Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωφελώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωφελώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Elise Palmigiani

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωφελώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ωφελώ, ωφελείς, ωφελεί, ωφελούμε, ωφελείτε, ωφελούν (ή ωφελούνε)
Υποτακτική
να ωφελώ, να ωφελείς, να ωφελεί, να ωφελούμε, να ωφελείτε, να ωφελούν (ή να ωφελούνε)
Προστακτική
---
Μετοχή
ωφελώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ωφελούσα, ωφελούσες, ωφελούσε, ωφελούσαμε, ωφελούσατε, ωφελούσαν (ή ωφελούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ωφέλησα, ωφέλησες, ωφέλησε, ωφελήσαμε, ωφελήσατε, ωφέλησαν
Υποτακτική
να ωφελήσω, να ωφελήσεις, να ωφελήσει, να ωφελήσουμε, να ωφελήσετε, να ωφελήσουν (ή να ωφελήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ωφέλησε β΄ πληθυντικό: ωφελήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελώ, θα ωφελείς, θα ωφελεί, θα ωφελούμε, θα  ωφελείτε, θα ωφελούν (ή θα ωφελούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελήσω, θα ωφελήσεις, θα ωφελήσει, θα ωφελήσουμε, θα ωφελήσετε, θα ωφελήσουν (ή θα ωφελήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωφελήσει, θα έχεις ωφελήσει, θα έχει ωφελήσει, θα έχουμε ωφελήσει, θα έχετε ωφελήσει, θα έχουν(ε) ωφελήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωφελήσει, έχεις ωφελήσει, έχει ωφελήσει, έχουμε ωφελήσει, έχετε ωφελήσει, έχουν(ε) ωφελήσει
Υποτακτική
να έχω ωφελήσει, να έχεις ωφελήσει, να έχει ωφελήσει, να έχουμε ωφελήσει, να έχετε ωφελήσει, να έχουν(ε) ωφελήσει
Μετοχή
έχοντας ωφελήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωφελήσει, είχες ωφελήσει, είχε ωφελήσει, είχαμε ωφελήσει, είχατε ωφελήσει, είχαν(ε) ωφελήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ωφελούμαι, ωφελείσαι, ωφελείται, ωφελούμαστε, ωφελείστε, ωφελούνται
Υποτακτική
να ωφελούμαι, να ωφελείσαι, να ωφελείται, να ωφελούμαστε, να ωφελείστε, να ωφελούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ωφελείστε
Μετοχή
ωφελούμενος, ωφελούμενη, ωφελούμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
ωφελούμουν, ωφελούσουν, ωφελούταν, ωφελούμασταν ή ωφελούμαστε, ωφελούσαστε, ωφελούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
ωφελήθηκα, ωφελήθηκες, ωφελήθηκε, ωφεληθήκαμε, ωφεληθήκατε, ωφελήθηκαν ή ωφεληθήκανε 
Υποτακτική
να ωφεληθώ, να ωφεληθείς, να ωφεληθεί, να ωφεληθούμε, να ωφεληθείτε, να ωφεληθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ωφελήσου β΄ πληθυντικό: ωφεληθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελούμαι, θα ωφελείσαι, θα ωφελείται, θα ωφελούμαστε, θα ωφελείστε, θα ωφελούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφεληθώ, θα ωφεληθείς, θα ωφεληθεί, θα ωφεληθούμε, θα ωφεληθείτε, θα ωφεληθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωφεληθεί, θα έχεις ωφεληθεί, θα έχει ωφεληθεί, θα έχουμε ωφεληθεί, θα έχετε ωφεληθεί, θα έχουν ωφεληθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ωφεληθεί, έχεις ωφεληθεί, έχει ωφεληθεί, έχουμε ωφεληθεί, έχετε ωφεληθεί, έχουν ωφεληθεί
Υποτακτική
να έχω ωφεληθεί, να έχεις ωφεληθεί, να έχει ωφεληθεί, να έχουμε ωφεληθεί, να έχετε ωφεληθεί, να έχουν ωφεληθεί
Μετοχή
ωφελημένος, ωφελημένη, ωφελημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωφεληθεί, είχες ωφεληθεί, είχε ωφεληθεί, είχαμε ωφεληθεί, είχατε ωφεληθεί, είχαν(ε) ωφεληθεί
 
Σημείωση: Πρόκειται για ήδη αρχ. ρήμα, το οποίο γράφεται με -ω- (ωφελώ, όχι *οφελώ), επειδή σχηματίστηκε με βάση το β΄ συνθετικό των αρχ. επιθέτων ανωφελής, επωφελής με βάση το φαινόμενο της συνθετικής έκτασης. Μολονότι συνδέεται ετυμολογικά με τις λέξεις όφελος, οφείλω και τα παράγωγά τους διαφοροποιείται ορθογραφικά από αυτές.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...