Linda Monfort
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπονομεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υπονομεύω, υπονομεύεις, υπονομεύει, υπονομεύουμε, υπονομεύετε, υπονομεύουν (ή υπονομεύουνε)
να υπονομεύω, να υπονομεύεις, να υπονομεύει, να υπονομεύουμε, να υπονομεύετε, να υπονομεύουν (ή να υπονομεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υπονόμευε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύετε
Μετοχή
υπονομεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
υπονόμευα, υπονόμευες, υπονόμευε, υπονομεύαμε, υπονομεύατε, υπονόμευαν ή υπονομεύανε
Οριστική
υπονόμευσα, υπονόμευσες, υπονόμευσε, υπονομεύσαμε, υπονομεύσατε, υπονόμευσαν ή υπονομεύσανε
να υπονομεύσω, να υπονομεύσεις, να υπονομεύσει, να υπονομεύσουμε, να υπονομεύσετε, να υπονομεύσουν (ή να υπονομεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υπονόμευσε – β΄ πληθυντικό: υπονομεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύω, θα υπονομεύεις, θα υπονομεύει, θα υπονομεύουμε, θα υπονομεύετε, θα υπονομεύουν (ή θα υπονομεύουνε)
Οριστική
θα υπονομεύσω, θα υπονομεύσεις, θα υπονομεύσει, θα υπονομεύσουμε, θα υπονομεύσετε, θα υπονομεύσουν (ή θα υπονομεύσουνε)
Οριστική
θα έχω υπονομεύσει, θα έχεις υπονομεύσει, θα έχει υπονομεύσει, θα έχουμε υπονομεύσει, θα έχετε υπονομεύσει, θα έχουν(ε) υπονομεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπονομεύσει, έχεις υπονομεύσει, έχει υπονομεύσει, έχουμε υπονομεύσει, έχετε υπονομεύσει, έχουν(ε) υπονομεύσει
να έχω υπονομεύσει, να έχεις υπονομεύσει, να έχει υπονομεύσει, να έχουμε υπονομεύσει, να έχετε υπονομεύσει, να έχουν(ε) υπονομεύσει
Οριστική
είχα υπονομεύσει, είχες υπονομεύσει, είχε υπονομεύσει, είχαμε υπονομεύσει, είχατε υπονομεύσει, είχαν(ε) υπονομεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υπονομεύομαι, υπονομεύεσαι, υπονομεύεται, υπονομευόμαστε, υπονομεύεστε, υπονομεύονται
να υπονομεύομαι, να υπονομεύεσαι, να υπονομεύεται, να υπονομευόμαστε, να υπονομεύεστε, να υπονομεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπονομεύεστε
Μετοχή
υπονομευόμενος, υπονομευόμενη, υπονομευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υπονομευόμουν, υπονομευόσουν, υπονομευόταν, υπονομευόμαστε, υπονομευόσαστε, υπονομεύονταν
Αόριστος
Οριστική
υπονομεύθηκα, υπονομεύθηκες, υπονομεύθηκε, υπονομευθήκαμε, υπονομευθήκατε, υπονομεύθηκαν ή υπονομευθήκανε
να υπονομευθώ, να υπονομευθείς, να υπονομευθεί, να υπονομευθούμε, να υπονομευθείτε, να υπονομευθούν (ή να υπονομευθούνε)
& να υπονομευτώ, να υπονομευτείς, να υπονομευτεί, να υπονομευτούμε, να υπονομευτείτε, να υπονομευτούν (ή να υπονομευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υπονομεύσου β΄ πληθυντικό: υπονομευθείτε (υπονομευτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπονομεύομαι, θα υπονομεύεσαι, θα υπονομεύεται, θα υπονομευόμαστε, θα υπονομεύεστε, θα υπονομεύονται
Οριστική
θα υπονομευθώ, θα υπονομευθείς, θα υπονομευθεί, θα υπονομευθούμε, θα υπονομευθείτε, θα υπονομευθούν (ή θα υπονομευθούνε)
Οριστική
θα έχω υπονομευθεί, θα έχεις υπονομευθεί, θα έχει υπονομευθεί, θα έχουμε υπονομευθεί, θα έχετε υπονομευθεί, θα έχουν(ε) υπονομευθεί
Οριστική
έχω υπονομευθεί, έχεις υπονομευθεί, έχει υπονομευθεί, έχουμε υπονομευθεί, έχετε υπονομευθεί, έχουν(ε) υπονομευθεί
Υποτακτική
να έχω υπονομευθεί, να έχεις υπονομευθεί, να έχει υπονομευθεί, να έχουμε υπονομευθεί, να έχετε υπονομευθεί, να έχουν(ε) υπονομευθεί
& να έχω υπονομευτεί, να έχεις υπονομευτεί, να έχει υπονομευτεί, να έχουμε υπονομευτεί, να έχετε υπονομευτεί, να έχουν(ε) υπονομευτεί
Μετοχή
υπονομευμένος, υπονομευμένη, υπονομευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπονομευθεί, είχες υπονομευθεί, είχε υπονομευθεί, είχαμε υπονομευθεί, είχατε υπονομευθεί, είχαν(ε) υπονομευθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου