Elise Palmigiani
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ωφελώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ωφελώ, ωφελείς, ωφελεί, ωφελούμε, ωφελείτε, ωφελούν (ή ωφελούνε)
να ωφελώ, να ωφελείς, να ωφελεί, να ωφελούμε, να ωφελείτε, να ωφελούν (ή να ωφελούνε)
Προστακτική
---
Μετοχή
ωφελώντας
Παρατατικός
Οριστική
ωφελούσα, ωφελούσες, ωφελούσε, ωφελούσαμε, ωφελούσατε, ωφελούσαν (ή ωφελούσανε)
Αόριστος
Οριστική
ωφέλησα, ωφέλησες, ωφέλησε, ωφελήσαμε, ωφελήσατε, ωφέλησαν
να ωφελήσω, να ωφελήσεις, να ωφελήσει, να ωφελήσουμε, να ωφελήσετε, να ωφελήσουν (ή να ωφελήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ωφέλησε β΄ πληθυντικό: ωφελήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελώ, θα ωφελείς, θα ωφελεί, θα ωφελούμε, θα ωφελείτε, θα ωφελούν (ή θα ωφελούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελήσω, θα ωφελήσεις, θα ωφελήσει, θα ωφελήσουμε, θα ωφελήσετε, θα ωφελήσουν (ή θα ωφελήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωφελήσει, θα έχεις ωφελήσει, θα έχει ωφελήσει, θα έχουμε ωφελήσει, θα έχετε ωφελήσει, θα έχουν(ε) ωφελήσει
Οριστική
έχω ωφελήσει, έχεις ωφελήσει, έχει ωφελήσει, έχουμε ωφελήσει, έχετε ωφελήσει, έχουν(ε) ωφελήσει
να έχω ωφελήσει, να έχεις ωφελήσει, να έχει ωφελήσει, να έχουμε ωφελήσει, να έχετε ωφελήσει, να έχουν(ε) ωφελήσει
Μετοχή
έχοντας ωφελήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωφελήσει, είχες ωφελήσει, είχε ωφελήσει, είχαμε ωφελήσει, είχατε ωφελήσει, είχαν(ε) ωφελήσει
Ενεστώτας
Οριστική
ωφελούμαι, ωφελείσαι, ωφελείται, ωφελούμαστε, ωφελείστε, ωφελούνται
να ωφελούμαι, να ωφελείσαι, να ωφελείται, να ωφελούμαστε, να ωφελείστε, να ωφελούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ωφελείστε
Μετοχή
ωφελούμενος, ωφελούμενη, ωφελούμενο
Παρατατικός
Οριστική
ωφελούμουν, ωφελούσουν, ωφελούταν, ωφελούμασταν ή ωφελούμαστε, ωφελούσαστε, ωφελούνταν
Αόριστος
Οριστική
ωφελήθηκα, ωφελήθηκες, ωφελήθηκε, ωφεληθήκαμε, ωφεληθήκατε, ωφελήθηκαν ή ωφεληθήκανε
να ωφεληθώ, να ωφεληθείς, να ωφεληθεί, να ωφεληθούμε, να ωφεληθείτε, να ωφεληθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: ωφελήσου β΄ πληθυντικό: ωφεληθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφελούμαι, θα ωφελείσαι, θα ωφελείται, θα ωφελούμαστε, θα ωφελείστε, θα ωφελούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ωφεληθώ, θα ωφεληθείς, θα ωφεληθεί, θα ωφεληθούμε, θα ωφεληθείτε, θα ωφεληθούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ωφεληθεί, θα έχεις ωφεληθεί, θα έχει ωφεληθεί, θα έχουμε ωφεληθεί, θα έχετε ωφεληθεί, θα έχουν ωφεληθεί
Οριστική
έχω ωφεληθεί, έχεις ωφεληθεί, έχει ωφεληθεί, έχουμε ωφεληθεί, έχετε ωφεληθεί, έχουν ωφεληθεί
να έχω ωφεληθεί, να έχεις ωφεληθεί, να έχει ωφεληθεί, να έχουμε ωφεληθεί, να έχετε ωφεληθεί, να έχουν ωφεληθεί
Μετοχή
ωφελημένος, ωφελημένη, ωφελημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ωφεληθεί, είχες ωφεληθεί, είχε ωφεληθεί, είχαμε ωφεληθεί, είχατε ωφεληθεί, είχαν(ε) ωφεληθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου