Luis Carlos Molina Acevedo
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπαινίσσομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
υπαινίσσομαι, υπαινίσσεσαι, υπαινίσσεται, υπαινισσόμαστε, υπαινίσσεστε, υπαινίσσονται
να υπαινίσσομαι, να υπαινίσσεσαι, να υπαινίσσεται, να υπαινισσόμαστε, να υπαινίσσεστε, να υπαινίσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπαινίσσεστε
Μετοχή
υπαινισσόμενος, υπαινισσόμενη, υπαινισσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υπαινισσόμουν, υπαινισσόσουν, υπαινισσόταν, υπαινισσόμαστε, υπαινισσόσαστε, υπαινίσσονταν
Αόριστος
Οριστική
υπαινίχθηκα, υπαινίχθηκες, υπαινίχθηκε, υπαινιχθήκαμε, υπαινιχθήκατε, υπαινίχθηκαν (ή υπαινιχθήκανε)
Υποτακτική
να υπαινιχθώ, να υπαινιχθείς, να υπαινιχθεί, να υπαινιχθούμε, να υπαινιχθείτε, να υπαινιχθούν (ή να υπαινιχθούνε)
& να υπαινιχτώ, να υπαινιχτείς, να υπαινιχτεί, να υπαινιχτούμε, να υπαινιχτείτε, να υπαινιχτούν (ή να υπαινιχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υπαινίξου β΄ πληθυντικό: υπαινιχθείτε (υπαινιχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπαινίσσομαι, θα υπαινίσσεσαι, θα υπαινίσσεται, θα υπαινισσόμαστε, θα υπαινίσσεστε, θα υπαινίσσονται
Οριστική
θα υπαινιχθώ, θα υπαινιχθείς, θα υπαινιχθεί, θα υπαινιχθούμε, θα υπαινιχθείτε, θα υπαινιχθούν (ή θα υπαινιχθούνε)
Οριστική
θα έχω υπαινιχθεί, θα έχεις υπαινιχθεί, θα έχει υπαινιχθεί, θα έχουμε υπαινιχθεί, θα έχετε υπαινιχθεί, θα έχουν(ε) υπαινιχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπαινιχθεί, έχεις υπαινιχθεί, έχει υπαινιχθεί, έχουμε υπαινιχθεί, έχετε υπαινιχθεί, έχουν(ε) υπαινιχθεί
Υποτακτική
να έχω υπαινιχθεί, να έχεις υπαινιχθεί, να έχει υπαινιχθεί, να έχουμε υπαινιχθεί, να έχετε υπαινιχθεί, να έχουν(ε) υπαινιχθεί
& να έχω υπαινιχτεί, να έχεις υπαινιχτεί, να έχει υπαινιχτεί, να έχουμε υπαινιχτεί, να έχετε υπαινιχτεί, να έχουν(ε) υπαινιχτεί
Μετοχή
υπαινιγμένος, υπαινιγμένη, υπαινιγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπαινιχθεί, είχες υπαινιχθεί, είχε υπαινιχθεί, είχαμε υπαινιχθεί, είχατε υπαινιχθεί, είχαν(ε) υπαινιχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου