, πιστεύτηκε, πιστευτήκαμε, πιστευτήκατε, πιστεύτηκαν ή πιστευτήκανε
Υποτακτική
να πιστευτώ, να πιστευτείς, να πιστευτεί, να πιστευτούμε, να πιστευτείτε, να πιστευτούν (ή να πιστευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: πιστέψου β΄ πληθυντικό: πιστευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστεύομαι, θα πιστεύεσαι, θα πιστεύεται, θα πιστευόμαστε, θα πιστεύεστε, θα πιστεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιστευτώ, θα πιστευτείς, θα πιστευτεί, θα πιστευτούμε, θα πιστευτείτε, θα πιστευτούν (ή θα πιστευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιστευτεί, θα έχεις πιστευτεί, θα έχει πιστευτεί, θα έχουμε πιστευτεί, θα έχετε πιστευτεί, θα έχουν(ε) πιστευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιστευτεί, έχεις πιστευτεί, έχει πιστευτεί, έχουμε πιστευτεί, έχετε πιστευτεί, έχουν(ε) πιστευτεί
Υποτακτική
να έχω πιστευτεί, να έχεις πιστευτεί, να έχει πιστευτεί, να έχουμε πιστευτεί, να έχετε πιστευτεί, να έχουν(ε) πιστευτεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιστευτεί, είχες πιστευτεί, είχε πιστευτεί, είχαμε πιστευτεί, είχατε πιστευτεί, είχαν(ε) πιστευτεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...