Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπαινίσσομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπαινίσσομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Luis Carlos Molina Acevedo

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπαινίσσομαι»
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπαινίσσομαι, υπαινίσσεσαι, υπαινίσσεται, υπαινισσόμαστε, υπαινίσσεστε, υπαινίσσονται
Υποτακτική
να υπαινίσσομαι, να υπαινίσσεσαι, να υπαινίσσεται, να υπαινισσόμαστε, να υπαινίσσεστε, να υπαινίσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπαινίσσεστε
Μετοχή
υπαινισσόμενος, υπαινισσόμενη, υπαινισσόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υπαινισσόμουν, υπαινισσόσουν, υπαινισσόταν, υπαινισσόμαστε, υπαινισσόσαστε, υπαινίσσονταν
(& υπαινισσόμουνα, υπαινισσόσουνα, υπαινισσότανε, υπαινισσόμασταν, υπαινισσόσασταν, υπαινισσόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υπαινίχθηκα, υπαινίχθηκες, υπαινίχθηκε, υπαινιχθήκαμε, υπαινιχθήκατε, υπαινίχθηκαν (ή υπαινιχθήκανε)
& υπαινίχτηκα, υπαινίχτηκες, υπαινίχτηκε, υπαινιχτήκαμε, υπαινιχτήκατε, υπαινίχτηκαν (ή υπαινιχτήκανε)
Υποτακτική
να υπαινιχθώ, να υπαινιχθείς, να υπαινιχθεί, να υπαινιχθούμε, να υπαινιχθείτε, να υπαινιχθούν (ή να υπαινιχθούνε)
& να υπαινιχτώ, να υπαινιχτείς, να υπαινιχτεί, να υπαινιχτούμε, να υπαινιχτείτε, να υπαινιχτούν (ή να υπαινιχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υπαινίξου β΄ πληθυντικό: υπαινιχθείτε (υπαινιχτείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπαινίσσομαι, θα υπαινίσσεσαι, θα υπαινίσσεται, θα υπαινισσόμαστε, θα υπαινίσσεστε, θα υπαινίσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπαινιχθώ, θα υπαινιχθείς, θα υπαινιχθεί, θα υπαινιχθούμε, θα υπαινιχθείτε, θα υπαινιχθούν (ή θα υπαινιχθούνε)
& θα υπαινιχτώ, θα υπαινιχτείς, θα υπαινιχτεί, θα υπαινιχτούμε, θα υπαινιχτείτε, θα υπαινιχτούν (ή θα υπαινιχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υπαινιχθεί, θα έχεις υπαινιχθεί, θα έχει υπαινιχθεί, θα έχουμε υπαινιχθεί, θα έχετε υπαινιχθεί, θα έχουν(ε) υπαινιχθεί
& θα έχω υπαινιχτεί, θα έχεις υπαινιχτεί, θα έχει υπαινιχτεί, θα έχουμε υπαινιχτεί, θα έχετε υπαινιχτεί, θα έχουν(ε) υπαινιχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπαινιχθεί, έχεις υπαινιχθεί, έχει υπαινιχθεί, έχουμε υπαινιχθεί, έχετε υπαινιχθεί, έχουν(ε) υπαινιχθεί
& έχω υπαινιχτεί, έχεις υπαινιχτεί, έχει υπαινιχτεί, έχουμε υπαινιχτεί, έχετε υπαινιχτεί, έχουν(ε) υπαινιχτεί
Υποτακτική
να έχω υπαινιχθεί, να έχεις υπαινιχθεί, να έχει υπαινιχθεί, να έχουμε υπαινιχθεί, να έχετε υπαινιχθεί, να έχουν(ε) υπαινιχθεί
& να έχω υπαινιχτεί, να έχεις υπαινιχτεί, να έχει υπαινιχτεί, να έχουμε υπαινιχτεί, να έχετε υπαινιχτεί, να έχουν(ε) υπαινιχτεί
Μετοχή
υπαινιγμένος, υπαινιγμένη, υπαινιγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπαινιχθεί, είχες υπαινιχθεί, είχε υπαινιχθεί, είχαμε υπαινιχθεί, είχατε υπαινιχθεί, είχαν(ε) υπαινιχθεί
& είχα υπαινιχτεί, είχες υπαινιχτεί, είχε υπαινιχτεί, είχαμε υπαινιχτεί, είχατε υπαινιχτεί, είχαν(ε) υπαινιχτεί
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...