Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Linda Monfort

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπονομεύω, υπονομεύεις, υπονομεύει, υπονομεύουμε, υπονομεύετε, υπονομεύουν (ή υπονομεύουνε)
Υποτακτική
να υπονομεύω, να υπονομεύεις, να υπονομεύει, να υπονομεύουμε, να υπονομεύετε, να υπονομεύουν (ή να υπονομεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υπονόμευε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύετε
Μετοχή
υπονομεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
υπονόμευα, υπονόμευες, υπονόμευε, υπονομεύαμε, υπονομεύατε, υπονόμευαν ή υπονομεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
υπονόμευσα, υπονόμευσες, υπονόμευσε, υπονομεύσαμε, υπονομεύσατε, υπονόμευσαν ή υπονομεύσανε
Υποτακτική
να υπονομεύσω, να υπονομεύσεις, να υπονομεύσει, να υπονομεύσουμε, να υπονομεύσετε, να υπονομεύσουν (ή να υπονομεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υπονόμευσε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύστε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύω, θα υπονομεύεις, θα υπονομεύει, θα υπονομεύουμε, θα υπονομεύετε, θα υπονομεύουν (ή θα υπονομεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύσω, θα υπονομεύσεις, θα υπονομεύσει, θα υπονομεύσουμε, θα υπονομεύσετε, θα υπονομεύσουν (ή θα υπονομεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υπονομεύσει, θα έχεις υπονομεύσει, θα έχει υπονομεύσει, θα έχουμε υπονομεύσει, θα έχετε υπονομεύσει, θα έχουν(ε) υπονομεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπονομεύσει, έχεις υπονομεύσει, έχει υπονομεύσει, έχουμε υπονομεύσει, έχετε υπονομεύσει, έχουν(ε) υπονομεύσει
Υποτακτική
να έχω υπονομεύσει, να έχεις υπονομεύσει, να έχει υπονομεύσει, να έχουμε υπονομεύσει, να έχετε υπονομεύσει, να έχουν(ε) υπονομεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπονομεύσει, είχες υπονομεύσει, είχε υπονομεύσει, είχαμε υπονομεύσει, είχατε υπονομεύσει, είχαν(ε) υπονομεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπονομεύομαι, υπονομεύεσαι, υπονομεύεται, υπονομευόμαστε, υπονομεύεστε, υπονομεύονται
Υποτακτική
να υπονομεύομαι, να υπονομεύεσαι, να υπονομεύεται, να υπονομευόμαστε, να υπονομεύεστε, να υπονομεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπονομεύεστε
Μετοχή
υπονομευόμενος, υπονομευόμενη, υπονομευόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
υπονομευόμουν, υπονομευόσουν, υπονομευόταν, υπονομευόμαστε, υπονομευόσαστε, υπονομεύονταν
(& υπονομευόμουνα, υπονομευόσουνα, υπονομευότανε, υπονομευόμασταν, υπονομευόσασταν, υπονομευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υπονομεύθηκα, υπονομεύθηκες, υπονομεύθηκε, υπονομευθήκαμε, υπονομευθήκατε, υπονομεύθηκαν ή υπονομευθήκανε
& υπονομεύτηκα, υπονομεύτηκες, υπονομεύτηκε, υπονομευτήκαμε, υπονομευτήκατε, υπονομεύτηκαν ή υπονομευτήκανε
Υποτακτική
να υπονομευθώ, να υπονομευθείς, να υπονομευθεί, να υπονομευθούμε, να υπονομευθείτε, να υπονομευθούν (ή να υπονομευθούνε)
& να υπονομευτώ, να υπονομευτείς, να υπονομευτεί, να υπονομευτούμε, να υπονομευτείτε, να υπονομευτούν (ή να υπονομευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υπονομεύσου β΄ πληθυντικό: υπονομευθείτε (υπονομευτείτε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύομαι, θα υπονομεύεσαι, θα υπονομεύεται, θα υπονομευόμαστε, θα υπονομεύεστε, θα υπονομεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομευθώ, θα υπονομευθείς, θα υπονομευθεί, θα υπονομευθούμε, θα υπονομευθείτε, θα υπονομευθούν (ή θα υπονομευθούνε)
& θα υπονομευτώ, θα υπονομευτείς, θα υπονομευτεί, θα υπονομευτούμε, θα υπονομευτείτε, θα υπονομευτούν (ή θα υπονομευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υπονομευθεί, θα έχεις υπονομευθεί, θα έχει υπονομευθεί, θα έχουμε υπονομευθεί, θα έχετε υπονομευθεί, θα έχουν(ε) υπονομευθεί
& θα έχω υπονομευτεί, θα έχεις υπονομευτεί, θα έχει υπονομευτεί, θα έχουμε υπονομευτεί, θα έχετε υπονομευτεί, θα έχουν(ε) υπονομευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπονομευθεί, έχεις υπονομευθεί, έχει υπονομευθεί, έχουμε υπονομευθεί, έχετε υπονομευθεί, έχουν(ε) υπονομευθεί
& έχω υπονομευτεί, έχεις υπονομευτεί, έχει υπονομευτεί, έχουμε υπονομευτεί, έχετε υπονομευτεί, έχουν(ε) υπονομευτεί
Υποτακτική
να έχω υπονομευθεί, να έχεις υπονομευθεί, να έχει υπονομευθεί, να έχουμε υπονομευθεί, να έχετε υπονομευθεί, να έχουν(ε) υπονομευθεί
& να έχω υπονομευτεί, να έχεις υπονομευτεί, να έχει υπονομευτεί, να έχουμε υπονομευτεί, να έχετε υπονομευτεί, να έχουν(ε) υπονομευτεί
Μετοχή
υπονομευμένος, υπονομευμένη, υπονομευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπονομευθεί, είχες υπονομευθεί, είχε υπονομευθεί, είχαμε υπονομευθεί, είχατε υπονομευθεί, είχαν(ε) υπονομευθεί
& είχα υπονομευτεί, είχες υπονομευτεί, είχε υπονομευτεί, είχαμε υπονομευτεί, είχατε υπονομευτεί, είχαν(ε) υπονομευτεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...