Az Jackson
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκέπτομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
σκέπτομαι, σκέπτεσαι, σκέπτεται, σκεπτόμαστε, σκέπτεστε, σκέπτονται
& σκέφτομαι, σκέφτεσαι, σκέφτεται,
σκεφτόμαστε, σκέφτεστε, σκέφτονται
Υποτακτική
να σκέπτομαι, να σκέπτεσαι, να σκέπτεται, να σκεπτόμαστε, να σκέπτεστε, να σκέπτονται
& να σκέφτομαι, να σκέφτεσαι, να σκέφτεται, να σκεφτόμαστε, να σκέφτεστε, να σκέφτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σκέπτεστε ή σκέφτεστε
Μετοχή
σκεπτόμενος, σκεπτόμενη, σκεπτόμενο
Παρατατικός
Οριστική
σκεπτόμουν, σκεπτόσουν, σκεπτόταν, σκεπτόμαστε, σκεπτόσαστε, σκέπτονταν
(& σκεπτόμουνα, σκεπτόσουνα, σκεπτότανε,
σκεπτόμασταν, σκεπτόσασταν, σκεπτόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
σκέφθηκα, σκέφθηκες, σκέφθηκε, σκεφθήκαμε, σκεφθήκατε, σκέφθηκαν (ή σκεφθήκανε)
& σκέφτηκα, σκέφτηκες, σκέφτηκε, σκεφτήκαμε, σκεφτήκατε,
σκέφτηκαν (ή σκεφτήκανε)
Υποτακτική
να σκεφθώ, να σκεφθείς, να σκεφθεί, να σκεφθούμε, να σκεφθείτε, να σκεφθούν (ή να σκεφθούνε)
& να σκεφτώ, να σκεφτείς, να σκεφτεί, να σκεφτούμε, να σκεφτείτε, να σκεφτούν (ή να σκεφτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: σκέψου β΄ πληθυντικό: σκεφθείτε (σκεφτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σκέπτομαι, θα σκέπτεσαι, θα σκέπτεται, θα σκεπτόμαστε, θα σκέπτεστε, θα σκέπτονται
& θα σκέφτομαι, θα σκέφτεσαι, θα
σκέφτεται, θα σκεφτόμαστε, θα σκέφτεστε, θα σκέφτονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σκεφθώ, θα σκεφθείς, θα σκεφθεί, θα σκεφθούμε, θα σκεφθείτε, θα σκεφθούν (ή θα σκεφθούνε)
& θα σκεφτώ, θα σκεφτείς, θα σκεφτεί, θα
σκεφτούμε, θα σκεφτείτε, θα σκεφτούν (ή θα σκεφτούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω σκεφθεί, θα έχεις σκεφθεί, θα έχει σκεφθεί, θα έχουμε σκεφθεί, θα έχετε σκεφθεί, θα έχουν(ε) σκεφθεί
& θα έχω σκεφτεί, θα έχεις
σκεφτεί, θα έχει σκεφτεί, θα έχουμε σκεφτεί, θα έχετε σκεφτεί, θα έχουν(ε) σκεφτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σκεφθεί, έχεις σκεφθεί, έχει σκεφθεί, έχουμε σκεφθεί, έχετε σκεφθεί, έχουν(ε) σκεφθεί
& έχω σκεφτεί, έχεις σκεφτεί, έχει σκεφτεί, έχουμε
σκεφτεί, έχετε σκεφτεί, έχουν(ε) σκεφτεί
Υποτακτική
να έχω σκεφθεί, να έχεις σκεφθεί, να έχει σκεφθεί, να έχουμε σκεφθεί, να έχετε σκεφθεί, να έχουν(ε) σκεφθεί
& να έχω σκεφτεί, να έχεις σκεφτεί, να έχει σκεφτεί, να έχουμε σκεφτεί, να έχετε σκεφτεί, να έχουν(ε) σκεφτεί
Μετοχή
εσκεμμένος, εσκεμμένη, εσκεμμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σκεφθεί, είχες σκεφθεί, είχε σκεφθεί, είχαμε σκεφθεί, είχατε σκεφθεί, είχαν(ε) σκεφθεί
& είχα σκεφτεί, είχες σκεφτεί, είχε σκεφτεί, είχαμε
σκεφτεί, είχατε σκεφτεί, είχαν(ε) σκεφτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκέπτομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
σκέπτομαι, σκέπτεσαι, σκέπτεται, σκεπτόμαστε, σκέπτεστε, σκέπτονται
Υποτακτική
να σκέπτομαι, να σκέπτεσαι, να σκέπτεται, να σκεπτόμαστε, να σκέπτεστε, να σκέπτονται
& να σκέφτομαι, να σκέφτεσαι, να σκέφτεται, να σκεφτόμαστε, να σκέφτεστε, να σκέφτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σκέπτεστε ή σκέφτεστε
Μετοχή
σκεπτόμενος, σκεπτόμενη, σκεπτόμενο
Παρατατικός
Οριστική
σκεπτόμουν, σκεπτόσουν, σκεπτόταν, σκεπτόμαστε, σκεπτόσαστε, σκέπτονταν
Αόριστος
Οριστική
σκέφθηκα, σκέφθηκες, σκέφθηκε, σκεφθήκαμε, σκεφθήκατε, σκέφθηκαν (ή σκεφθήκανε)
να σκεφθώ, να σκεφθείς, να σκεφθεί, να σκεφθούμε, να σκεφθείτε, να σκεφθούν (ή να σκεφθούνε)
& να σκεφτώ, να σκεφτείς, να σκεφτεί, να σκεφτούμε, να σκεφτείτε, να σκεφτούν (ή να σκεφτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: σκέψου β΄ πληθυντικό: σκεφθείτε (σκεφτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σκέπτομαι, θα σκέπτεσαι, θα σκέπτεται, θα σκεπτόμαστε, θα σκέπτεστε, θα σκέπτονται
Οριστική
θα σκεφθώ, θα σκεφθείς, θα σκεφθεί, θα σκεφθούμε, θα σκεφθείτε, θα σκεφθούν (ή θα σκεφθούνε)
Οριστική
θα έχω σκεφθεί, θα έχεις σκεφθεί, θα έχει σκεφθεί, θα έχουμε σκεφθεί, θα έχετε σκεφθεί, θα έχουν(ε) σκεφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σκεφθεί, έχεις σκεφθεί, έχει σκεφθεί, έχουμε σκεφθεί, έχετε σκεφθεί, έχουν(ε) σκεφθεί
να έχω σκεφθεί, να έχεις σκεφθεί, να έχει σκεφθεί, να έχουμε σκεφθεί, να έχετε σκεφθεί, να έχουν(ε) σκεφθεί
& να έχω σκεφτεί, να έχεις σκεφτεί, να έχει σκεφτεί, να έχουμε σκεφτεί, να έχετε σκεφτεί, να έχουν(ε) σκεφτεί
Μετοχή
εσκεμμένος, εσκεμμένη, εσκεμμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σκεφθεί, είχες σκεφθεί, είχε σκεφθεί, είχαμε σκεφθεί, είχατε σκεφθεί, είχαν(ε) σκεφθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου